Το ξεκίνημα…
Ἡ μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ ἀστυνομικοῦ ἀφηγήματος στόν τόπο μας ὑπῆρξε, βεβαίως, ὁ Γιάννης Μαρῆς. Εἶναι ὁ πρῶτος πού ἔγραψε ὄχι μιά ἤ δυό ἱστορίες ἐγκλημάτων ἀλλά δεκάδες, ὅλες μέ φυσικό περίγυρο τήν Ἑλλάδα, ὅλες μέ πρωταγωνιστάς ρωμηούς, καί ὅλες μέσα στό σύγχρονό του κοινωνικό περιβάλλον. Μέ τά βιβλία του ψυχαγωγήθηκαν δεκάδες χιλιάδες ἀναγνῶστες. Καί –διασκεδαστική λεπτομέρεια– καθώς τό ὕφος του ἦταν ἁπλό, ἡ πλοκή γρήγορη, τό λεξιλόγιο ἐπαρκές ἀλλά ὄχι περίτεχνο καί οἱ χῶροι γνωστοί, ἀπό τά βιβλία του διδάχθηκαν ἑλληνικά ὅλοι οἱ ξένοι φοιτηταί τῆς ἀρχαιολογίας στήν Ἀθήνα τότε!
Τό τότε εἶναι χοντρικά ἡ τρίτη εἰκοσιπενταετία τοῦ περασμένου αἰῶνος. Σ’ ἐκείνη τήν προϊστορική ἐποχή πρωτοδημοσίευσα κι ἐγώ ἀστυνομικά διηγήματα, καί ἑπομένως θά ἔπρεπε νά εἶμαι εἰς θέσιν νά περιγράψω μέ στοιχεῖα καί μέ προσωπικές ἐμπειρίες τήν γενική περιφρόνηση πρός τό εἶδος, πού ἐπικρατοῦσε τότε. Κι ὅμως! Ἐγώ τότε δέν τήν συνάντησα καθόλου. Λογῆς λογῆς κόσμος διάβαζε τόν Ταχυδρόμο, ὅπου δημοσιεύονταν διηγήματά μου, ἀλλά κανένας –οὔτε ἐργάτης λιμένος στήν Πάτρα, ὅπου ἐργαζόμουν σέ ναυτικό πρακτορεῖο, οὔτε φίλος ἀπό τήν Λέσχη ὅπου ἔπαιζα σκάκι, οὔτε ἡλικιωμένη κυρία φίλη τῆς οἰκογένειας–, κανένας δέν μέ κοίταξε ἐπιτιμητικά ἐπειδή ἔγραφα ἀστυνομικά. Ἔχω λοιπόν τήν ὑποψία πώς ἡ στάση αὐτή δημιουργήθηκε ἀργότερα, διότι μετά τρεῖς δεκαετίες τήν συνάντησα πράγματι, στήν δεκαετία 1990, καί μάλιστα μέ δυό διαφορετικές ὄψεις: ἡ μιά ἦταν θαυμασμός γιά τό ἀνοιχτό μυαλό τοῦ Γιώργου Π. Σαββίδη «πού δημοσίεψε ἀκόμη καί ἀστυνομικά στόν Ταχυδρόμο» καί ἡ ἄλλη ἦταν ὁ καταλογισμός εἰς βάρος μου τοῦ γεγονότος ὅτι εἶχα γράψει αὐτό τό εἶδος, κι ἔτσι εἶχα μουτζουρώσει τό λογοτεχνικό μου μητρῶο ἀνεπανόρθωτα.
Δέν ξέρω ἀπό ποῦ μᾶς ἦρθε αὐτή ἡ ἀπαξιωτική ἀντίληψη γιά τό ἀστυνομικό, καί δέν εἶμαι σέ θέση νά ἀναλύσω τό φαινόμενο. Ἡ προϊστορική ἐκείνη ἐποχή ὅμως μοῦ ἔχει ἀφήσει μερικές ἔντονες ἀναμνήσεις πού ἔχουν, νομίζω, κάποιο γενικό ἐνδιαφέρον.
Ἕνα εἶναι τό χαμηλότατο ἐπίπεδο τῆς βίας στά 1964, ’65, ’66. Τίς χρονιές ἐκεῖνες ὁ Ταχυδρόμος μοῦ εἶχε ἀναθέσει νά κάνω στό τέλος τοῦ χρόνου μιά ἐτήσια ἀνασκόπηση τοῦ ἐγκλήματος. Φυλλογύριζα λοιπόν ὅλες τίς ἐφημερίδες καί σημείωνα τίς σχετικές εἰδήσεις, προκειμένου νά γράψω ἕνα μεγαλούτσικο ἄρθρο. Ξέρω, ἑπομένως, μετά βεβαιότητος ὅτι οἱ φόνοι κάθε χρόνο δέν ξεπερνοῦσαν τούς δέκα, καί ἦταν κατά κανόνα εἴτε «διά λόγους τιμῆς» εἴτε «δι’ ἀσήμαντον ἀφορμήν», δηλαδή καυγάς στό χωράφι γιά ἕνα κούρβουλο.
Συγκρίνοντας μέ τά σημερινά νούμερα, τί συμπεράσματα ἔχουμε νά βγάλουμε; Μαῦρα κι ἄραχλα, ναί, τό ἐπίπεδο τῆς βίας εἶναι πολλαπλάσιο. Ἔχουμε ὅμως κάμει καί μιά σημαντική πρόοδο: Κανένας πλέον δέν σκοτώνει διά λόγους τιμῆς. Εὐτυχῶς ἀποδεσμεύσαμε τήν τιμή τοῦ ἄρρενος ἀπό τίς αἰσθηματικές ἐπιδόσεις τῶν θηλέων τῆς οἰκογένειας. Καί εὖγε μας!
Τό ἄλλο εἶναι ἕνα ἐπεισοδιάκι ὅταν, μέ τήν ἐπιβολή τῆς Χούντας, ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τοῦ περιοδικοῦ Ταχυδρόμος ὁ ἔμπειρος καί χαλκέντερος δημοσιογράφος Γεώργιος Ροῦσσος. Ἦταν μικροσκοπικός, μαυριδερός, ἀεικίνητος, νευρικός, κάπνιζε ὀγδόντα μέ ἑκατό τσιγάρα τήν ἡμέρα καί ἔπινε ἀπανωτά ἄλλους τόσους καφέδες. Ὁ Γεώργιος Ροῦσσος γύρισε τά μέσα ἔξω στό περιοδικό καί –ἀλοίμονο!– τοῦ διπλασίασε τήν κυκλοφορία, ἀπόδειξη ὅτι γνώριζε καλά τό τί πουλάει. Κατά τήν ἄποψή του τά ἀστυνομικά γιά νά πουλᾶνε ἔπρεπε νά ἔχουν ὀνόματα συγγραφέων πού νά ἀγγλοφέρνουν καί νά διαδραματίζονται στήν Ἀγγλία, ποτέ στήν Ἑλλάδα. «Δέν ἔχουμε ἐμεῖς ἐδῶ ὁμίχλες, κυρία Κακούρη!» μέ πληροφόρησε συνοδεύοντας ἔτσι τήν ἐντολή του νά γράψω γιά τό περιοδικό ἀστυνομικά διηγήματα μέ ἀνάλογες προδιαγραφές, καί δέν νομίζω πώς μέ συμπάθησε πολύ ὅταν τοῦ εἶπα πώς δέν ἤξερα τήν Ἀγγλία καί δέν μποροῦσα νά γράφω γιά πράγματα πού δέν ξέρω.
Γι’ αὐτό τό τελευταῖο μοῦ εἶχε δώσει πρίν ἀπό λίγα χρόνια ἕνα ἐξαιρετικό μάθημα ὁ Γιάννης Μαρῆς. Θά εἶχα δημοσιεύσει καμμιά δεκαριά διηγήματα, μέ ἥρωα τόν ἐπιθεωρητή Γεράκη, ὅταν, ἕνα πρωί, ἔλαβα ἕνα τηλεφώνημα. Μιά εὐγενική φωνή μοῦ εἶπε πώς λέγεται Γιάννης Μαρῆς, καί συνέχισε μέ καλά καί ἐνθαρρυντικά λόγια γιά τά γραψίματά μου, καί, τέλος, πολύ ἤπια, μοῦ πρόσθεσε: «Ἀλλά ξέρετε, ἐμεῖς στήν Ἑλληνική Ἀστυνομία δέν ἔχουμε Ἐπιθεωρητάς. Οἱ δικοί μας οἱ βαθμοί εἶναι ἄλλοι καί ἴσως θά ἔπρεπε…»
Θά ἔπρεπε –ἀφοῦ ἤθελα νά ἀσχοληθῶ μέ τήν ἀστυνομία–, θά ἔπρεπε νά ἀσχοληθῶ νά μάθω τά στοιχειώδη τουλάχιστον γι’ αὐτήν. Δέν τό εἶπε ἔτσι, ὠμά, ἀλλά αὐτό ἦταν τό μάθημα πού μοῦ ἔδωσε καί δέν τό ξεχνάω παρά τίς δεκαετίες πού πέρασαν: Ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἐνδελεχής τεκμηρίωση εἶναι ἀπό τά ἀπαραίτητα γιά μιά καλή ἀστυνομική ἱστορία.
Καί γιά νά μήν νομίσει κανείς πώς ὁ Γιάννης Μαρῆς μοῦ εἶχε κάμει ἐκεῖνο τό τηλεφώνημα ἀπό κάποιο αἴσθημα ἐκνευρισμοῦ πρός τήν ἀνήξερη πού αἰφνιδίως ἐμφανιζόταν μέ τόση αἴγλη στόν Ταχυδρόμο μέ ὁλοσέλιδα εἰκονογραφημένα ἀπό τόν Μπόστ, πρέπει νά πῶ καί τοῦτο: Σέ ἄλλο συγκρότημα ἐργαζόμουν ἐγώ καί σέ ἄλλο ἐκεῖνος, ἀλλά τήν πρώτη συνέντευξη πού ἔδωσα ποτέ ἐκεῖνος τήν ὀργάνωσε, στέλνοντάς μου ἕναν ρεπόρτερ τῆς Ἀπογευματινῆς, ὅπου καί τήν δημοσίευσε.
Δέν ξέρω ἄν ἐκείνη τήν στιγμή ἐξετίμησα ὅσο θά ἔπρεπε αὐτήν τήν χειρονομία του, ἀλλά συχνά ἔκτοτε ἔχω σκεφτεῖ τό παράδειγμα πού μοῦ ἔδωσε: τῆς ἀνοιχτῆς καρδιᾶς, δηλαδή, καί τῆς προθυμίας νά χαρεῖς, νά προωθήσεις ἀκόμη, τήν ἐπιτυχία ἑνός ἄλλου.
Tags: Αθηνά Κακούρη