Παυλιώτης Αργύρης: "Καβαλάρης"

Written on . Posted in Διηγήματα

Tο Σάββατο, 28 Αυγούστου, βρέθηκε το πτώμα μιας νέας γυναίκας μέσα σε ένα τσουβάλι, σε ερημική και απότομη πλαγιά που έβγαζε στη θάλασσα, ανάμεσα στην Επανομή και την Ηράκλεια. Η ταυτότητά του θύματος έγινε γρήγορα γνωστή, αφού είχε δηλωθεί η εξαφάνισή της. Επρόκειτο για τη φιλόλογο Βούλα Υφαντή, ετών 33, σύζυγο του φαρμακοποιού Γιάννη Τερζίδη, η οποία υπηρετούσε σε λύκειο της Ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Λίγες μέρες αργότερα, συγκεκριμένα την Τρίτη, 7 του Σεπτέμβρη, με επισκέφτηκε ο χαροκαμένος πατέρας της, ένας εβδομηντάχρονος λεπτός ξερακιανός άντρας, με έκδηλα τα σημάδια του πόνου στο αξύριστο πρόσωπό του. Σκουπίζοντας συνέχεια τα δάκρυά του, που δεν στέρεψαν ούτε στιγμή, μου είπε πως είναι απογοητευμένος από την αστυνομία και μου ζήτησε να αναλάβω εγώ να βρω το δολοφόνο. Διατύπωσε μάλιστα κάποιους υπαινιγμούς για πιθανή συμμετοχή του γαμπρού του στο έγκλημα.

«Γιατί το λέτε αυτό;»

«Γιατί…, γιατί έχει εξελιχθεί σε κάθαρμα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο καλό παιδί ήταν, της εκκλησίας, του κατηχητικού, αλλά τον χάλασε το πολύ το χρήμα. Μεγάλο κακό η απληστία».

Τον άφησα να φύγει, αφού πρώτα του ζήτησα μερικές βασικές πληροφορίες και μία φωτογραφία της νεκρής. Σκάναρα τη φωτογραφία και την πρόβαλα στη μεγάλη οθόνη που έχω στο γραφείο μου. Μετά φώναξα από τα διπλανά γραφεία τους συνεργάτες μου, τον Πέτρο και την Φένια.

«Ποια είναι η ομορφονιά, αφεντικό; Η τελευταία σου κατάκτηση;»

Όταν έμαθαν την πραγματικότητα, σοκαρίστηκαν. Ιδιαίτερα η Φένια, σχεδόν έβαλε τα κλάματα.

«Γιατί συγκινήθηκες τόσο πολύ;»

«Μα δε βλέπεις πόσο μου μοιάζει;»

Παγώσαμε για λίγο. Και μετά ο Πέτρος ρώτησε:

«Και τι κάνουμε τώρα;»

Τους ζήτησα μέχρι τις οχτώ το βράδυ να συγκεντρώσουν όλα όσα γράφτηκαν στον τύπο, ειπώθηκαν στις τηλεοράσεις και αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο για το γεγονός. Και να έρθουν να τα πούμε. Όπως και έγινε.

«Το θύμα» είπε η Φένια, «έμενε στο εξοχικό της, που απέχει ένα περίπου χιλιόμετρο από το σημείο που βρέθηκε νεκρή. Ήταν μόνη, αφού εδώ και αρκετόν καιρό βρίσκεται σε διάσταση με τον άντρα της. Την αναζήτησαν οι γονείς της την παραμονή της Παναγίας, αλλά δεν τη βρήκαν πουθενά. Ούτε στο κινητό της απαντούσε. Ρώτησαν και τον σύζυγο, μα κι αυτός έδειξε άγνοια. Ενημέρωσαν για την εξαφάνιση την αστυνομία και άρχισαν να την ψάχνουν και οι ίδιοι. Δεν ήσαν ιδιαίτερα ανήσυχοι, γιατί και στο παρελθόν είχε εξαφανιστεί απροειδοποίητα και είχε επιστρέψει μετά από δέκα μέρες, χωρίς στο μεταξύ να επικοινωνήσει μαζί τους».

«Από δηλώσεις γνωστών της και κυρίως συναδέλφων της έβγαλα το συμπέρασμα πως είχε τις παραξενιές της», συμπλήρωσε ο Πέτρος. «Αλλά βεβαίωναν πως ήταν άριστη φιλόλογος και αρκετά καλή ποιήτρια. Είχε μάλιστα εκδώσει και μια ποιητική συλλογή, και ετοίμαζε δεύτερη. Γι αυτό είχε αποσυρθεί όλο το καλοκαίρι στην εξοχή. Για να ολοκληρώσει το βιβλίο της».

«Ποιος ανακάλυψε το πτώμα;»

«Ένας ψαράς, Χρίστος Παπαϊωάννου το όνομά του. Ψάρευε στην περιοχή το πρωί του Σαββάτου και ένιωσε δυσάρεστη μυρωδιά, που προερχόταν από την πλαγιά. Κοίταξε με τα κιάλια του και είδε ανάμεσα στα σκουπίδια, από ένα σακί να προβάλει ένα ανθρώπινο πόδι. Ανήκε στην κοπέλα».

«Προσδιορίστηκε ο χρόνος του θανάτου;»

«Ο ιατροδικαστής που την εξέτασε», παρενέβη η Φένια, «παρ’ όλο που το πτώμα ήταν σε προχωρημένη σήψη, ίσως και εξαιτίας της υπερβολικής ζέστης των ημερών, προσδιόρισε με σχετική ακρίβεια το χρόνο του θανάτου. Δύο βδομάδες νωρίτερα, συν πλην δύο μέρες. Ο θάνατος προήλθε από ασφυξία και το θύμα ήταν και σεξουαλικά κακοποιημένο».

«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Πέτρος.

« Εσύ θα πας», του ζήτησα, «στο μέρος που έγινε το κακό. Βρες τον ψαρά που ανακάλυψε το πτώμα, συζήτησε μαζί του, αλλά πάρε πληροφορίες και γι’ αυτόν. Εσύ Φένια θα επισκεφτείς τους γονείς της κοπέλας και τον άντρα της. Και αύριο τα ξαναλέμε». Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, 8 του Σεπτέμβρη, οι συνεργάτες μου ήταν ευχαριστημένοι και αισιόδοξοι για την υπόθεση, για τους δικούς του λόγους ο καθένας.

«Έχω την εντύπωση πως κάτι βρήκα», είπε η Φένια. «Μίλησα με τους χαροκαμένους γονείς της κοπέλας, κυρίως με τη μάνα, και έμαθα πολλά. Για τον κακό χαρακτήρα του γαμπρού τους, για την ψυχολογική βία που ασκούσε στη γυναίκα του, για τις χειροδικίες του και κυρίως για τους ατελείωτους καβγάδες τους. Τώρα βέβαια έχουν αναλάβει οι δικηγόροι. Μετά πήγα στον σύζυγο. Έχει ένα αξιόλογο φαρμακείο σε χωριό που βρίσκεται σχεδόν πάνω στον κεντρικό οδικό άξονα Θεσσαλονίκης-Χαλκιδικής, γνωστό για τα αμπέλια του. Ο τύπος μύριζε τσίπουρο και ήταν κακότροπος, κακόκεφος και αγενής. Δεν ήθελε να συνομιλήσει μαζί μου, σχεδόν με έδιωχνε, αλλά χρησιμοποίησα το παλιό κόλπο του εκφοβισμού – του είπα πως οι γονείς της κοπέλας είναι έτοιμοι να τον καταγγείλουν πως δολοφόνησε τη γυναίκα του, με το ζόρι τους κρατάμε – και λούφαξε. Παραδέχτηκε πως οι σχέσεις του με τη γυναίκα του δεν ήταν καλές, έχουν αποφασίσει να χωρίσουν, αλλά επέμενε πως στο έγκλημα δεν έχει καμιά συμμετοχή».

«Αφού έχουν αποφασίσει να χωρίσουν, γιατί να θέλει να τη σκοτώσει;»

«Θα το ψάξω».

«Εγώ πιστεύω», παρενέβη ο Πέτρος, «πως πρέπει να ερευνήσουμε σε βάθος ότι έχει σχέση με τον ψαρά που ανακάλυψε το πτώμα. Ακούστε τι έμαθα: Ο τύπος επισκέπτεται με τη βάρκα του ερημικές παραλίες και παρακολουθεί ζευγαράκια. Έχει στο βαρύ ποινικό του μητρώο κατηγορίες για απόπειρες και μία καταδίκη για βιασμό. Ψαρεύει με καμάκι, πού και πού κανένα παραγάδι, είναι μάλιστα πολύ καλός για την ηλικία του. Ίσως η κοπέλα έκανε βόλτα στην ακτή, την είδε, της επιτέθηκε, τη βίασε και μετά, εκούσια ή όχι την έπνιξε, την έβαλε στο σακί και την πέταξε εκεί που βρέθηκε».

«Ναι αλλά αυτός ανακάλυψε το πτώμα».

«Ξέρεις καλύτερα από μένα πως η συμπεριφορά των δολοφόνων είναι ενίοτε περίεργη και έξω από κάθε λογική».

«Πόσων χρονών είναι ο ψαράς;»

«Εξήντα δύο».

«Και πότε τον κατηγόρησαν για παραβατικότητα τελευταία φορά;»

«Πριν δέκα χρόνια».

Ενημέρωσα τους συνεργάτες μου πως την επόμενη μέρα θα επισκεφτούμε τον τόπο που συνέβησαν τα γεγονότα. Ζήτησα από τον Πέτρο να κατεβάσει από το διαδίκτυο και να τυπώσει έναν λεπτομερή χάρτη της περιοχής.

Το απόγευμα την ίδιας μέρας ήρθαν στο γραφείο μου η Φένια με μια άλλη κυρία. Μου τη σύστησε. Πηνελόπη Κεφάλα ήταν το όνομά της και εργαζόταν για επτά χρόνια ως βοηθός φαρμακοποιός στο φαρμακείο του άντρα της δολοφονημένης.

«Με απέλυσε πριν από πέντε μήνες».

«Για ποιον λόγο;»

«Είπε πως δε βγαίνει».

«Ελαττώθηκε η δουλειά του;»

«Όχι, γιατί πήρε άλλη στη θέση μου. Στις προκαταρκτικές συζητήσεις για το διαζύγιο και στις προστριβές τους, πήγα από την πλευρά της Βούλας».

«Γιατί οι προστριβές;»

«Παλαιότερα για τον εξωσυζυγικό δεσμό του με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του. Τώρα για το μοίρασμα της περιουσίας, που δεν είναι μικρή. Υποστηρίζει πως όλα έγιναν από τα έσοδα του φαρμακείου, και επομένως δικαιούται ελάχιστα η Βούλα».

«Θα μπορούσε να έχει ό φαρμακοποιός κάποια συμμετοχή στο θάνατό της γυναίκας του;»

«Δεν το αποκλείω. Με τον κατήφορο που έχει πάρει, είναι ικανός για όλα. Άλλωστε, η συντριπτική πλειοψηφία των εγκλημάτων δεν έχει σαν αιτία τα οικονομικά;»

«Δηλαδή πιθανολογείτε πως μπορεί να δολοφόνησε αυτός τη γυναίκα του;»

«Θα μπορούσε να βάλει κάποιον άλλον. Έναν αλλοδαπό για παράδειγμα. Όταν η κυρία που έχει το άλλο φαρμακείο στο χωριό τον κατήγγειλε στον φαρμακευτικό σύλλογο γιατί δεν τηρούσε το ωράριο, έβαλε κάποιον, μιλούν για Αλβανό, που της διέλυσε το μαγαζί και τη σακάτεψε στο ξύλο».

Το άλλο πρωί, Πέμπτη, 9 του Σεπτέμβρη, με το χάρτη στο χέρι πήγαμε πρώτα στο σπίτι της δολοφονημένης, που βρίσκεται σε έναν οικισμό που φέρει το όνομα μιας Νηρηίδας, της Κυμοθόης συγκεκριμένα. Αυθαίρετος οικισμός στο μέσο πεδιάδας, σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων από τη θάλασσα. Το σπιτάκι της Βούλας, που στη θέση του στον χάρτη βάλαμε 1, απλό και ταπεινό. Ρωτήσαμε για τη νεκρή ένα γείτονα, συνταξιούχο δάσκαλο και μόνιμο κάτοικο του οικισμού, σοκαρισμένο από το γεγονός, και μας είπε τα καλύτερα για κείνη. Προσηνής, ευγενική, καταδεχτική. Μας έδωσε την πληροφορία πως η Βούλα ξυπνούσε αξημέρωτα, περπατούσε μέχρι τη θάλασσα, έκανε το μπάνιο της και επέστρεφε αφού έκανε έναν κύκλο.

«Τι κύκλο ακριβώς;»

Μας έδειξε με το χέρι του νοτιοανατολικά και μας εξήγησε:

«Ανέβαινε σε αυτόν τον χωμάτινο λόφο, καθόταν σε ένα παγκάκι και αγνάντευε τη θάλασσα πίνοντας τον καφέ της και γράφοντας ποιήματα, και μετά από ώρες επέστρεφε εδώ. Η γυναίκα μου της είχε έτοιμο κολατσιό. Έπινα κι εγώ μαζί της το τσιπουράκι μου και εκείνη μου διάβαζε ότι είχε γράψει».

Σφούγγισε τα δάκρυά του και με σπασμένη φωνή συνέχισε:

«Έχω την εικόνα της μπροστά μου. Έβγαζε από την τσέπη του φορέματός της το διπλωμένο χαρτί, το ξεδίπλωνε με ευλάβεια, μου απάγγειλε τους στίχους που είχε γραμμένους, και μετά τους αξιολογούσαμε μαζί».

«Ο άντρας της ερχόταν εδώ;»

«Τα πρώτα χρόνια ναι. Όταν όμως του ανέβηκε η ψείρα στο γιακά, έπαψε να έρχεται. Πού να παρκάρει την μερσεντές και το θηριώδες του τζιπ;»

«Παρέες είχε;»

«Έρχονταν συχνά συνάδελφοί της, άντρες και γυναίκες. Εξαιρετικά παιδιά. Μπάνιο, φαγητό, κέφι, αλλά όλα με ευπρέπεια. Με καλούσαν στην παρέα, με φώναζαν διδάσκαλο και με σέβονταν απεριόριστα».

«Όταν εξαφανίστηκε η Βούλα είσαστε εδώ;»

«Όχι. Είχα κατέβη στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα μου για γιατρούς και φάρμακα».

Τον ευχαριστήσαμε και ακολουθήσαμε το μονοπάτι της Βούλας. Πρώτα κατεβήκαμε στην παραλία που έκανε το μπάνιο της. Η θάλασσα, κάτω από μέτρια. Ρηχή και με φύκια. Βάλαμε ένα 2 στην απεικόνισή της στο χάρτη και μετά κινήσαμε για το χωμάτινο λόφο που μας είχε υποδείξει ο γείτονάς της. Ανεβήκαμε ένα χωματόδρομο που μας έβγαλε σε ένα οροπέδιο μερικών δεκάδων στρεμμάτων. Δίπλα στο δρόμο υπήρχε ένα παγκάκι. Δεχτήκαμε πως σε αυτό καθόταν, αγνάντευε τη θάλασσα, διάβαζε και έγραφε το θύμα, και το χαρακτηρίσαμε με το νούμερο 3 στο χάρτη. Πήγαμε μετά στην πλαγιά που βρέθηκε το πτώμα, και που την είχαν μετατρέψει σε σιχαμερή χωματερή. Νούμερο 4. Το τρία και το τέσσερα δεν απείχαν πάνω από εκατό μέτρα. Επιστρέψαμε στο παγκάκι και καθίσαμε. Στο δρόμο φάνηκε ένα τρακτέρ. Ο οδηγός του έκοψε ταχύτητα, μας κοίταξε καλά-καλά και χωρίς να μας χαιρετήσει μας προσπέρασε. Μπροστά μας στο βάθος η θάλασσα, αριστερά μας, στην απόσταση που είπαμε, η χωματερή που βρέθηκε το πτώμα, και δεξιά μας ένα αμπέλι μέτρια περιποιημένο, ικανοποιητικά φορτωμένο με καρπούς, και μετά το αμπέλι ένα μικρό χτίσμα, από αυτά που χρησιμοποιούν οι αγρότες για να προφυλάσσουν τα εργαλεία τους ή να αποθηκεύουν τους καρπούς τους. Μερικά εξοχικά σπίτια διάσπαρτα σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, και στο βάθος δεξιά ο οικισμός Κυμοθόη.

«Απομονωμένη περιοχή» σχολίασε ο Πέτρος. «Τόση ώρα εδώ και μόνον ένα τρακτέρ πέρασε».

Ακούσαμε θόρυβο από πίσω μας. Γυρίσαμε. Ένας αλλοδαπός μετέφερε με ένα καρότσι ένα μεγάλο τσουβάλι γεμάτο, που το πέταξε στην πλαγιά. Κοιταχτήκαμε με σημασία.

«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Φένια.

«Πάμε να δούμε αυτό το κτίσμα πίσω από το αμπέλι» τους πρότεινα.

«Γιατί όχι; Αρκεί να είναι ξεκλείδωτο».

Το βρήκαμε κλειδωμένο. Μια αλυσίδα και ένα λουκέτο σφάλιζαν την κατασκουριασμένη σιδερένια πόρτα. Κοίταξα τον Πέτρο και κατάλαβε. Έβγαλε από το πολύτιμο τσαντάκι του το κατάλληλο εργαλείο και σε μισό λεπτό είχε ξεκλειδώσει. Στο εσωτερικό του κτίσματος υπήρχαν ένα σιδερένιο κρεβάτι με ένα στρώμα της συμφοράς πάνω του, ένα παλιό τσίγκινο στρογγυλό τραπέζι καφενείου, δυο πλαστικές άσπρες καρέκλες και χάμω σκορπισμένα σύριγγες, περιτυλίγματα από σύριγγες, αποτσίγαρα, άδεια πακέτα τσιγάρων, πλαστικά άδεια μπουκάλια και μεταλλικά κουτιά αναψυκτικών και μπύρας. Καθώς ανακάτευα τα σκουπίδια με ένα ξύλο, διέκρινα ανάμεσα σε αυτά ένα διπλωμένο και χιλιοπατημένο φύλο χαρτιού. Έσκυψα, το πήρα, το ξετύλιξα, είδα τι περιείχε, το δίπλωσα ξανά, το έβαλα στην τσέπη μου και πρότεινα στους δικούς μου, που δεν πήραν χαμπάρι το εύρημά μου, να βγούμε έξω. Δίπλα από το κτίσμα υπήρχε ένα υπόστεγο και κάτω από αυτό ένα παλιό τρακτέρ, μια φρέζα και ένα καρότσι. Στο χωματόδρομο που ένωνε το κτίσμα με τον επίσης χωμάτινο αλλά κεντρικό δρόμο, υπήρχαν τα χνάρια από πολλές πρόσφατες ροδιές διαφόρων τύπων. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Λίγες ώρες αργότερα, το βράδυ της ίδιας μέρας, στο γραφείο, καθίσαμε να τα πούμε. Προβάλαμε τον χάρτη της περιοχής των συμβάντων στη μεγάλη οθόνη, και ζήτησα από τη Φένια να μας περιγράψει την εκδοχή της. Το έκανε δείχνοντας όπου χρειαζόταν τα διάφορα σημεία στον χάρτη.

«Πιστεύω πως το έγκλημα δεν το διέπραξε ο φαρμακοποιός, αλλά κάποιος άλλος, σίγουρα επαγγελματίας. Γνώριζε το δρομολόγιο της κοπέλας. Ή την ακολούθησε, ή την περίμενε κοντά στο παγκάκι και όταν νόμισε πως τον βόλευε, της επιτέθηκε, ενδεχόμενα και να την χτύπησε, την έβαλε σε κάποιο αυτοκίνητο, έκανε τι έκανε, την έχωσε στο τσουβάλι και επέστρεψε για να την πετάξει».

«Πέτρο, τι πιθανότητα δίνεις αυτή η εκδοχή να είναι σωστή;»

«Θεωρώ πολύ πιθανό ο σύζυγος να αποφάσισε να δολοφονήσει τη γυναίκα του. Όταν κάποιος ξεκινά την κατρακύλα με αφετηρία την ακραία ηθική, δεν σταματά εύκολα, πολύ περισσότερο αν παρεμβάλλεται και χρήμα. Η πιθανότητα ενισχύεται αν είχε τη δυνατότητα να αναθέσει τη δουλειά σε κάποιον άλλον. Οι ενέργειες όμως του «άλλου» δεν δείχνουν επαγγελματισμό. Ο επαγγελματίας θα έβρισκε πιο εύκολο τρόπο για να ξεκάνει τη γυναίκα. Να πήγαινε νύχτα στο σπίτι της και να την έπνιγε για παράδειγμα, ή να την σκότωνε στην ερημική ακρογιαλιά, και όχι να την περιμένει στο παγκάκι. Έπειτα, ο βιασμός δείχνει αρρωστημένο πάθος, το οποίο δεν διακινδυνεύουν να εκδηλώσουν οι επαγγελματίες εκτελεστές».

«Και το οποίο πάθος διέθετε ο δικός σου ο ψαράς. Για πες μας γι αυτή την εκδοχή».

«Το πρωί εκείνης της ημέρας, αξημέρωτα, ο ψαράς βγήκε με τη βάρκα και το καμάκι του για να ψαρέψει. Είδε την Βούλα, την πλησίασε στην παραλία, που ήταν έρημη, την κακοποίησε, στην προσπάθειά του να την εμποδίσει να φωνάξει την έπνιξε, και μετά την έβαλε στο σακί και την πέταξε στην πλαγιά, αλλά από τη μεριά της θάλασσας».

«Τι πιθανότητες δίνεις, Φένια, να είναι ορθή αυτή η εκδοχή;»

«Η πιθανότητα να την συνάντησε ο ψαράς στην παραλία, είναι μεγάλη. Το γεγονός πως δεν υπήρχε ψυχή και δεν είχε φέξει ακόμα, ενισχύει την πιθανότητα να θέλησε να την κακοποιήσει. Θα μπορούσε όμως μετά να πάει το πτώμα της στα βαθιά και να το φουντάρει. Επίσης βρίσκω ελάχιστα πιθανό να γύρισε και να επεσήμανε το πτώμα μετά από δυο βδομάδες. Επίσης αναρωτιέμαι αν σε αυτή την ηλικία έχει ακόμα τέτοιες ανεξέλεγκτες ορμές; Άσε που η τελευταία κατηγορία για παραβατικότητα καταγράφτηκε πριν από δέκα χρόνια».

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί.

«Νομίζω πως οι εκδοχές μας είναι αδύναμες» είπε ο Πέτρος. «Μήπως υπάρχει κάποια άλλη, τρίτη εκδοχή;»

Με κοίταζαν και οι δυο με ύφος ερωτηματικό. Τους αποκρίθηκα.

«Ναι, υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή».

«Ποιον ενοχοποιεί;» ρώτησε η Φένια.

«Δεν γνωρίζω» τους είπα. «Θα ψάξουμε να τον βρούμε μαζί».

«Δεν ξέρεις τον ένοχο και θα ψάξουμε να τον βρούμε μαζί; Και τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Πρώτα θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ένα ποίημα» τους εξήγησα.

«Ποίημα;» έκαναν με απορία.

«Στο πανάθλιο κτίσμα που πήγαμε, ψάχνοντας ανακάλυψα αυτό το χαρτί. Ήταν διπλωμένο, πατημένο και λερωμένο και σίγουρα έπεσε από την τσέπη της κοπέλας, ή το πέταξε η ίδια. Ζήτησα από τον πατέρα της να μου φέρει ένα γραπτό της και διαπίστωσα πως ο γραφικός χαρακτήρας είναι ο ίδιος. Επομένως το έγραψε αυτή. Είναι οι στίχοι ενός ποιήματος που έχει τίτλο Καβαλάρης, αλλά δεν είναι ολοκληρωμένο και δουλεμένο. Είναι όμως αρκετό για να μας οδηγήσει σε πολύτιμα κατά τη γνώμη μου συμπεράσματα. Ίσως και στον δολοφόνο».

Είχα ισιώσει και φωτοτυπήσει το χαρτί. Τους έδωσα από ένα αντίγραφο και ζήτησα από τη Φένια να το διαβάσει. Το έκανε. Να τι έγραφε:

Καβαλάρης

Για πού ορμάς, ξένοιαστε καβαλάρη, με το πορφυρό σου άτι

ασυγκράτητο να χλιμιντρίζει άγρια,

με το στεφάνι, το καμωμένο από στάχυα του θεριστή που ανεμίζουν,

προβάλλοντας από του διπλά γεννημένου γιου της Σεμέλης το περιβόλι, ή μήπως από τα άδυτα του ιερού της Πυθίας; (να το ελέγξω)

Άδικα πασχίζεις να παραβγείς τον ασυλλόγιστο, θεόμορφο, οιηματία, γιο της Ωκεανίας Κλυμένης….

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα», έκανε με απογοήτευση ο Πέτρος.

«Εσύ Φένια;»

Είπε στον ίδιο τόνο κοιτάζοντας το χαρτί της:

«Παρομοίως»

«Για να φανταστούμε τη σκηνή», τους ζήτησα. «Η κοπέλα κάθεται στο παγκάκι της, κρατά στο ένα χέρι της το χαρτί, στο άλλο το μολύβι, στύβει το μυαλό της μήπως κατεβάσει κάτι. Πίνει μια γουλιά καφέ και στη συνέχεια γράφει αυτούς τους στίχους. Με ποια αφορμή;»

«Της ήρθε έμπνευση» απάντησε η Φένια. «Έτσι δε λειτουργούν οι ποιητές;»

«Είναι μια ισχυρή εκδοχή. Άλλη;»

Μίλησε ο Πέτρος:

«Να είδε έναν καβαλάρη με ένα κατακόκκινο άλογο να περνά από μπροστά της τρέχοντας».

«Ισχυρή και αυτή η εκδοχή» απάντησα. «Θα σας πω και εγώ μια άλλη. Όπως ξέρετε, οι ποιητές χρησιμοποιούν τη μεταφορά, με τη μορφή συνήθως της παραβολής ή της παρομοίωσης. Όταν άρχισα να διαβάζω το ποίημα και θέλησα να το ερμηνεύσω, θυμήθηκα κάτι που είχε γράψει ο συντοπίτης μας ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, πως δηλαδή οι μοτοσικλετιστές είναι η συνέχεια των παλιών καβαλάρηδων, επομένως και οι μοτοσικλέτες μπορούν να θεωρηθούν ως συνέχεια των αλόγων. Πώς σας φαίνεται η εκδοχή η κοπέλα να είδε έναν μοτοσικλετιστή με κατακόκκινη μηχανή πατημένη, αφού “χλιμίντριζε άγρια”;»

«Το πιο πιθανό» σχολίασε ο Πέτρος. «Πού να βρεις άλογο και καβαλάρη αυτή την εποχή; Αλλά “με το στεφάνι το καμωμένο από στάχυα του θεριστή που ανεμίζουν”; Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;»

«Εγώ» έκανε η Φένια. «Ο καβαλάρης ήταν ξανθός με μακριά μαλλιά».

«Που ανέμιζαν καθώς έτρεχε» συμπλήρωσε ο Πέτρος ευχαριστημένος. «Ο τύπος δε φορούσε κράνος».

Προβάλλοντας από του διπλά γεννημένου γιου της Σεμέλης το περιβόλι”. «Αυτό πάλι; Τι να θέλει να πει;» αναρωτήθηκε η Φένια.

«Ας είναι καλά το διαδίκτυο. Εκεί βρήκα, χωρίς καθόλου κόπο, πως η Σεμέλη ήταν κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Την «επισκέφτηκε» ο Δίας και αυτή συνέλαβε. Επειδή το έμβρυο κινδύνεψε από μια φωτιά, το πήρε ο Δίας και το τοποθέτησε στο μηρό του και το έβγαλε στο φως όταν ολοκληρώθηκε η κύησή του. Έτσι γεννήθηκε ο Διόνυσος».

«Ο θεός του κρασιού» είπε ο Πέτρος.

«Και ο προστάτης του αμπελιού» σχεδόν αναφώνησε η Φένια. «Δηλαδή ο μοτοσικλετιστής πρόβαλε από το αμπέλι, που μπορεί να θεωρηθεί περιβόλι του Διόνυσου. Και το αμπέλι που μας ενδιαφέρει βρίσκεται απέναντι από το παγκάκι».

«Έτσι. Αλλά συνεχίζει: “… ή μήπως από τα άδυτα του ιερού της Πυθίας…”. Αυτό τι να σημαίνει άραγε;»

Οι συνεργάτες μου με κοιτούσαν με απορία. Τους βοήθησα

«Τι υπήρχε στα άδυτα του ιερού της Πυθίας; Ο τρίποδας και οι καπνοί, που πολλοί λένε πως ήταν κάτι σαν το χασίσι, που την έφτιαχνε».

«Φως φανάρι» έκανε ο Πέτρος. «Ο νεαρός μπορεί να προερχόταν από το κτίσμα που βρίσκεται πίσω από το αμπέλι, όπου έπαιρνε τη δόση του. Αλλά γιατί σημειώνει “να το ελέγξω;”».

«Ας το αφήσουμε αυτό για την ώρα. Πάμε πάρα κάτω».

Η Φένια διάβασε, θα έλεγα με στόμφο:

Άδικα πασχίζεις να παραβγείς με τον ασυλλόγιστο, θεόμορφο οιηματία γιο της Ωκεανίας Κλυμένης”.

Με κοίταξε και μου είπε:

«Δεν πιστεύω να σημαίνουν και αυτά κάτι;»

«Πολλά. Αναφέρεται στον Φαέθοντα, γιο του Ήλιου και της Κλυμένης. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ζήτησε μια μέρα να οδηγήσει αυτός το άρμα του πατέρα του. Αλλά έχασε τον έλεγχο, το πυρωμένο άρμα κατέβηκε χαμηλά στη γη και τη ζεμάτισε. Μπορούμε λοιπόν να βγάλουμε δυο συμπεράσματα: Πρώτο, τον μοτοσικλετιστή τον είδε λίγο μετά την ανατολή….»

«Από πού προκύπτει αυτό;» είπε ο Πέτρος, διακόπτοντάς με, με απορία.

«Μα γιατί του λέει πως άδικα πασχίζει να παραβγεί με τον Φαέθοντα που έσερνε το ολόφωτο άρμα. Πρόλαβε εκείνος. Δηλαδή ξημέρωσε».

«Και το δεύτερο συμπέρασμα;»

«Αυτό συνέβη τις μέρες που είχαμε το μεγάλο καύσωνα. Πότε ήταν;»

Ο Πέτρος συμβουλεύτηκε το ημερολόγιο του και είπε:

«Το έχω σημειωμένο. Παρασκευή 13 και Σάββατο 14 Αυγούστου. Ο χειρότερος καύσωνας των τελευταίων ετών. Επομένως να πούμε πως αυτά συνέβησαν το Σάββατο 14 Αυγούστου. Την προηγούμενη είχαμε καύσωνα και είχε αναγγελθεί πως θα έχουμε και την επόμενη, άρα η Βούλα γνώριζε πως ο Φαέθοντας και τη μέρα αυτή θα μας κατάκαιε».

«Επομένως», πήρε το λόγο η Φένια, «ο δολοφόνος είναι ένας ξανθός νεαρός με μακριά μαλλιά, που επιβαίνει σε κόκκινη μοτοσικλέτα και παίρνει τη δόση του στο κτίσμα που βρίσκεται πίσω από το αμπέλι. Όμως κάτι δε μου πάει. Δηλαδή πρόβαλε φουριόζος, είδε την Βούλα, σταμάτησε απειλητικά μπροστά της με σκοπό να της επιτεθεί, εκείνη του ζήτησε να γράψει πρώτα το ποίημα και μετά να του παραδοθεί; Δεν είναι… αφελές;»

«Ίσως πέρασε από μπροστά της, έφυγε και ξαναγύρισε», παρατήρησε ο Πέτρος.

«Ή ίσως δεν τη σκότωσε αυτός» συμπλήρωσα.

Οι δικοί μου με κοίταξαν με κατάπληξη και απογοήτευση.

«Τι ανατροπή είναι αυτή; Και είχα ενθουσιαστεί πως θα το μαγκώσουμε το κάθαρμα», παραπονέθηκε ο Πέτρος.

«Μην ανησυχείς» τον καθησύχασα. «Τον έχουμε στο χέρι. Απλά νομίζω πως ο μοτοσικλετιστής δεν πήγε στο κτίσμα για να πάρει τη δόση του- προς τι τόση προφύλαξη; όλα γίνονται πια φανερά και στη μέση του δρόμου- αλλά πήγε να προμηθευτεί ναρκωτικά ή για δική του χρήση, ή για να τα εμπορευτεί. Άρα στο κτίσμα θα υπήρχε ο προμηθευτής. Αφήσαμε δυο λέξεις ανερμήνευτες από το ποίημα: «Να ελεγχθεί». Τι να ελεγχθεί; Το κτίσμα. Όταν η Βούλα τελείωσε λοιπόν το γράψιμο, αφαίρεσε το χαρτί από το ντοσιέ, όπως το συνήθιζε, το δίπλωσε, το έβαλε στην τσέπη της και μετά σηκώθηκε από το παγκάκι και πήγε να δει αν το κτίσμα παρέπεμπε στα άδυτα του ιερού της Πυθίας. Ο προμηθευτής, που πιθανόν να ήταν και φτιαγμένος, την άρπαξε και έγινε ότι έγινε. Αλλά στην πάλη επάνω έπεσε, ή έριξε η ίδια, αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ, το χαρτί με τους στίχους».

«Και είχε το κάθαρμα έτοιμο και το καρότσι για να την πετάξει όπως ο Αλβανός τα άχρηστά του».

«Και τώρα τι κάνουμε;»

«Πρώτα επισημαίνουμε τον ξανθό μορφονιό.»

«Τον αναλαμβάνω εγώ» δήλωσε ο Πέτρος. «Αλλά μόνος. Εκτός από την ευκινησία, μπορεί να προχωρήσω και σε κάποια αυθαιρεσία, και δεν σας θέλω παρόντες».

Την επόμενη μέρα, Παρασκευή, 10 του Σεπτέμβρη, το μεσημέρι, μας έφερε καλά νέα. Επισήμανε με ευκολία το νεαρό ανταγωνιστή του Φαέθοντα. Είναι Σαλονικιός, σπουδαστής των ΤΕΙ, και πάει με την παρέα του συχνά στο κάμπινγκ. Είναι φίλος του υπευθύνου του κάμπινγκ, χρήστης ναρκωτικών ουσιών και πασίγνωστο βαποράκι.

«Και τι κάνουμε;»

«Απόψε δύο δικοί μου, ιδιωτικοί αστυνομικοί, μπορούν να μας τον φέρουν. Περιμένω εντολές».

«Να τον απομονώσουμε και να τον…πιέσουμε να μιλήσει;

« Γουστάρω».

Μας τον έφεραν σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, στο δρόμο για τη Θέρμη. Μπήκαμε αμέσως στο θέμα. Αποδείχτηκε σκληρό καρύδι, αλλά οι άνθρωποι του Πέτρου δεν ήταν πρωτάρηδες. Αν και πιο πολύ μέτρησε η απειλή πως θα κατηγορηθεί για φόνο. Ναι λοιπόν. Αυτό το πρωί είχαν ραντεβού με τον προμηθευτή του στο άθλιο κτίσμα για να πάρει πράμα και να δώσει χρήμα. Ο προμηθευτής ονομάζεται Νιόνιος, είναι από την περιοχή και απασχολείται τα καλοκαίρια στο κάμπινγκ για να ψαρεύει φουκαράδες ναρκομανείς. Ο Νιόνιος έμεινε πίσω για να πάρει τη δόση του. Τούτος την είδε την κοπέλα που καθόταν στο παγκάκι, μάλιστα φρέναρε και τη χαιρέτησε. Εκείνη του χαμογέλασε. Αλλά δεν την πείραξε. Όταν έμαθε τι έγινε, σύνδεσε το έγκλημα με τον Νιόνιο. Άλλωστε, από τη μέρα εκείνη, με πρόταση του προμηθευτή, έχουν αλλάξει τόπο συναλλαγής.

Κανονικά από κει και πέρα έπρεπε να αναλάβουν οι αρχές. Αποφασίσαμε όμως να το συνεχίσουμε εμείς, για να αποφύγουμε τη… γραφειοκρατία, που εγκυμονεί και άλλους κινδύνους. Έπειτα οι συνεργάτες μου είχαν συνδεθεί συναισθηματικά με την υπόθεση και ήθελαν να δουν τα καθάρματα να βασανίζονται και να ομολογούν.

Υποχρεώσαμε το νεαρό να τηλεφωνήσει στον προμηθευτή του για μια έξτρα επείγουσα συναλλαγή. Τον βρήκε αμέσως. Έδωσαν ραντεβού στη διασταύρωση του δρόμου Επανομής – Ηράκλειας και Μεσημερίου, στη θέση Μετόχι. Πήγαμε πρώτα εμείς και λίγο αργότερα είδαμε μια μηχανή να πλησιάζει. Ήταν αυτός. Σταμάτησε, κατέβηκε και πλησίασε ανυποψίαστος τον άλλον. Και ενώ συναλλάσσονταν, έπεσαν πάνω τους οι δικοί μου, τους άρπαξαν, τους έδεσαν και τους δυο και τους μετέφεραν παράμερα.

«Αύριο θα είμαι ελεύθερος και εσείς θα βρείτε τον μπελά σας», μας απείλησε με θράσος. «Έχω υψηλές γνωριμίες».

Όταν όμως άκουσε για το έγκλημα, μαράζωσε. Αλλά άργησε να το παραδεχτεί, και μόνο όταν ο Πέτρος και η παρέα του ετοίμασαν μπροστά του μια τεράστια σύριγγα με την ηρωίνη που βρήκαν πάνω του, ικανή να σκοτώσει δέκα ελέφαντες, του ξεγύμνωσαν το μπράτσο και του τρύπησαν με τη βελόνα το δέρμα.

Η ομολογία μαγνητοφωνήθηκε, οι ιδιωτικοί αστυνομικοί τους αμπαλάρισαν και ξεκινήσαμε, μπροστά αυτοί, πίσω εμείς, για τον εισαγγελέα. Ο Πέτρος όμως δεν έδειχνε ευχαριστημένος.

«Τι δε σου αρέσει;»

«Έπρεπε να μην ομολογήσει. Θα άδειαζα μέσα του όλη τη σύριγγα».

Χαλκιδική, Καλούτσικο. Γενάρης του 2011

Tags: Αργύρης Παυλιώτης

Print