Το αστυνομικό μυθιστόρημα: Θεραπεία ψυχής ή ηθικολογία πράξεων; (Α΄ Μέρος)
του Γιάννη Πανούση
To θέμα δεν είναι
από ποια πλευρά
βλέπεις ένα πράγμα
αλλά από ποια πλευρά
πέφτει η σκιά του
εάν βέβαια έχει σκιά
Γ. Β. Σιαφλάς, Η σκιά
Έχοντας πολλές φορές ασχοληθεί με τη θεωρία της αστυνομικής λογοτεχνίας [1], εμπνεόμενος πάντοτε από τη μαγεία της πρώτης στιγμής του αιφνιδιασμού, την εκλογίκευση της αρχικά παράλογης κατάστασης, τους αόρατους εχθρούς και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των διαπροσωπικών σχέσεων/συγκρούσεων, απόφασισα να προσεγγίσω τη θεματολογία και τη γραφή των συγγραφέων υπό το πρίσμα της ηθικής, της ψυχολογίας και της ιδεολογίας.
Η βία στη λογοτεχνία καλά κρατεί, είτε από την πλευρά των εν γένει ‘κακών’ [εγκληματιών, κατασκόπων, παρανομούντων οργάνων της Τάξης κλπ], είτε από την πλευρά της πολιτικοκοινωνικής έκ-ρηξης [τρομοκρατών, εμπολέμων κλπ] [2].Η βία εξακολουθεί να κινεί την Ιστορία, τη Μεγάλη, αλλά και τη Μικρή των απλών υπάρξεων. Οι ανθρώπινες καταστάσεις, ιδίως οι εγκληματογενείς/εγκληματογόνες, είναι σχεσιακές, αλληλένδετες κι αλληλοεξαρτώμενες [3], γι’ αυτό και η ακολουθία των ενεργειών συνιστά την πεμπτουσία τόσο της πραγματικής ζωής, όσο κι αυτής των Μύθων [4]. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο γεννήθηκε κι ενηλικιώθηκε το αστυνομικό μυθιστόρημα. Ανάμεσα στη Ζωή και στους Μύθους του Ανθρώπου.
Φανταστικές ή ονειρικές ιστορίες [κατά παράκαμψη/παραίσθηση της λογικής] [5], παράδοξες κινήσεις ιδιοφυούς εγκληματία-σκακιστή, ιερογλυφικοί γρίφοι [6], συνδυαστική οξύνοια και διαισθητική αντίληψη ντετέκτιβς που φτάνει μέχρι τη μαντική ικανότητα [7] χαρακτηρίζουν πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Το αληθοφανές υπερφυσικό ή το τυχαίο συμπτωματικό [8] δεν πρέπει όμως να οδηγούν σε ανόητες υποθέσεις επίλυσης [9],ούτε σε εύκολες υπαγωγές σε γραμμικούς κανόνες ερμηνείας. Το αλλόκοτο [10] [π.χ. ένας νεκρός που ξανασαλεύει ή ένα φριχτό τέρας (monstrum horrendum)] [11],αν και δεν ενυπάρχουν στη φύση της ζωής, πολλές φορές περι-γράφονται τόσο καλά από τον αφηγητή, ώστε μοιάζει σαν να μπορεί να συμβεί, αλλά προφανώς δεν συμβαίνει.
1. Το αστυνομικό ως ιστορικό [;] ανάγνωσμα
Η ακροβασία και η δύσκολη ισορροπία του αστυνομικού μυθιστορήματος στο πλαίσιο μιας ‘λογοτεχνίας του φανταστικού’ [ή και των φαντασμάτων;] [12], στην αναζήτηση της ένοχης απόλαυσης [13], στην προβολή του εξωτισμού [14] ή και στην ολισθηρότητα του πολιτικού αναστοχασμού [από το ‘παράθυρο του εγκλήματος κι όχι από την μπροστινή πόρτα του δοκιμίου] [15] υποχρεώνει τον συγγραφέα να παρ-ακολουθεί τη σπειροειδή κίνηση της Ιστορίας και να προσπαθεί να κατανοήσει τις παρεκκλίσεις της εξουσίας. Η ταραχώδης πολιτική ατμόσφαιρα πολλών περιόδων [16],η παραδοσιακή κλειστοφοβική κοινωνία [17] με τις οικογενειακές συγκρούσεις ζήλιας κι εκδίκησης [18], οι ανεξιχνίαστες ιστορικές δολοφονίες [19], τα οικονομικά παιχνίδια τραπεζών [20] κι επιχειρηματιών [21], τα οικολογικά θρίλερ [22], οι πανεπιστημιοπολιτικές διαπλοκές [23] συνθέτουν ένα παζλ, του οποίου πολλά κομμάτια είναι γνωστά αλλά τα βασικά στοιχεία, που θα ολοκληρώσουν την εικόνα, ελλείπουν. Έτσι τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: μπορεί και θέλει να παίξει η αστυνομική λογοτεχνία το ρόλο ενός [έστω επικουρικού] φορέα δημόσιας ιστορίας, είτε με τη λογική της διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης, είτε ως αφήγημα [ανεπίσημων] ντοκουμέντων που δικαιώνουν νικητές ή ηττημένους; Και κατ’ επέκταση: το αστυνομικό συνιστά μία τέχνη [και τεχνική;] εκπαίδευσης των αναγνωστών στον εντοπισμό χαμένων ταυτοτήτων, στη διαχείριση τραυμάτων ή στην άσκηση πολιτικής κριτικής;
Κατά τη γνώμη μου οι προσωπικοί και οι αστικοί μύθοι ευαίσθητων κεραιών και θεμάτων, με βάση τους ψυχισμούς παρελθόντων ετών, δεν συμβάλλουν στη δημιουργία χημείας αληθειών αλλά καλλιεργούν αλχημείες ιδεοληψιών. Η αναζήτηση των αυθεντικών ιστορικών γεγονότων θα πρέπει να συμβαδίζει με τη δεοντολογία του ίδιου του συγγραφέα ν’ αποφύγει να καταστεί [άθελά του;] κήνσορας/δικαστής/δήμιος ή να σκοτώσει τη μνήμη μέσω της λογοτεχνικής απόδοσης. Μπορεί στην τέχνη ‘ο σκοπός ν’ αγιάζει τα μέσα’ [24] αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας επιτρέπεται να πιέζει τον κάθε αναγνώστη να διαβάσει την αστυνομική ιστορία με τα δικά του μάτια ή να υιοθετήσει τα δικά του μηνύματα και τις υποκρυπτόμενες πολιτικές του αξίες [25].
Θεωρίες και πράξεις εκτός ορίων καθώς και κοινόχρηστοι μύθοι πολλαπλών ερμηνειών και συγκρουόμενων ηθικών καθηκόντων [26] δομούν κι αποδομούν τα εγκληματικά γεγονότα, αναδιατάσσοντας σχέσεις κι αναθεωρώντας αλήθειες. Οι διηγήσεις μνήμης, χωρίς την ανασκαφή του βάθους των παθών, οδηγεί σε αποκλίσεις οπτικής γωνίας, ικανής ν’ ανατρέψει τη λογοτεχνική αξία του αστυνομικού μυθιστορήματος [27]. Ωραιοποιήσεις, εξωραϊσμοί κι εξιδανικεύσεις [28], και κυρίως η ένταξη της αστυνομικής λογοτεχνίας στον κόσμο των ιδεών κι όχι των συναισθημάτων [29], ‘καθοδηγούν‘ τον αναγνώστη στο να ψάχνει για τον [ιδεολογικό;] εχθρό, για τον ‘κακό λύκο’ αντί να εντοπίζει τον ένοχο του συγκεκριμένου εγκλήματος [30]. Η κριτική και η αμφισβήτηση των αστικών αξιών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας στο βαθμό που δεν υποκρύπτει στοιχεία κοινωνικών ανατροπών, διότι τότε μετουσιώνεται σε μανιφέστο [31], το οποίο εκφεύγει από το χώρο της τέχνης στοχεύοντας στην πολιτική ‘αναγόρευση ηρώων ταξικής πάλης’ [32]. Η αστυνομική λογοτεχνία δεν καθίσταται λαϊκή λογοτεχνία επειδή δοξολογεί το προλεταριάτο, ως οιονεί-κόκκινη λογοτεχνία [33] ή επειδή διακινεί υποδόρεια ρατσιστικές και διχαστικές ψευδοθεωρίες. Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν απομυθοποιεί, ούτε απομαγεύει την Ιστορία γιατί οι δικοί του μύθοι [34] δεν είναι άλλοι από εκείνους της αρχαίας τραγωδίας [με τους δικούς της Μινώταυρους, τις θυσίες των θυμάτων, τις ενοχές των δραστών, τις εξιλεώσεις κλπ] και δεν σχετίζονται ευθέως με τα πολιτικά μυθεύματα.
2. Μύθοι αστυνομικής μυθοπλασίας
Οι μύθοι, ως πολιτισμικά φανερώματα, ως ‘ιστορίες που δεν έγιναν’ [35], αναπτύσσονται συνήθως σε κλειστά κοινωνικά συστήματα, αντανακλούν τοπικές κοινωνικές αξίες [36] και επηρεάζουν τη γραφή στο βαθμό που ερμηνεύονται σωστά οι ψυχικοί μηχανισμοί αντίδρασης [37], τόσο στο φαντασιακό επίπεδο της απωθημένης επιθυμίας, όσο και στη διαδικασία της ρήξης/εγκληματογένεσης. Οι φροϋδικοί ελεύθεροι συνειρμοί, όσο γοητευτικοί κι αν είναι στην ψυχανάλυση, στην Εγκληματολογία και στο αστυνομικό μυθιστόρημα δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τις αποδείξεις. Το παιχνίδι της φαντασίωσης, όταν αναμιγνύεται με έγκλημα, καταλήγει στην αλλοίωση των εννοιών και σ’ επικίνδυνες ατραπούς παρερμηνειών. Όπως είναι φανερό, το ασυνείδητο δεν μπορεί να επικυριαρχεί επί μακρόν στο συνειδητό διότι τότε δεν θα καταλογίζεται σε κανέναν ποινική ενοχή. Η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας μπορεί να είναι στιγμιαίο παίγνιον αλλά δεν αποτελεί τη βάση της δια-πλοκής. Η αληθοφάνεια γίνεται λογοτεχνικά αποδεκτή αλλά δεν επιτρέπονται οι παραπλανητικές παρακάμψεις της λογικής. Η ονειροφαντασία και το εξωπραγματικό έχουν όρια ως προς τη σχέση προσδοκώμενου και πιθανού [38]. Η χίμαιρα και η οπτασία δεν πρέπει να έχουν παραισθησιογόνο επίδραση [39] και να καταλήγουν σ’ επιστημονικές φαντασιώσεις. Το αστυνομικό πρέπει να βασίζεται σε ‘ό,τι είναι οι άνθρωποι’ κι όχι σε ‘ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν’ [40]. Το έγκλημα, κι όχι οι συναισθηματικές αποκλίσεις και προδοσίες [41] είναι αυτό που ορίζει την αθωότητα ή την ενοχή. Οι σχέσεις εγκληματικότητας και αποστέρησης [42] στο αστυνομικό μυθιστόρημα δεν κινούνται στο φαντασιακό, ακόμα κι όταν ολοκληρώνονται με μη-αναμενόμενο τρόπο [43]. Το πραγματικό έγκλημα, ως υλικό για συγγραφή αστυνομικής ιστορίας, μπορεί να μην αρκεί για να σχηματοποιηθεί πλήρως η μυθοπλαστική υπόθεση, καθότι ενδεχομένως οι ‘πραγματικότητες να είναι πολλές’ και έτσι συχνά να υπερβαίνουν τη φαντασία, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι ορθό να παραβιάζουν τους κανόνες της επιστήμης [44]. Το αστυνομικό αφήγημα του πραγματικού χώρου [45] προϋποθέτει και μεγαλύτερη επιστημονική ακρίβεια [46]. Το αστυνομικό ‘δεν είναι μια άλλη χώρα’ [47], αλλά ο δημόσιος τόπος και ο προσωπικός ζόφος, όπως διαπλέκονται στο έγκλημα κι όπως τα διαχειρίζεται μιά πάσχουσα κοινωνία [48]. Από την άλλη, πολλά πραγματικά εγκλήματα εμπνέονται από τη μυθοπλασία [49] με αποτέλεσμα οι δικηγόροι των ενόχων στα δικαστήρια να γίνονται ταυτόχρονα και υπερασπιστές των ηρώων στο αντίστοιχο αστυνομικό μυθιστόρημα [50]. Κατά τη γνώμη μου το αστυνομικό story δεν είναι ‘μία ιστορία απελευθέρωσης’, μία νόθα προσομοίωση διπλών μύθων [αγίου και εγκληματία] [51] ή αλλομορφίας [να είναι και να μην είναι ο κάθε ήρωας ο πραγματικός εαυτός του] [52], γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος ο μεν αναγνώστης να μετακινηθεί ανεπιγνώστως από τη μία στην άλλη άκρη του εγκληματικού φάσματος, ο δε συγγραφέας να ταυτισθεί με το έγκλημα [53]. Το παιχνίδι ανάμεσα στο ‘τι είναι και τι δεν είναι’ [54], δεν πρέπει ν’ αποκτά χαρακτηριστικά ενός απλού ‘σιγανού ψιθυρίσματος’,. ενός υπαινιγμού ή μιας ηχούς [55]. Το να είναι ένας ήρωας ταυτόχρονα μισάνθρωπος και ευαίσθητος [56], σοφός κι ελαφρύς [57], του ξεχωριστού και του συνηθισμένου, των παρασίτων και των στοιχειωμένων [58] δεν ενδιαφέρει τόσο, όσο οι όποιες αλληγορίες [59] να μην είναι ‘ξεκάρφωτες κι αλλοπρόσαλλες’, αλλά να αναφέρονται στην απροσδόκητη ή μη κάθαρση.
3. Το αστυνομικό ως ηθικό/ψυχολογικό αφήγημα
Αν το αστυνομικό είναι μία γοητευτική λογοτεχνία, με χιούμορ, δράμα, αγωνία, αν οι δολοφόνοι δεν είναι απλώς ‘χάρτινοι ήρωες’ αλλά οιονεί ζωντανά όντα με συναισθήματα και με παθιασμένους χαρακτήρες, τότε το όλο story δεν αποτελεί μία απλή κοινότοπη εξομολόγηση [60] ή μια συνταγή για υπαρξιακή φιλοσοφία ή έναν ειρωνικό whataboutism [που μεταφέρει τις ενοχές στους άλλους] [61], αλλά ενδεχομένως εκφράζει την ηθική άποψη του ίδιου του συγγραφέα [62] ή μία υποδόρια ‘ανοσιουργό-φιλοσοφία τύπου Σαντ’ [63]. Οι ήρωες μπορεί να είναι ή να μην είναι πρότυπα [64], να είναι υπερβολικά ηθικοί ή σκληρά ανήθικοι [65], όμως η επιθυμία του Κακού [66] και της θανατηφόρου απόλαυσης δεν δικαιολογεί ούτε τη -λογοτεχνική αδεία- ανήθικη δικαιοπλασία, ούτε τη διαμόρφωση ζωνών ηθικής αδιαφορίας [67]. Η καντιανή ηθικότητα του σεβασμού των νόμων [68] και της μη-επιλογής του Κακού, της παρανομίας και της αμαρτίας [69] δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τη δημιουργία της εντύπωσης ότι ‘η ευτυχία βρίσκεται μέσα στο Κακό’ [Bonheur dans le Mal] [70]. Από την άλλη, η αναγωγή της λογοτεχνίας στην πιστή απεικόνιση της πραγματικής ζωής αποστερεί κι αποστεώνει το φαντασιακό με συνέπεια οι εφιάλτες του Κάφκα και η συνειδητοποίηση της ψυχικής κόπωσης του Καμύ να χάνουν την αξία τους. Όλα συνεπώς είναι ζήτημα ισορροπίας. Αν το αστυνομικό συνιστά την τέχνη του λελογισμένου παράλογου, την τέχνη της εξεγερμένης συνείδησης, ένα σφαδασμό του υπόκωφου [71] τότε δεν πρέπει επίσης να εκφυλιστεί σε ‘μία λογοτεχνία των νεκροθαφτών’ [72], δηλαδή αποκλειστική αναπαράσταση των θανάτων και θανατώσεων. Η λακανική ψυχανάγνωση της λογοτεχνίας [73] επεκτείνεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα με μία εκδοχή συμβολικού παιχνιδιού [74], σημαινόντων και σημαινομένων [75], μεταμορφώσεων και μεταμφιέσεων [76]. Το φαντασιακό, το συμβολικό και το πραγματικό διαπλέκονται και μέσω της μετάθεσης, της μεταφοράς και της μετωνυμίας [77] αναδεικνύουν όλο το ψυχαναλυτικό βάθος των καταστάσεων [78], πέραν της αδρής περιγραφής των φόνων αυτών καθ’ εαυτών [79].
Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι όμως ούτε ένα διεγερτικό ναρκωτικό [80], το τέλμα ενός κακού ή μιας αυταπάτης [81], η απονομή μιας εσωτερικής δικαιοσύνης [82] ή εντέλει το αποτέλεσμα μιας οιονεί-μαγγανείας που κάνει τον αναγνώστη ‘να βλέπει τον κόσμο ανάποδα’ [δηλαδή να δια-κρίνει πρώτα τα κρυμμένα μυστικά, ενώ στη ζωή όλα στέκουν φανερά μπροστά του] [83]. Στο αστυνομικό οι ομόκεντροι κύκλοι του εγκλήματος και της τιμωρίας έχουν στο κέντρο τους την τρέχουσα ηθική, που αντιστοιχεί σε μία ‘αρχέτυπη μυθολογία’ [αίματος και ενοχής] [84], αλλά και η οποία συχνά ανατρέπεται από συγχύσεις ρόλων και συμβολισμών [π.χ ποιος είναι ο εγκληματίας, ποιο το θύμα και ποιος ο τιμωρός, ποιος ο προδότης και ποιος ο ήρωας (85) και ποιος ο ένοχος-θύμα;] [86].
Σε κάθε περίπτωση, προσωπικά δεν είμαι πεπεισμένος ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα εντάσσεται στην ‘τέχνη επιρροής’, η οποία μετατρέπει τη ζωή σε ιστορία [87], διαμορφώνει παράλληλα σύμπαντα [το πραγματικό και το φανταστικό] [88] ή ακόμα ότι έχει κατορθώσει να βάλει το φόνο στο σαλόνι [89]. Μία υπόθεση αγωνίας [suspense], μία θυματολογική οπτική του εγκλήματος [90] είναι χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε συγκεκριμένες σχέσεις και καταστάσεις αλλά όχι επαρκής και εξειδικευμένη ύλη για να βγάλουμε γενικά συμπεράσματα για την ανθρώπινη φύση.
4. O άμωμος ή δόλιος συγγραφέας
Στο ερώτημα ‘πόσο σκληρός και τρυφερός μπορεί να είναι ένας αστυνομικός συγγραφέας’ [91] ή αν θέλει να είναι ταυτόχρονα ποιητής, μυθογράφος και ιστορικός [92] εξαρτάται από το αν συνδυάζει το καθολικό με το μερικό ή το ατομικό, αν ξεχωρίζει την επιστημονική πτυχή από την ιδεολογία και κυρίως αν αποφεύγει ηρωοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις. Αν κρατάει αποστάσεις για να μη μετατραπεί [άθελά του;] σ’ έναν ηθικολόγο ή κοινωνιολόγο. Το πολιτισμικό ή τραγικό στοιχείο πρέπει να υπερέχει ακόμα κι όταν η αναφορά γίνεται στο ιστορικό παρελθόν [93] διότι οι μονοδιάστατες αλήθειες, σ’ έναν περίπλοκο κόσμο, δεν θεμελιώνονται πλέον ούτε στη μυθοπλασία [94]. Άλλωστε το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει ως βασικό στόχο να λειτουργήσει σαν ‘θεραπευτική λογοτεχνία’ [95].
Στρατευμένος, ιδεαλιστής, ανένταχτος, φορμαλιστής ο συγγραφέας οφείλει να μην πέσει στην παγίδα του ‘να γράψει όπως του είπανε’ [96], δηλαδή σαν πολιτικός διαφωτιστής, ούτε βέβαια να θέλει να γίνει του συρμού, με την έννοια της παραγωγής ‘καταναλωτικών έργων’. Η ιδεολογία ή η πολιτική στράτευση του συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών, ακόμα κι όταν παραβλέπει τη λογοτεχνική πλευρά του κειμένου του [ασχολούμενος με υπεράσπιση ιδεών (97)], δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το πλαίσιο του κοινωνικού μυθιστορήματος [98] και να καταλήγει σε μανιφέστο εξιδανικεύσεων [99]. Από τη ‘λευκή γραμμή’ [écriture blanche] του Ζ. Π. Σάρτρ μέχρι την ‘ουδέτερη γραμμή’ [écriture neutre] του Ρόλαντ Μπαρτ [100] αν παρεισφρέει κάτι άλλο πέραν της λογοτεχνικής γλώσσας, και μόνον αυτής, τότε δεν έχουμε αφηγητικό κείμενο συγκίνησης αλλά μπροσούρα με ιδιώματα αμφιθεάτρου ή μπαλκονιού.
Η ‘λογοτεχνία του θανάτου’ [101] διακρίνεται για τις συγκινήσεις κι όχι για την παραγωγή ιδεών [υπαρκτών ή ανύπαρκτων] [102], ούτε για το θεραπευτικό της χαρακτήρα [103]. Ο αστυνομικός συγγραφέας, όπως και ο εγκληματολόγος, δεν επιτρέπεται να είναι ‘παρτιζάνος’ [104], ορίζοντας εξαρχής ‘με ποιόν είναι’ [whose side are you on ?] [105]. Η κρυφή γοητεία της παρανομίας δεν δικαιολογεί σύγχυση ιδεολογίας και τέχνης. Μπορεί άλλοι συγγραφείς να γράφουν για να κάνουν τέχνη κι άλλοι να γράφουν για να εκφράσουν μία ιδέα [Ronald Barthes], αυτή όμως η διάκριση δεν πρέπει να χαρακτηρίζει το γράψιμο του αστυνομικού. Ακόμα κι αν θεωρούν μερικοί ότι η Agatha Christie εκπροσωπεί το φεμινιστικό αστυνομικό και ο Sir Arthur Conan Doyle το αρσενικό /ορθόδοξο [106], μάλλον κινούνται στο δογματικό επίπεδο κι όχι στα κείμενα αυτά καθ’ εαυτά. Οι όποιες στερεοτυπικές απεικονίσεις ανδρών/γυναικών/παιδιών σχετίζονται πολλές φορές με την κουλτούρα της εποχής, τα θεσμικά δεδομένα και τις επιστημονικές γνώσεις παρά με συνειδητές επιλογές του συγγραφέα [107]. Η λογοτεχνία, όπως και ο κινηματογράφος, εκφράζουν στάσεις, αξίες, πεποιθήσεις και συμπεριφορές μιας εποχής [108], ίσως -αλλά όχι πάντοτε- και μιας κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Οι απλοϊκές πάντως εντάξεις του συγγραφέα σε ιδεολογικοκοινωνικές ‘τάσεις’ συνήθως πέφτουν έξω.
Όταν όμως ο συγγραφέας επιχειρεί αντιστροφές στο ηθικό πεδίο, μέσα από παιχνίδια ταυτίσεων [109] ή προβολής μιας αφύσικης φύσης, όταν φαντασιώνεται ενοχές των ‘άλλων’ [110], αφού οι ήρωές του είναι ‘ανάξιοι να κάνουν κακές πράξεις’ [111], τότε δεν υπηρετεί κάποιο ‘καταπραϋντικό σύστημα’ [112] αλλά μία μονομανία νοθευμένης έμπνευσης [113], η οποία συχνά συνδυάζεται με θολούρα εννοιών. Μέσα από μία μετα-φυσική ή μετα-λογική γραφή, ο αστυνομικός συγγραφέας αντί να παρατηρεί, να σημειώνει και να σκέφτεται [114] αυτοπαγιδεύεται σ’ ένα ναρκισσισμό ευφυούς σεναρίου κι απροσδόκητης λύσης μυστηρίου ως[δόλιο;] αυτοσκοπό.
Η τριλογία της λογοτεχνίας ‘Έρωτας-Θάνατος-Εξουσία’ δεν είναι μόνο λέξεις [115]. Είναι ουσία. Συνεπώς ο αστυνομικός συγγραφέας δεν είναι υπεύθυνος μόνο γι’ αυτό ‘που λέει ότι σημαίνει η κάθε του λέξη’ αλλά και για την προκαλούμενη ‘πλάνη προθέσεων’ [intentional fallacy] κι επαληθεύσεων [116], που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη, μέσω απαγορευμένων κι αυτοδιαψευδόμενων τεχνικών, οι οποίες συγκροτούν μία διαφορετική από την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Από την άλλη, τα συμβατικά αστυνομικά δεν πρέπει να ευθυγραμμίζονται [αθώα;] με την κοινή γνώμη [το περί δικαίου αίσθημα του λαού;] [117]. Στον αστυνομικό συγγραφέα δεν συγχωρείται ούτε η έλλειψη φαντασίας, ούτε ο άκρατος σκεπτικισμός [118] [του τύπου: το Κακό είναι μία συνέπεια του Καλού (119) ή η ονειροπόληση είναι μία συνέχεια της χαμένης ηδονής (120)],ούτε η ένταξή του στο life style και το show business.
Η ηθική δύναμη της λογοτεχνίας δεν είναι το nemo impune lacessit [κανένα δεν αφήνει ατιμώρητο] [121], ούτε το ενδιαφέρον της μόνο για την εξομολόγηση του εγκληματία. Μπορεί πολλές φορές να επικρατεί ‘η γοητεία του φιδιού’ [122], αλλά αυτό δεν καθιστά τον αστυνομικό συγγραφέα un poète maudit [καταραμένο ποιητή] [123], ένα δυσοίωνο πουλί που κράζει θάνατο [124], έναν εκφραστή της λογικής τρέλας [125], έναν απόκοσμο [126], έναν περιθωριακό [127], ένα σκοταδιστή με ένοχα μυστικά [128]. Από την άλλη όπως ο φιλόσοφος δύσκολα γίνεται πολιτικός, όπως ο άνθρωπος του μίσους δύσκολα γίνεται άγιος, έτσι και ο αστυνομικός συγγραφέας δύσκολα θα γίνει πολιτικός συγγραφέας [μηνυμάτων;] και οιονεί-ιστορικός συγγραφέας (αληθειών;) [129]. Παρά την πολλές φορές γραμμική ανάλυση/ανάπτυξη των αστυνομικών ιστοριών, η πολιτική οπτική/αφετηρία του συγγραφέα συχνά επικαθορίζει διάφορα στοιχεία [δραστών, θυμάτων, καταστάσεων κλπ] [130], δίχως όμως να παραβιάζει τα όρια της λογοτεχνικής δεοντολογίας. Περιοδικά, μυθιστορήματα, ταινίες με αστυνομικό περιεχόμενο αντανακλούν την εποχή τους σε όλα τα επίπεδα [131] χωρίς όμως αναγκαστικά ο συγγραφέας ν’ ακολουθεί την τρέχουσα ηθική προσέγγιση του εγκλήματος [132]. Πάλι πρόκειται για ζήτημα ισορροπίας. Αν και αρκετοί θεωρούν το αστυνομικό μυθιστόρημα ‘ως τη μεγάλη ηθική λογοτεχνία της εποχής’ [133], πιστεύοντας ότι ‘η φωνή του συγγραφέα πρέπει να συντονίζεται με την ηχητική του καιρού της’ [134] η αλήθεια βρίσκεται στη μέση κι αφορά στην ανεξαρτησία σκέψης και γραφής. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο κάθε συγγραφέας κουβαλάει πάντοτε μαζί του ‘τον κόσμο του’. Συχνά αυτοδικάζεται αποφεύγοντας όμως ‘να βάλει τα πράγματα σε κονσέρβα’ [135]. Άλλωστε το πάθος δεν βρίσκεται στο χαρτί αλλά ‘μέσα του’ [136], στα φαντάσματά του, στην αποκρυπτογράφηση του εαυτού του. Όπως τα ποιήματα του Ζαν Ζενέ εθεωρούντο ‘εγκλήματα εκ προμελέτης’ [137], έτσι και ο αστυνομικός συγγραφέας διατρέχει τον κίνδυνο να μην πιστεύει το κοινό πως γράφει για τον κλέφτη ή τον δολοφόνο, αλλά ότι γράφει σαν κλέφτης ή σαν δολοφόνος [138], σαν ‘αντικοινωνικός επαναστάτης’ [139], σαν ασπαστής του Κακού [140]. Άλλοι ισχυρίζονται ότι ‘ο συγγραφέας κρύβεται συχνά πίσω από την εικόνα του’ [141] ή ότι ‘οι μύθοι της γέννησης των ηρώων’ [142] συνοδεύονται από προσωπικές αντιλήψεις και αμφισημίες εκτροπής [βουτιά στο έγκλημα] [143] ή καθαγιασμού του εγκληματία [144].
Όλα όμως θα κριθούν από το κείμενο κι όχι από τις προθέσεις.
Υποσημειώσεις - Παραπομπές
[1] Γ. Πανούσης, Ένοχοι και ενοχές-εγκληματολογικές επιστήμες κι αστυνομικό μυθιστόρημα, γ’ εκδ., Α. Σάκκουλας 2010 - του ίδιου, Αστυνομικά ερωτήματα αναζητούν συγγραφέα, Νέα Εστία 175/2014, 630-651 - του ίδιου, Ο φόνος στην τέχνη και η τέχνη του αιματηρού θεάματος, Αναγνώστης 2016/3, 128-165 - του ίδιου, Ποιος επηρεάζει ποιόν στην αστυνομική λογοτεχνία;, Το Δέντρο 212-213/2017, 47-69 - του ίδιου, Προ των πυλών της τεχνολογίας και των συμπληγάδων της πολιτικής και του λαϊκισμού, Θέματα Λογοτεχνίας 57/2017, 115-134 - του ίδιου, Λογοτεχνία του παλαιού Καλού ή του νέου Κακού;, Πόρφυρας 167/2018, 113-123
[2] Α. Μακρυδημήτρης, Οι δρόμοι της αυτοδικίας στην ελληνική λογοτεχνία [παρουσίαση βιβλίου Γ. Παπακώστα, Πού μας πάει αυτό το αίμα;, Πατάκης 2017], Νησίδες/ΕφΣυν 17-18/11/18
[3] Γερ. Κακολύρης, Οι άνθρωποι ως αλληλοεξαρτώμενα όντα, Καθημερινή Κυριακής 11/11/18
[4] Κ. Γεωργουσόπουλος, Περί μύθων, Βιβλιοδρόμιο/Νέα 7-8/7/18
[5] Τζούλιαν Σά’ι’μους, σε Έντγκαρ Άλαν Πόε, Διηγήσεις , Γράμματα 2011, 14-17
[6] Ε. Α. Πόε, Οι δολοφονίες της οδού Μόργκ, οπ.π., 27-30,45
[7] Ε. Α. Πόε, Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ, οπ.π., 69-70
[8] οπ.π., 89
[9] Ε. Α. Πόε, Ο μαύρος γάτος, οπ.π., 129
[10] Ε. Α. Πόε, Λιγεία, οπ.π., 201
[11] Ε. Α. Πόε, Το κλεμμένο γράμμα, οπ.π., 251
[12] John Connolly, Το κυνήγι των φαντασμάτων, μτφ. Τ. Μαθιουδάκη, Bell 2018-πρβλ. Κ. Γεωργουσόπουλος, Τα αβγά του φιδιού, Βιβλιοδρόμιο 25-27/1/19
[13] Δ. Δουλγερίδης, Η ηθική της παρηγορίας, Βιβλιοδρόμιο 13-14/10/18
[14] Μικέλα Χαρτουλάρη, Τι κρύβουν και τι αποκαλύπτουν οι Λάρσον, Νέσμπο, Νταλ και σία, Νησίδες 28-29/7/18
[15] Μ. Πιμπλής [συνέντευξη με Π. Μάρκαρη] ‘Δεν βρίσκω συγγραφέα με πολιτικό λόγο’, Βιβλιοδρόμιο 4-5/8/18
[16] Φ. Φιλίππου, Δολοφονίες και απεργίες πείνας [παρουσίαση βιβλίου Adrian McKinty, Κρύο χώμα, μτφ. Θ. Καραγιαννόπουλος, Οξύ 2018], Βήμα 9/9/18
[17] Αλέξης Σάλτης, Εναντίον όλων, Ποικίλη Στοά 2018
[18] Φ. Φιλίππου, Φόβος, ζήλια και εκδίκηση [παρουσίαση βιβλίου Claude Amoz, Παιχνίδι στο Καμένο Δάσος, μτφ. Β. Χατζάκη, Εξάντας 2018], Βήμα Κυριακής 25/11/18
[19] Έφη Μαρίνου ‘Να προλάβουμε το έγκλημα... υπέρ Ελλάδος’ [υπόθεση Πόλκ, μυθιστόρημα Σοφ. Νικολαΐδη ‘Χορεύουν οι ελέφαντες’], ΕφΣυν 17-18/11/18 - Π. Αμυράς, Ο λιμός, Διόπτρα 2018
[20] Φ. Φιλίππου, Τράπεζες, Δικαιοσύνη, ανθρώπινες τραγωδίες [παρουσίαση βιβλίου Αντρέα Καμιλέρι, Αναφορά του Μάουρο ,μτφ. Φ. Ζερβού, Πατάκης 2018 - Gianrico Carofiglio, Με μάτια κλειστά, μτφ. Α. Παπασταύρου, Gutenberg 2018], Βήμα Κυριακής 4/11/18
[21] Γρ. Αζαριάδης, Σκοτεινός λαβύρινθος, Μεταίχμιο 2018
[22] Άμπι Τζίνι, Οι φυλακές του φωτός, μτφ. Τ. Κοβαλένκο, Καστανιώτης 2018
[23] Π. Μάρκαρης, Σεμινάρια φονικής γραφής, Γαβριηλίδης 2018 - E. O. Chirovici, Το βιβλίο των κατόπτρων, μτφ. Α. Καλοκύρης, Πατάκης 2017
[24] Κ. Γεωργουσόπουλος, Περί μέσων και σκοπών, Νέα 20-21/10/18
[25] Τ. Θεοδωρόπουλος, Η πιο βάρβαρη λογοκρισία, Καθημερινή Κυριακής 30/9/18
[26] Κ. Γεωργουσόπουλος, οπ.π.
[27] Δ. Ραυτόπουλος, Η νέκυια και η ύβρις [παρουσίαση βιβλίου Αλ. Κοτζιά, Τα παιδιά του Κρόνου, επιμ. Μ. Ρώτα, Πατάκης 2018], Βιβλιοδρόμιο 20-21/10/18
[28] Δ. Κανελλόπουλος, Ο θάνατος του Αστρίτη, Κίχλη 2018
[29] Συνέντευξη Ντμίτρι Γκλουκόφσκι, σε Δ. Μαρίνο ‘Πάντα θέλουμε να έχουμε απέναντί μας έναν εχθρό’, Καθημερινή Κυριακής 21/10/18
[30] οπ.π.
[31] Χρ. Κουλούρη, Λογοτεχνία και πολιτική - Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Καστανιώτης 1996, 162, 311επ., 373
[32] οπ.π., 413 επ.-
[33] Κ. Καλφόπουλος, Ο ‘κόκκινος κύκλος’ του ‘πολάρ’, Πολάρ-2, Δεκ.2018, 71-74
[34] Κ. Γεωργουσόπουλος, Περί μύθων, Νέα 7-8/7/18
[35] Γιάννης Αναστασίου, Μυθοπλασία και κοινωνική ιδεολογία, Πολίτης 74/Δεκ.1986, 49
[36] Αλεξ. Αντωνίου, Diastixo 27/9/18 [για την ισλανδική αστυνομική μυθιστοριογραφία - Indridason, Sigurdardottir]
[37] Ν. Νικολαΐδης, Μύθοι και γραφή, μέσα προσέγγισης του ψυχικού μηχανισμού, σε D. Anzieu, Φρ. Καραπάνου, J. Gilbert, Α. Green, Ν. Νικολαΐδης, Α. Ποταμιάνου, Ψυχανάλυση κι ελληνική κουλτούρα, μτφ. Μ. Φραγκόπουλος, Ράππα 1983, 235-255(249)
[38] Κ. Μωκλαίρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, οδός Πανός 151/2011, 22-24
[39] οπ.π., 40 επ.
[40] Συνέντευξη Αθηνάς Κακούρη, σε Στ. Καβαλλιεράκη και Ηλία Κανέλλη, ‘Αθηνά Κακούρη: Αιρετική;’, the book’s journal 32/2018, 46
[41] K. Kαλφόπουλος, Γειά σου Σούλα [ή ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με φόνο], the book’s journal, οπ.π., 19
[42] D. W. Winnicott, Αποστέρηση και παραβατικότητα, μτφ. Μ. Καλατζή κ.α, προλ. Jan Abram, Γαβριηλίδης 2018
[43] Μ. Πετροπούλου, Λογοτεχνία και ψυχικό τραύμα [παρουσίαση βιβλίου Φ. Τσαλίκογλου, Ο Έλληνας ασθενής, Καστανιώτης 2018],Νησίδες 29-30/12/18
[44] Γ. Νικολόπουλος, Έγκλημα και Λογοτεχνία, Λεξικό Εγκληματολογίας [επιμ. Κ. Σπινέλλη, Ν. Κουράκης, Μ. Κρανιδιώτη],Τόπος 2018, 410-413
[45] Τ. Μιχαηλίδης / Α. Μιχαηλίδης, Το νεανικό αστυνομικό αφήγημα-από τον Έριχ Καίστνερ στον Άντριαν Λέιν, Πολάρ -1/2018, 10
[46] Ιωσήφ Καμπανάκης, Αστυνομική ιστορία και πραγματικότητα, Πολάρ-1, οπ.π., 90-92
[47] Κ. Καλφόπουλος, Η πρηνής θέση του σκοπευτή, Πολάρ-2, οπ.π., 112
[48] Γ. Ράγκος, Αθήνα και αστυνομική λογοτεχνία, Η Πόλη Ζει 3/12/18 - Γρ. Αζαριάδης, Κοινωνία, όπως λέμε νουάρ, Βιβλιοδρόμιο 26-27/1/19
[49] Πιέρ Λεμέτρ, Ιρέν, μτφ.Κλ. Νεβέ, Μίνωας 2018
[50] M. Katzkrefeld, Η σέχτα, μτφ. Τ. Σταύρου, Ψυχογιός 2018
[51] Donald D. Laing, David G. Cooper, Λόγος και Βία, πρόλογος J. P. Sartre, μτφ. Λ. Κασίμη / Φ. Τερζάκης, Praxis 1983,75,78,93
[52] οπ.π., 80 - Για την εναντίωση με τον εαυτό σου βλ. Ε. Α. Πόε, Ο μαύρος γάτος, οπ.π., 132 - Για το ενσυνείδητο ον που κάνει να είμαστε ο εαυτός μας βλ. Ε. Α.Πόε, Μορέλα, οπ.π., 365-366
[53] D. D. Laing, D. G. Cooper, οπ.π., 82-83
[54] Ε. Α. Πόε, Χειρόγραφο..., οπ.π., 278
[55] Ε. Α. Πόε, Ουίλιαμ Ουίλσον, οπ.π., 292-293
[56] Ε.Α.Πόε, Η μακρόστενη κάσα, οπ.π., 388
[57] Ε. Α. Πόε, Σαλταπήδας, οπ.π., 441
[58] Ε. Α. Πόε, Το χιλιοστό δεύτερο παραμύθι της Σεχραζάτ, οπ.π., 496 - Τέσσερα ζώα σε ένα [Ο άνθρωπος –καμηλοπάρδαλης], οπ.π., 537
[59] Ε. Α. Πόε, Ο βασιλιάς Πανούκλας, οπ.π., 555
[60] Ν. Κουρμούλης, ‘Δεν είναι λογοτεχνία η κάθε εξομολόγηση’ [παρουσίαση βιβλίου Dragan Velikic, Ο ιχνηλάτης, μτφ. Ισμ. Ραντούλοβιτς, Καστανιώτης 2018], Βιβλιοδρόμιο 29-30/9/18 - James Hogg, Οι εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου, εισ./μτφ. Ι. Ηλιάδη, Εξάντας 2018
[61] Π. Τατσόπουλος, Whataboutism, Νέα 29-30/9/18
[62] Αποσπάσματα από το έργο του Καμίλ Μωκλαίρ, Η ευφυία του Ε.Α Πόε,στο Ε.Α.Πόε - Mία απρόσωπη τέχνη, οδός Πανός 151/2011,15-44 - πρβλ. Τ. Ψαρράς, Έχω την ιδεολογία που φέρουν οι ταινίες μου’, ΕφΣυν 25-27/1/19
[63] Μ. Ρήγου, Εκδοχές του νόμου - Kant, Sade, Kafka, Πλέθρον 2011, 16
[64] οπ.π., 232 , αναφορά σε R. Girard [Το εξιλαστήριο θύμα, Εξάντας 1991, 281-367]
[65] Μ. Ρήγου, οπ.π., 236
[66] οπ .π., 257, 263, 287
[67] οπ.π., 430 επ.
[68] οπ.π., 15
[69] οπ.π., 30, 75
[70] οπ.π., 207 [έκφραση Lacan]
[71] Κατ. Σχινά, Ο δίκαιος Αλμπέρ, the book’s journal 28/2013,52
[72] Πόνημα του Ρ. Γκαρωντύ, το οποίο αναφέρει ο Jean-Jacques Brochier, Καλή και κακή φήμη του Κάφκα, Διαβάζω 50/1982, 103
[73] Θ. Τζούλης, Το ασυνείδητο και η συμβολική τάξη [από το Freud στο Lacan], Αθήνα 1985, 12
[74] οπ.π., 29-30
[75] οπ.π., 67
[76] οπ.π., 102
[77] οπ.π., 115
[78] οπ.π., 117 [phénotexte-génotexte κατά την Julia Kristeva] - πρλβ. William Boyle, Gravesend, μτφ. Αλκ. Τριμπέρη, Πόλις 2018 [για τους ηττημένους]
[79] Θ.Τζούλης, οπ.π., 117
[80] Γκ. Γιάνους, Κουβεντιάζοντας με τον Κάφκα - Εντυπώσεις και αναμνήσεις, μτφ. Τ. Τόλια, Κέδρος 1978, 39, 47
[81] οπ.π., 53
[82] οπ.π., 109
[83] οπ.π., 142-143
[84] Ι. Γιαμπλόνκα, Ζαν Ζενέ - Οι ανομολόγητες αλήθειες, μτφ. Γ. Στρίγκος, Καστανιώτης 2008, 232
[85] οπ.π., 248, 255
[86] οπ.π., 278
[87] Μιχ. Μοδινός, Η ζωή ως Ιστορία [και το αντίστροφο] [παρουσίαση βιβλίου Μπέρνχαρντ Σλινκ, Όλγα, μτφ. Απ. Στραγαλινός, Κριτική 2018], Βιβλιοδρόμιο 12-13/1/19 - Βλ. και Συνέντευξη Γ. Λεονταρίτη, σε Γ. Ράγκος, Ο Γιάννης Μαρής και τα ‘πολύπλοκα μυστήρια’ της υπόθεσης Πόλκ, Πολάρ-2, οπ.π., 12-17
[88] Αλ. Μυροφορίδης, Παράλληλη πλοκή στην αστυνομική μυθοπλασία, Πολάρ-2, οπ.π., 39-41
[89] Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Η σχέση ατόμου και κοινωνίας θυμίζει περισσότερο την κίνηση του εκκρεμούς, Πολάρ-2, οπ.π., 32
[90] Δ. Παναγιωτάτος, Ένα πρωτοποριακό νέο είδος αστυνομικού: Το γαλλικό suspense, Πολάρ-2, οπ.π., 66-67
[91] Γ. Σταματόπουλος, Σκληρός και τρυφερός συγγραφέας, ΕφΣυν 20/11/18
[92] Π. Μπουκάλας, Οι ποιητές, οι μυθογράφοι, οι ιστορικοί, Καθημερινή Κυριακής 24/6/18 - πρβλ. Ποιητής, διανοητής, φιλόσοφος, κοσμογονιστής, λογοτέχνης (για τον Ε. Α. Πόε), Γ. Μίχαλος, Ο τελευταίος χρόνος, οδός Πανός, οπ.π., 87
[93] Μ. Βασιλειάδου ‘Αυτό που λέμε ιστορικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει’ [συνέντευξη με Σεμπάστιαν Μπάρι], Καθημερινή Κυριακής 4/11/18
[94] Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Η κίνηση του εκκρεμούς – Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017, Πόλις 2018
[95] Αργ. Μαντόγλου, Η λογοτεχνία ως θεραπεία [παρουσίαση βιβλίου Fabio Stassi, Η χαμένη αναγνώστρια, μτφ. Δ. Δότση, Ίκαρος 2018], ΕφΣυν 10-11/11/18 - βλ. και Μ. Βασιλειάδου, Η λογοτεχνία ως θεραπεία και ταξίδι, Καθημερινή Κυριακής 19/8/18
[96] Τίτος Πατρίκιος, Μάθημα πως πρέπει να γράφουμε..., Το Δέντρο 222-223/18, 131
[97] Φ. Φιλίππου, Το έγκλημα, η απόλαυση, το κέρδος [παρουσίαση βιβλίου Έρνεστ Μαντέλ, Απολαυστικός φόνος, μτφ. Ηρ. Χριστοφορίδης, Ένεκεν2017], Βήμα Κυριακής 29/10/17
[98] Συνέντευξη Φ .Φιλίππου, σε Public Blog 5/10/17
[99] Συνέντευξη Κ. Καλφόπουλου, σε Diastixo 17/7/17
[100] Β. Δανέλλης, Αλμπέρ Καμύ, CLM-2, 2017, 92
[101] Για το επέκεινα, βλ. Κ. Μωκλαίρ, οπ.π., 36 επ.
[102] Αντίθετη άποψη Μόσχος Μορφακίδης-Φυλακτός, Το λαϊκό μυθιστόρημα και η προώθηση κοινωνικών και πολιτικών ιδεών: Η Εβραία του Επαμεινώνδα Κυριακίδη, σε Περιλήψεις Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου ‘Το ελληνικό ‘λαϊκό’ μυθιστόρημα του 19ου αιώνα: Θεωρητικά ζητήματα’, Κομοτηνή 25-27/5/18. Τμήμα Ιστορίας-Εθνολογίας / ΔΠΘ - Επίσης βλ. Henri Tonnet, Για την ιδεολογία σε τρία ελληνικά λαϊκά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, σε Περιλήψεις Συνεδρίου, οπ.π. - Κ. Μωκλαίρ, οπ.π., 18
[103] Γ. Νικολόπουλος, οπ.π., 411
[104] Ngaire Naffine, Feminism and Criminilogy, Cambridge, Polity Press 1997, 38 επ.
[105] οπ.π., 40
[106] οπ.π., 125 επ.
[107] Ann-Louise Shapiro, Breaking the codes-female criminality in fin-de-siècle Paris, Stanford University Press, California 1996, 49-93
[108] Evanthia Synodi, Comparative education, films and culture - Initial teacher education in Greece, in P. Calogiannakis, Tien Hui Chiang, J. Spiridakis, Th. Babalis [eds] Interculturalism in the 21st century-prospect and challenges, Nicosia 2018, 198-212
[109] D. D. Laing, D. G. Cooper, οπ.π., 88-89
[110] οπ.π., 94, 98
[111] Ε. Α. Πόε, Εσύ είσαι ο δολοφόνος, οπ.π., 372
[112] Ε. Α. Πόε, Το σύστημα του Δρος Πίσσα και του Καθηγητή Φτερά, οπ.π., 461
[113] Γρ. Μπέκος, ‘Η έμπνευση δεν είναι καθόλου κυρία’ [συνέντευξη με Κική Δημουλά], Βήμα Κυριακής 2/12/18
[114] Walter Isaacson, Leonardo Da Vinci - Η βιογραφία μιας μεγαλοφυίας, μτφ. Χρ. Μπαρουξής, Ψυχογιός 2018
[115] Κ. Γεωργουσόπουλος, Η γοητεία του λέγειν, Βιβλιοδρόμιο 1-2/12/18 - Αλέξης Σταμάτης, Σινεμά και λογοτεχνία: Δάνεια και αντιδάνεια, Βήμα Κυριακής 26/8/18
[116] Βλ. άποψη Β. Καραποστόλη για ‘αμετατροπία’, σε Η αδιαχώρητη κοινωνία, Πολύτυπο 1985, 179
[117] Ε. Α. Πόε, Το κλεμμένο γράμμα, οπ.π., 246
[118] Ε. Α. Πόε, Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μπουκάλι, οπ.π., 270
[119] Ε. Α. Πόε, Βερενίκη, οπ.π., 308
[120] οπ.π., 312 - βλ. και του ίδιου, Ο Οίκος των Ωσέρ, οπ.π., 319
[121] Ε .Α. Πόε, Το βαρέλι του Αμοντιλλάδο, οπ.π., 348
[122] Ε. Α. Πόε, Το σύστημα του Δρος Πίσσα..., οπ.π., 470
[123] Εμίλ Λωβριέρ, Μία νοσηρή ευφυία - Το έργο του Ε.Α.Πόε, οδός Πανός, οπ.π., 48 - βλ. άποψη για τον Πόε ως ποιητή, σε Γ. Μίχαλος, Ο τελευταίος χρόνος, οδός Πανός, οπ.π., 87-89 - Αλ. Στεργιόπουλος, Πόε: Η καταραμένη ιδιοφυία, οδός Πανός, οπ.π., 110
[124] Ε. Λωβριέρ, οπ.π., 55
[125] οπ.π., 69-70
[126] Ειρ. Βρης, Ε.Α.Πόε, Ο υπόκοσμος, οδός Πανός, οπ.π., 92
[127] Π. Μ. Ζερβός, Το διήγημα του Ε. Α. Πόε, οδός Πανός, οπ.π., 120
[128] Χρ. Θεοφιλάτος, Ε. Α. Πόε - Το ασύγκριτα προτιμότερο βελούδινο σκότος, οδός Πανός, οπ.π., 108-109
[129] Φ. Φιλίππου, Δολοφονίες στην Αθήνα [παρουσίαση βιβλίου Philip Kerr, Φοβού τους Δαναούς, μτφ. Γ. Μαραγκός, Κέδρος 2018], Βήμα Κυριακής 6/1/19 - πρβλ. Δ. Μαμαλούκας, Καλά νέα για τους λάτρεις του Κινγκ, Καθημερινή 5-6/1/19
[130] Γρ. Αζαριάδης, Μερικές σκέψεις για το ελληνικό νουάρ, Βιβλιοδρόμιο 12-13/1/19 - Φ. Φιλίππου, Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν: Το πορτραίτο ενός πολιτικού συγγραφέα, Πολάρ-2, οπ.π., 21
[131] Α. Δάρδα-Ιορδανίδου, Φ. Φιλίππου, Το αστυνομικό μυθιστόρημα και η Γενιά του Τριάντα, Πολάρ-2, οπ.π., 9 - Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Η σχέση...., Πολάρ-2, οπ.π., 29-32
[132] Στρ. Μυρογιάννης ,Έγκλημα και τιμωρία: Η έννοια της ηθικής στην αστυνομική λογοτεχνία, Πολάρ-2, οπ.π., 25 επ.
[133] Βλ. άποψη Μανσέττ, σε Κ. Καλφόπουλος, Ο ‘κόκκινος κύκλος’ του ‘πολάρ’, Πολάρ-2, οπ.π., 73
[134] Λίνα Παντελέων, Η Ελλάδα των συγγραφέων [παρουσίαση βιβλίου Σταυρούλας Παπασπύρου, Χωρίς μαγνητόφωνο, Πόλις 2018], Καθημερινή 5-6/1/19
[135] Γ. Γιάνους, οπ.π., 31
[136] οπ.π., 33, 113 - Για τ’ απωθημένα του συγγραφέα, βλ. Θ. Τζούλης, οπ.π., 109, ιδίως για τον Ε.Α.Πόε, 113
[137] Πρόλογος Ζ. Π. Σάρτρ, σε Ζαν Ζενέ, Οι νέγροι, μτφ. Μ. Λάζου, Δωδώνη, Αθήνα, χ.χρ., 10
[138] οπ.π., 16
[139] Ι. Γιαμπλόνκα, οπ.π., 16
[140] Ζ. Π. Σαρτρ, Ο Άγιος Ζαν Ζενέ-κωμωδός και μάρτυρας, μτφ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, Εξάντας 1990
[141] Ι. Γιαμπλόνκα, οπ.π., 16
[142] οπ.π., 19
[143] οπ.π., 77
[144] οπ.π., 27
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Οδός Πανός», 188 / 2020, σσ. 103-121
Tags: Γιάννης Πανούσης