Αργύρης Παυλιώτης: Είναι η τεχνητή νοημοσύνη, ανόητε (Α΄ μέρος)

Written on . Posted in Διηγήματα

Στις 29 του Σεπτέμβρη, από την Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης ανακοινώθηκε πως, από τη θαλάσσια περιοχή του Μεγάρου Μουσικής ανασύρθηκε το πτώμα νέας γυναίκας αγνώστων στοιχείων. Δεν έφερε κακώσεις και μάλλον πρόκειται για αυτοκτονία.

*****

    Είμαι ο Ανδρέας Αναγνώστου, ποινικολόγος και ντετέκτιβ. Πριν από έξη μήνες και στο φουλ της δουλειάς μου,  με επισκέφτηκε ξαφνικά ο κορονοϊός με άγριες διαθέσεις. Με έστειλε στο νοσοκομείο για ένα μήνα και παρά τρίχα γλύτωσα την εντατική. Κάποτε συνήλθα, αλλά με μεγάλη καταβολή, ιδιαίτερα στα πόδια μου και στο αναπνευστικό. Κάλεσα τους συνεργάτες μου, Πέτρο και Φένια, και τους πρότεινα να λειτουργήσουν εκείνοι το γραφείο, γιατί εγώ θα πάω για ανάρρωση στο χωριό μου. Μου είπαν και οι δυο πως στη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο βρήκαν άλλη απασχόληση.

    «Σκεφτήκαμε Ανδρέα μήπως δεν επιστρέψεις….».

    Με κατέπληξαν αρνητικά και ήθελα να τους πω το «ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος», αλλά το κατάπια και τους κατευόδωσα με τις ευχές μου.

    Αλλά έμεινα χωρίς συνεργάτη. Τότε θυμήθηκα τον φίλο μου αστυνόμο Φίλιππο Μαυροδήμο και την ανιψιά του Αντιγόνη, δικηγόρο και με πενταετή υπηρεσία στην αστυνομία, που έψαχνε για δουλειά. Του τηλεφώνησα και του είπα πως παραχωρώ το γραφείο της Φένιας στην Αντιγόνη. Αυτή ήρθε σε μισή ώρα περιχαρής, με γλυκά και ευχαριστίες. Της είπα πως θα ασκεί από μόνη της τη δικηγορία και όταν, ή καλύτερα, αν επιστρέψω, θα συνεργαζόμαστε και στις δικές μου υποθέσεις. Παραξενεύτηκε.

    «Τι θα πει αν επιστρέψετε κύριε Ανδρέα;»

    Της εξήγησα πως όποιος προσβληθεί άσχημα από τον κορονοϊό και είναι κάποιας ηλικίας, το πρώτο που  έχει να κάνει είναι να φιλοσοφήσει πάνω στο νόημα της ζωής και του θανάτου.

*****

     Επέστρεψα. Όχι με το παλιό κουράγιο, αλλά έδωσα το παρών.

     Την Τρίτη μέρα της επιστροφής μου, μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο:

    «Ο κύριος Αναγνώστου;»

    Καθαρή άρθρωση, υψηλός ο τόνος της φωνής της.

    «Ο ίδιος».

    «Ονομάζομαι Νατάσα Οικονόμου και σας τηλεφωνώ από την Αθήνα. Ο ανεψιός μου Αλέξανδρος Αρβανιτίδης δολοφονήθηκε την Πέμπτη, 28 του Σεπτέμβρη, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, στη Θεσσαλονίκη, στο κατάστημά του, πρακτορείο ΠΡΟΠΟ, που βρίσκεται στην οδό Αετοράχης. Ήταν μόνος του όταν ένας κουκουλοφόρος άνοιξε την πόρτα, τον πυροβόλησε δύο φορές με πιστόλι και έφυγε ανενόχλητος. Θα παρακαλούσα να αναλάβετε την εξιχνίαση του εγκλήματος».

    «Γιατί εσείς η θεία του. Γονείς δεν έχει;»

    «Όχι. Έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Είχε μόνον εμένα».

    Αυτά έγιναν την Τρίτη, 17 του Οκτώβρη. Την επόμενη μέρα, Τετάρτη 18 του Οκτώβρη, ανέβηκα με κόπο την ανηφόρα της Αετοράχης και πήγα στο μαγαζί του θύματος, το οποίο φυσικά το βρήκα θεόκλειστο. Ένας ευγενέστατος κύριος  γύρω στα πενήντα πέντε, με γκρίζα μουστάκι και μαλλιά, πρόβαλε από το απέναντι μαγαζί που η ταμπέλα του έγραφε «ΜΕΣΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ο Γιώργος», και με ρώτησε αν μπορεί να με βοηθήσει. Όταν του είπα την ιδιότητά μου και του μίλησα για το τηλεφώνημα της κυρίας Νατάσας, μου είπε πως τον συχωρεμένο τον ήξερε καλά και μου πρότεινε να μπούμε στο μαγαζί του για να τα πούμε.

     Μου πρόσφερε καφέ, κάθισε και αυτός και δήλωσε πως είναι στη διάθεσή μου. Τον ρώτησα αν έχει καμιά φωτογραφία του θύματος και μου έδειξε μία, στην οποία απεικονίζονται αυτός και ο Αρβανιτίδης έξω από το πρακτορείο ΠΡΟΠΟ.

    Εντυπωσιακός. Έντονα μελαχρινός, μαύρα πλούσια μαλλιά, πράσινα μεγάλα μάτια, με ύφος και χαμόγελο ειρωνικό και υπεροπτικό, που φορούσε ένα κοντομάνικο μαύρο μπλουζάκι. Του παρατήρησα:

    «Από ότι βλέπω, από εμφάνιση έσκιζε. Τι χαρακτήρας ήταν;»

   «Όταν ήρθε και άνοιξε το μαγαζί πριν από  πέντε  χρόνια, σε ηλικία 25 ετών, ήταν ήσυχος και αμίλητος. Με τον καιρό έγινε αυταρχικός, σκληρός και αλαζόνας. Δεν τον ικανοποιούσε τίποτα». 

    «Ποιες ήταν οι παρέες του;»

   «Καμιά αντρική. Μόνο σε εμένα μιλούσε. Και η κουβέντα μας είχε να κάνει με προβλήματα της καθημερινότητας».

   «Από γυναίκες;»

   «Πολλές τις οποίες άλλαζε όπως τα πουκάμισά του, μέχρι που γνώρισε την Πόπη Χατζή, τη δασκάλα».

   «Τι έγινε με την Πόπη;»

   «Αυτή την ερωτεύτηκε πραγματικά, αλλά της συμπεριφερόταν άσχημα. Παρόλα αυτά συνέχιζαν να ζούνε μαζί. Πριν από περίπου τρεις μήνες την σούταρε και αυτή. Έγιναν καβγάδες στο προποτζίδικο. Μάλιστα τον απειλούσε πως θα τον σκοτώσει».

    Τον ρώτησα πού θα μπορούσα να βρω την Πόπη. Μου είπε σε ποιο σχολείο εργαζόταν. Βρήκε αμέσως η Αντιγόνη το τηλέφωνό της, της τηλεφώνησα και την κάλεσα στο γραφείο μου, αφού της μίλησα για την ιδιότητά μου και για τον λόγο για τον οποίο την καλώ. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση.

    Συμπαθητική κοπέλα, θα την έλεγα όμορφη αν δεν ήταν αυτό το ακραία θλιμμένο πρόσωπό της, που έδειχνε ταλαιπωρία και δυστυχία και αυτά τα πρησμένα και γεμάτα χοντρά δάκρια μάτια της. Δεν ήταν πάνω από τριάντα. Είχε πλούσια μαύρα μαλλιά  που ακουμπούσαν στους ώμους της. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και είχαν σκούρο χρώμα. Λεπτή και μετρίου αναστήματος. Ήταν ντυμένη με ένα απλό μαύρο φόρεμα. Έδειχνε να τα έχει χαμένα και να ζητάει από κάπου να πιαστεί.

   «Πώς είστε;» τη ρώτησα.

   «Χειρότερα δεν γίνεται» μου αποκρίθηκε. Και συνέχισε:

   «Από τη δολοφονία του και μετά, η ζωή μου είναι ένα μαρτύριο. Δεν φτάνει η απώλεια, αλλά κάθε τόσο με καλούν από την ασφάλεια για να με ρωτήσουν τα ίδια πράματα και να πάρουν τίς ίδιες απαντήσεις. Τι γνωρίζεις για τον θάνατό του; Τίποτα. Θα τα ξαναπούμε μέχρι να τα ξεράσεις».

    «Για ποιον λόγο επιμένουν;»

    «Γιατί κάποιος ανόητος τους είπε πως τον απείλησα να τον σκοτώσω».

     Από τη δασκάλα έμαθα πως είχαν με το θύμα δεσμό δύο χρόνια.

    «Πώς τα πηγαίνατε;»

    Έκλαψε κάμποσο και μετά με κοίταξε στα ίσια και μου είπε:

   «Έχετε ακούσει για το σύνδρομο της Στοκχόλμης; Το ψυχολογικό φαινόμενο που τα θύματα ταυτίζονται με τους θύτες; Που θεωρούν το βασάνισμα ως πράξη καλοσύνης;»

    «Μα νομίζω πως στην περίπτωση αυτή ο θύτης απαγάγει το θύμα».

    «Και εδώ σχεδόν απαγωγή είχαμε».

   «Δηλαδή;»

   «Γνωριστήκαμε σε μια γιορτή στο Πανόραμα. Με έβαλε στο μάτι από την πρώτη στιγμή. Φλερτ, γλύκες, αστειότητες και τα λοιπά. Μου άρεσαν γιατί ήταν πολύ εμφανίσιμος και είχε ωραίο λόγο. Στο τέλος της γιορτής με ρώτησε αν έχω αυτοκίνητο, του είπα όχι και προθυμοποιήθηκε να με κατεβάσει αυτός. Στον δρόμο μου πρότεινε να πάμε για ένα ποτό. Το δέχτηκα. Άλλωστε δίπλα του ένιωθα πολύ όμορφα.

   Πήγαμε σε ένα μπαρ στη Λεωφόρο Νίκης και παραγγείλαμε από ένα ποτό. Στο μέσο του ποτού ένοιωσα έντονη ζαλάδα. Του το είπα και μου πρότεινε να φύγουμε και να πάμε στο σπίτι του που ήταν εκεί κοντά, να συνέλθω και μετά να πάω στο δικό μου σπίτι. Το δέχτηκα και αυτό. Όταν φτάσαμε μου έδωσε ένα αναψυκτικό για να συνέλθω. Έχασα τελείως τις αισθήσεις μου και... ξύπνησα το πρωί γυμνή στο κρεβάτι του. Άρχισα να του φωνάζω και να τον βρίζω, Έμενε αμίλητος. Όταν όμως τον απείλησα πως θα τον καταγγείλω στην αστυνομία, μου έδωσε δυο δυνατά χαστούκια. Τότε τον κοίταξα καλά καλά και ένιωσα μια αγαλλίαση. Έτσι άρχισε».

   Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε:

   «Ήταν βίαιος σε όλα του. Στις συζητήσεις μας, στις διαφωνίες μας, στις εξόδους μας, ακόμα και στο σεξ. Και εγώ τα υπέμενα με καρτερικότητα, για να μην πω με ευχαρίστηση».

    Έσκυψε το κεφάλι της. Κάποτε το σήκωσε και μου είπε:

   «Γι’ αυτό σας μίλησα για το σύνδρομο  της Στοκχόλμης».

   «Έχω ακούσει πως σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις το θύμα συνέρχεται και εκδικείται. Σε εσάς δεν συνέβη κάτι τέτοιο;»

   «Μόνο πριν από τρεις μήνες που μου ζήτησε να χωρίσουμε».

   «Με ποια δικαιολογία σας ζήτησε να χωρίσετε;»

   «Μου είπε πως με βαρέθηκε και πως δεν μπορεί να με ανεχθεί άλλο».

   Τη ρώτησα πώς αντέδρασε. Του είπε σε έντονο ύφος τι έχει τραβήξει αυτά τα χρόνια που ήταν μαζί, τη βιαιότητά του, τις βρισιές του, τους ξυλοδαρμούς, τη βάσανο του σεξ αλλά και τις εκτρώσεις στις οποίες έχει υποβληθεί».

   «Και τι σας απάντησε;»

   Μου είπε να φύγω αμέσως για να μην με πετάξει με τις κλωτσιές».

   «Και τι κάνατε;»

   «Άρπαξα ένα μαχαίρι που βρήκα μπροστά μου, στην κουζίνα είμασταν, και προσπάθησα να τον καρφώσω. Αλλά μου έπιασε τα χέρια, μου πήρε το μαχαίρι και με ξυλοφόρτωσε».

   «Άλλη απόπειρα για να τον εκδικηθείτε δεν επιχειρήσατε;»

   «Τις νύχτες όταν με έπαιρνε ο ύπνος, ονειρευόμουν πως τον είχα καρφώσει με το μαχαίρι».

    «Οι δικοί σας δεν σας συμπαραστάθηκαν;»

    «Είμαι μόνη. Οι γονείς μου είναι  ηλικιωμένοι και φιλάσθενοι και ζουν σε ένα μικρό χωριό του Έβρου».

   Τη ρώτησα αν γνωρίζει τον λόγο που ήθελε ο δολοφονημένος να χωρίσουν.

   «Είχα απορήσει και εγώ. Αλλά ένας γνωστός μου με πληροφόρησε πως βγαίνει με άλλη γυναίκα».

   «Μάθατε ποια είναι;»

   «Κατάντησα να γίνω ντετέκτιβ. Είναι μια καθηγήτρια φιλόλογος, που εργάζεται στα φροντιστήρια Παπαμάρκου.

   «Το όνομά της;»

   «Λιάνα Αθανασίου».

*****

      Η Αντιγόνη βρήκε το τηλέφωνο της Λιάνας. Της τηλεφώνησα και την κάλεσα στο γραφείο μου, αφού την ενημέρωσα για ποιον λόγο θέλω να συναντηθούμε. Ήρθε σε δύο ώρες. Εντυπωσιακή. Λεπτή και πανύψηλη, λίγο πιο κάτω από ένα και ογδόντα, με καστανά μαλλιά που σκέπαζαν τους ώμους της, καστανά μάτια, που ήταν κλαμένα, πολύ γλυκό πρόσωπο, άσπρο πουκάμισο και πανταλόνι, ζώνη καστανού χρώματος στη μέση της και το ίδιο χρώμα παπούτσια. Ο δολοφονημένος τελικά ήξερε να διαλέγει «πρώτο πράμα».

    «Πού και πότε γνωριστήκατε με τον Αρβανιτίδη;»

    «Πριν από τέσσερις μήνες σε ασανσέρ».

    «Σε ασανσέρ;»

    «Ναι. Κατέβαινα από τον πέμπτο όροφο. Το ασανσέρ σταμάτησε στον δεύτερο και μπήκε εκείνος. Άρχισε να με φλερτάρει. Όταν κατεβήκαμε στο ισόγειο, μου πρότεινε να με κεράσει ένα ποτό. Του είπα πως είχα ένα ιδιαίτερο μάθημα να κάνω. Μου είπε να συναντηθούμε μετά το μάθημα. Δυστυχώς δέχτηκα.      

   Σταμάτησε να μιλά για να κλάψει. Κάποτε σκούπισε τα μάτια της και συνέχισε:

   «Μου τα έριξε. Ήταν τόσο γοητευτικός και πειστικός που ανταποκρίθηκα. Και άρχισε το δράμα μου».

   «Ποιο ήταν το δράμα σου;»

   Κατέβασε το κεφάλι της.

   «Δεν μπορώ να σας πω».

   Της είπα σε αυστηρό τόνο πως έχουμε να κάνουμε με έγκλημα στο οποίο εμπλέκεται και της σύστησα να μιλήσει με κάθε ειλικρίνεια και λεπτομέρεια. Και μίλησε. Μου αποκάλυψε λοιπόν πως εδώ και τέσσερα χρόνια συζεί με μια γυναίκα, την Εύα Θεολόγου, που είχαν γνωριστεί στο πανεπιστήμιο. Πως ο δεσμός είναι πολύ ισχυρός και σκέφτονταν να τον νομιμοποιήσουν.

    «Την περίοδο που γνώρισα τον Αρβανιτίδη ήμουν μόνη. Η Εύα έλειπε στο χωριό της που είναι στην Ήπειρο, γιατί η μητέρα της ήταν άρρωστη. Έτσι λοιπόν σκέφτηκα δεν τρέχει τίποτα αν πάρω ένα ποτό με έναν ελκυστικό άντρα».

     «Και το πήρατε το ποτό;»

     «Ναι αλλά...»

Συνεχίζεται

Tags: Αργύρης Παυλιώτης

Print