ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ #12 – Σόνιας Ζαχαράτου: Το όνειρο
Τα μέλη της ΕΛΣΑΛ εμπνέονται από την πανδημία και γράφουν σύντομες "ιστορίες εγκλεισμού"
Άμα είσαι έγκλειστος, κοιμάσαι πολύ. Κι άμα κοιμάσαι, θες δεν θες, ονειρεύεσαι. Κι άμα δεν έχεις τι να κάνεις ξυπνώντας, ξαναφέρνεις μπροστά σου εικόνες των ονείρων σου και θυμάσαι τον Φρόιντ. Αυτοψυχαναλύεσαι και κάνεις και μπαμπεσιές.
Προχτές ονειρεύτηκα ότι γαμούσα τον Χίτλερ. Κανονικά. Εκείνος, με κατεβασμένα τα βρακιά, λούφαζε. Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Από τρόμο. Και αν με πιάνανε; Και αν με ρωτούσαν οι δικοί του ή οι αντίπαλοί του ή ξέρω ’γω ποιοι άλλοι γιατί το έκανα, τι θα τους έλεγα; Ότι τον γαμούσα για να τον ευχαριστήσω ή για να τον τιμωρήσω για όσα έκανε; Και τι θα με κάνανε μετά εμένα; Φρόιντ, ψάξε, βρες….
Ένα άλλο βράδυ, είχα τραπέζι κάποιους πεθαμένους μου. Χάρηκα, είχα καιρό να τους δω, ένιωθα την ανάγκη να τους περιποιηθώ. Νομίζω ότι χάρηκαν κι εκείνοι, γιατί η επόμενη μέρα λουζόταν στη λιακάδα και σκέφτηκα ότι ήταν το δώρο τους.
Το όνειρο, όμως, που με ταρακούνησε, ήταν που ονειρεύτηκα ότι ήμουν ευτυχισμένος! Όχι ότι δεν ξέρω τι είναι η ευτυχία... Έχω ζήσει πολλούς τέτοιους καιρούς. Με έρωτες. Με φίλους. Με ξενύχτια. Με αλητείες. Έχω ευχαριστήσει τη μοίρα μου, φωνάζοντας «αχ, πόσο ευτυχισμένος είμαι!». Δεν τσιγκουνεύομαι στις παραδοχές. Αλλά αυτό το όνειρο της ευτυχίας ήταν κάτι άλλο. Γιατί δεν είχε εικόνες. Δεν είχε τίποτα. Τίποτα. Ήταν μόνον αίσθηση. Ένα όνειρο αίσθηση. Ένα όνειρο, αγκάλιασμα αγγέλων. Ένα διάχυτο φως, μια απαστράπτουσα ομορφιά, ένα άηχο, αχανές τοπίο. Ένα όνειρο που με κυρίεψε, αλλάζοντας διαρκώς τις διαστάσεις μου και τύλιξε αυτό το καινούργιο, πελώριο σώμα μου με τη λευκότητά του.
Ξύπνησα ευτυχισμένος, όσο ποτέ άλλοτε. Όμως, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, πανικοβλήθηκα, γιατί αυτό το εξουθενωτικά έντονο, το απερίγραπτο συναίσθημα της απόλυτης ευτυχίας, δεν το είχα νοιώσει ποτέ στην πραγματικότητα !
Βροχή τα ερωτήματα, κύριε Φρόιντ... Γιατί τρόμαξα με την ευτυχία; Η ευτυχία τρομάζει; Η πραγματική ευτυχία είναι κάτι άλλο από αυτό που έχω ζήσει; Μήπως δεν την ξέρω; Καθόλου; Μήπως δεν θα τη ζήσω; Ποτέ; Μήπως μόνον κάποιοι λίγοι έχουν αυτήν την ευλογία; Και μήπως δεν είναι ευλογία; Μήπως είναι κατάρα;... Και λέω «κατάρα», γιατί όταν ζεις κάτι τόσο μεγάλο, υπερβατικό, πώς επιστρέφεις; Αυτό το όνειρο-συναίσθημα μου έκανε πολύ κακό· μου πήρε πίσω την ευτυχία που είχα νοιώσει στην πραγματικότητα.
Δεν μπόρεσα να αποθησαυρίσω το πολύτιμο όνειρο και δυσκολεύτηκα πολύ να επανενταχθώ στην καθημερινότητα. Ένοιωθα και κάτι αλλόκοτο· ένα αίσθημα ανωτερότητας, για αυτό που έζησα στο όνειρό μου. Τι έζησα, όμως; Μια φαντασίωση; Ένα ψέμα; Και τι σημαίνει «ζω μια ζωή σαν όνειρο»; Και γιατί δεν λέμε ποτέ «ονειρεύομαι τη ζωή»; Κι αν ακόμη το πούμε, προσθέτουμε τη λέξη «ονειρεμένη». «Ονειρεύομαι να ζήσω μια ζωή ονειρεμένη»... Δηλαδή, θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι στη ζωή, όπως στο όνειρο. Το να ζούμε, όμως, κάτι στο όνειρο, δεν είναι κομμάτι ζωής κι αυτό; Δεν ζούμε το όνειρο σαν να είναι ζωντανό; Και δεν ζούμε, όταν ονειρευόμαστε; Και δεν είναι απόδειξη το όνειρο ότι είμαστε ζωντανοί;…
Δύσκολο πράγμα ο εγκλεισμός. Αρχίζεις να αμπελοφιλοσοφείς.
Εικόνα: «Valentine’s Day» (2016),
Οξυγραφία του Χριστόφορου Κατσαδιώτη.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Προηγούμενο διήγημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ - Επόμενο διήγημα
Tags: Σόνια Ζαχαράτου