Ο Γιάννης Μαρής, η εποχή του και η αστυνομική λογοτεχνία
Μετά την Απελευθέρωση και στη διάρκεια του Εμφυλίου, οι εφημερίδες και τα περιοδικά δημοσίευσαν αστυνομικά διηγήματα, καθώς και μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων σε συνέχειες με σκοπό την ψυχαγωγία των αναγνωστών τους. Στην Ελλάδα υπήρχε έτοιμο κοινό για παρόμοιες ιστορίες, διαμορφωμένο κυρίως από τα αστυνομικά περιοδικά Μάσκα και Μυστήριον, τα οποία είχαν πρωτοκυκλοφορήσει το 1935. Ο δημιουργός τους, ο ποιητής και δημοσιογράφος Απόστολος Μαγγανάρης, τα είχε εμπνευστεί από τα αντίστοιχα αμερικανικά, ιδίως το περίφημο BlackMask. Ήταν εβδομαδιαία και είχαν στήλη αλληλογραφίας με τους αναγνώστες. Αστυνομικές ιστορίες γραμμένες από ξένους συγγραφείς δημοσιεύονταν και στα περιοδικά ποικίλης ύλης.
Τότε, δεν υπήρχαν παρόμοια ελληνικά αναγνώσματα. Ωστόσο, εκείνοι που μετέφραζαν ιστορίες ξένων συγγραφέων, άρχισαν να γράφουν διηγήματα με ξένους ήρωες, γνωστούς από τη Μάσκα, για τα ίδια περιοδικά. Το έκαναν για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση. Κατά πλειονότητα, ήταν άντρες, αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικές γυναίκες, ορισμένες καταξιωμένες στο χώρο της δημοσιογραφίας και των γραμμάτων, όπως η Γεωργία Δεληγιάννη (μετέπειτα και Αναστασιάδη), κι η Ειρήνη Καλκάνη. Μεταπολεμικά προστέθηκαν και κάποιοι καινούργιοι άντρες: Πολύβιος Βασιλειάδης, Φάνης Κλεάνθης, Πωλ Μενεστρέλ, Γιώργος Σεβαστίκογλου.
Μολονότι τόσοι πολλοί άνθρωποι έγραφαν αστυνομικές ιστορίες με ποικίλους ήρωες, δεν είχε αναπτυχθεί εγχώρια αστυνομική λογοτεχνία. Σε αυτό το παρθένο έδαφος εμφανίστηκε ο Γιάννης Μαρής. Η συγγραφική του σταδιοδρομία ως αστυνομικού συγγραφέα άρχισε το καλοκαίρι του 1953, όταν δημοσίευσε σε συνέχειες το κλασικό πλέον Έγκλημα στο Κολωνάκι. Τότε, ξεκινάει και η σύγχρονη ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Πρέπει όμως να πούμε πως το ελληνικό αστυνομικό αφήγημα έχει μια μικρή προϊστορία. Στις 14 Φεβρουαρίου 1913, εποχή των Βαλκανικών πολέμων, κι ενώ στην κυβέρνηση ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο περιοδικό Ελλάς,σε μια σελίδα με την επικεφαλίδα «Αστυνομικά διηγήματα» δημοσιεύτηκε το «Ένα τέχνασμα», του συγγραφέα Αδριανού Μ.Ζερβού, κατοίκου Χαρράρ, Αβησσυνίας. Τον Απρίλιο, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του βασιλέα Γεώργιου στη Θεσσαλονίκη, δημοσιεύτηκε το ανάγνωσμα «Από τας περιπετείας του Σέρλοκ Χολμς-Ο πλοίαρχος Κάρεϋ», «του Αρθούρου Κόναν Ντόϋλ». Στις 19 Δεκεμβρίου, κάτω από την επικεφαλίδα «Από τα νεότατα κατορθώματα του Σέρλοκ Χολμς», δημοσιεύτηκε σε συνέχειες η νουβέλα «Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον κ.Βενιζέλον», αγνώστου συγγραφέα με χώρο δράσης το Λονδίνο.
Τον Δεκέμβριο του 1919 στο περιοδικό Σφαίρα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες ένα αστυνομικό ανάγνωσμα αγνώστου με τίτλο «Ο Αθηναίος Φαντομάς». Ήταν περιπέτειες του περιβόητου αστυνόμου Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, που παρουσιάστηκαν υπό τον τίτλο «Υπέροχοι σελίδες τόλμης και γοητείας ειλημμέναι από τα κονιορτιοβριθή αστυνομικά αρχεία μας».
Το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή ήταν Το Έγκλημα του Ψυχικού του Παύλου Νιρβάναπου αποτελούσε όμως μια παρωδία του είδους· ο ήρωας αυτοκατηγορούταν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.Αυτό το «αθηναϊκόν μυθιστόρημα» είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες από τον Δεκέμβριο του 1927 ως τον Απρίλιο του 1928 στο περιοδικό Θεατής. Μετά, στο ίδιο περιοδικό, δημοσιεύτηκε το αστυνομικής πλοκής «πρωτότυπον ελληνικόν μυθιστόρημα» Ο κύκλος του αίματος του Πέτρου Νησιώτη. Ήταν γραμμένο στην καθαρεύουσα και δεν είχε φόνο, μόνο καταχρήσεις χρημάτων, διαρρήξεις και εκβιασμούς.
Άλλος Έλληνας που έγραψε αστυνομικά αναγνώσματα ήταν ο αμερικανοτραφής Ορφέας Καραβίας, ο οποίος έγραψε στο Εβδομάς το 1932 μια σειρά διηγήματα πότε ως «Ορφ.Β.Καρ.» και πότε ως «Φέλιξ Καρ» με χώρο δράσης τη Νέα Υόρκη. Αργότερα, έγραψε τις περιπέτειες του αθέατου, αλλά πανταχού παρόντος, ντετέκτιβ Μάρτιν Μπεγκ. Στο Μυστήριον το 1935 δημοσιεύτηκε το πρώτο σχετικό μυθιστόρημα που είχε τίτλο Ο άνθρωπος με το ξύλινο χέρι. Ο Καραβίας ήθελε να περάσει σαν αγγλόφωνος συγγραφέας και τοποθέτησε τη δράση του ήρωά του στην Αμερική.
Το πρώτο «καθαρό» ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα το έγραψε η Ελένη Βλάχου, η οποία, νεαρή ακόμα, 27χρονη, το δημοσίευσε σε συνέχειες από τον Ιανουάριο έως τον Μάρτιο του 1938, στην Καθημερινή, την οικογενειακή της εφημερίδα. Ήταν Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη, είχε ήρωα τον ανθυπομοίραρχο Γρηγορίου, αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ σε μορφή βιβλίου.
Το εβδομαδιαίο Μπουκέτο που είχε διευθυντή τον ποιητή Δημήτρη (Μήτσο) Παπανικολάου δημοσίευε σε συνέχειες τον Φρανκεστάιν της Μαίρης Σέλεϋ και αστυνομικά διηγήματα, μερικά από τα οποία ήταν γραμμένα από την «Αγαθή» Κρίστι. Σε αυτό το περιοδικό εμφανίστηκε και ο πρώτος έλληνας αστυνομικός ήρωας, μερικά χρόνια πριν από τον αστυνόμο Μπέκα του Μαρή. Ήταν ο «διάσημος έλληνας ντετέκτιβ Μπίλλυ Γεράνης», αρχικά ενωματάρχης της Χωροφυλακής στο πέμπτο αστυνομικό της Αθήνας και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων, αστυνόμος. Τις περιπέτειές του τις έγραφε ο Πέτρος Μακρυνός και ήταν έξι διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε δύο ή τρεις συνέχειες το καθένα από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο του 1942.
Μετά την Kατοχή, η Μάσκα και το Μυστήριον επανεκδόθηκαν, το 1946 και το 1952 αντιστοίχως, ενώ το Μπουκέτο δημοσίευε σε συνέχειες το Τρεις γυναίκες κι έναςάντρας της Άγκαθα Κρίστι. Επειδή η ζήτηση ήταν μεγάλη, ο Στέλιος Ανεμοδουράς εξέδωσε –ανταγωνιστικά ως προς τη Μάσκα και το Μυστήριον–, το ομοειδές Νυχτερίδα και ο Γιώργος Τσουκαλάς το Περιπέτεια. Στην πρώτη, ο Νίκος Μαράκης, αστυνομικός συντάκτης στο Βήμα και στα Νέα, άρχισε να δημοσιεύει τις περιπέτειες της Μις Γκοστ, ή Δεσποινίς-Φάντασμα, της ελληνίδας πατριώτισσας Αγγέλας Μαρκάτου που έκανε αντιστασιακές πράξεις κατά των κατακτητών, ως Π. Πετρίτσης. Τότε κυκλοφορούσε και το περιοδικό Πάμεμ (ήτοι, Περιπέτεια, Αγωνία, Μίσος, Έρωτες, Μυστήριο), που δημοσίευε σε συνέχειες τις περιπέτειες του Ελληνοαμερικανού ντετέκτιβ Νίκ Βάλετ, τις οποίες έγραφε ο Γιάννης Καμπούρης.
Ο πρώτος έλληνας συγγραφέας που έγραψε αστυνομικό μυθιστόρημα τη δεκαετία του ’50 ήταν ο Χρίστος Χαιρόπουλος, γιος του δημοσιογράφου Κωστή Χαιρόπουλου, δημοσιογράφος ο ίδιος, μα και συνθέτης οπερέτας, αλλά και ελαφρών τραγουδιών. Στις 13 Ιουλίου του 1952 άρχισε να δημοσιεύονται σε συνέχειες στην εφημερίδα Εμπρός τα Καλλιστεία του θανάτου, «ένα αριστουργηματικό αισθηματικό μυθιστόρημα, εμπνευσμένο από την πρόσφατη επικαιρότητα των καλλιστείων». Πράγματι εκείνη τη χρονιά στον διαγωνισμό που έγινε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» για την ανάδειξη της ομορφότερης Ελληνίδας εκλέχτηκε Σταρ Ελλάς η Νταίζη Μαυράκη. Το μυθιστόρημα του Χαιρόπουλου, όπου καθρεφτιζόταν η αθηναϊκή κοινωνία της εποχής, ολοκληρώθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου, αλλά ο συγγραφέας σταμάτησε να ασχολείται με το αστυνομικό είδος.
Η συγγραφική σταδιοδρομία του Γιάννη Μαρή ως αστυνομικού συγγραφέα έγινε, όπως προαναφέρθηκε, το 1953, όταν με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Τσιριμώκος δημοσίευσε το Έγκλημα στο Κολωνάκι, ένα «Αθηναϊκό Αστυνομικό Μυθιστόρημα», στο εβδομαδιαίο περιοδικό Οικογένεια με εικονογράφηση του Κ.Παπαδόπουλου. Σε σχετικές διαφημίσεις που δημοσιεύτηκαν στην Ακρόπολι διαβάζουμε πως «είναι το πρώτο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα». Ήρωάς του ήταν ο θρυλικός αστυνόμος Γιώργης Μπέκας, ο οποίος βασίστηκε στον επιθεωρητή Μεγκρέ του Ζορζ Σιμενόν που δεν λύνει απλώς γρίφους σχετικούς με ένα έγκλημα αλλά επιχειρεί να διεισδύσει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του για να τους κατανοήσει. Στο ίδιο μυθιστόρημα εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο δημοσιογράφος Μακρής, το alterego του συγγραφέα.
Τότε ο 37χρονος Γιάννης Τσιριμώκος –και μέχρι να βρει μόνιμη στέγη–, συνεργαζόταν με ποικίλα έντυπα, γράφοντας άρθρα, κείμενα και σχόλια για πολλά θέματα. Η δημοσιογραφική του σταδιοδρομία είχε αρχίσει στην εφημερίδα Μάχη, την οποία εξέδιδε ο εξάδελφός του Ηλίας Τσιριμώκος, ηγέτης μαζί με τον Αλέξανδρο Σβώλο του μικρού σοσιαλιστικού κόμματος Ε.Λ.Δ. (Ένωσις Λαϊκής Δημοκρατίας), ιδρυτικού μέλους του ΕΑΜ. Τον Ιανουάριο του 1947 εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο που τον έκανε διάσημο: «Γ.Μαρής». Με αυτό κάθε Δευτέρα υπέγραφε κριτικές ταινιών στη στήλη «Κινηματογράφος».
Τον Δεκέμβριο του 1953, η Οικογένεια ανέστειλε την έκδοσή της, οπότε διακόπηκε η δημοσίευση του μυθιστορήματος Έγκλημα στο Κολωνάκι . Στο μεταξύ ο Μαρής είχε μετακομίσει στο ισχυρό δημοσιογραφικό συγκρότημα Μπότση που εξέδιδε την Ακρόπολι και την Απογευματινή. Στην κυβέρνηση τότε βρισκόταν ο Eλληνικός Συναγερμός του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου. Ήταν η εποχή που η χώρα έβγαινε από μια δεκαετία πολέμων, συμφορών και ανέχειας και οι πολίτες κάθε πολιτικής απόχρωσης προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους. Οι φυλακές και τα νησιά της εξορίας ήταν γεμάτα με αριστερούς πολίτες. Το κομμουνιστικό κόμμα προσπαθούσε να συμμαζέψει τα ράκη της ήττας και η αστυνομία έλεγχε τα πάντα και τους πάντες, οπότε ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να έχουν έσοδα από παράνομες ενέργειες κάθε είδους. Επομένως, η εγκληματικότητα ήταν χαμηλή, αν βέβαια εξαιρέσουμε τα εγκλήματα που διαπράττονταν για λόγους τιμής, τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία.
Η αυξανόμενη ζήτηση για αστυνομικές ιστορίες οδήγησε και πάλι στην έκδοση της Μάσκας και του Μυστήριου το 1955 και το 1956 αντίστοιχα. Τότε, ο Μαρής ανέλαβε να γράφει στις εφημερίδες των Μπότση ιστορικά αναγνώσματα, περιπετειών, έρωτα και δράσης –κάτι που έμαθε να κάνει καλά στα προαναφερθέντα φύλλα-, καλύπτοντας την ανάγκη του κοινού για εύπεπτη πνευματική τροφή. Μαζί με αυτά, έκανε διασκευές γνωστών και δημοφιλών μυθιστορημάτων. Ταυτόχρονα, επιδόθηκε στη συγγραφή δικών του πρωτοτύπων ιστοριών, όπως το Έγκλημα στα παρασκήνια –το υπέγραφε ως Γιάννης Μαρής, τώρα–, που φιλοξενήθηκε σε συνέχειες στην Απογευματινή τον Νοέμβριο του 1954. Ήταν το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα του και συνοδεύτηκε με τη διαφημιστικό φράση «Κάτι που γράφεται δια πρώτην φορά εις ελληνικήν εφημερίδα».
Ο κινηματογράφος άρχισε να ασχολείται με τους ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων που προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε μια καταπιεστική και μίζερη κοινωνία ακριβώς τότε. Τον Οκτώβριο του 1953 δημοσιεύτηκε στην Αθηναϊκή ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Το ανώνυμο πλήθος των συνοικισμών πρωταγωνιστεί σε νέα ελληνική ταινία». Ο λόγος για την πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου, τη Μαγική πόλη, «που φιλοδοξεί στα πλαίσια μιας ιδιότυπης ερωτικο-αστυνομικής περιπετείας, να δώση τον χαρακτήρα και το ήθος της ελληνικής μεταπολεμικής γενεάς», διαβάζουμε. Τόσο σε αυτήν όσο και στον Δράκο που ακολούθησε, ο Κούνδουρος επιχειρεί να καταγράψει το κλίμα της εποχής καθώς και τις συμπεριφορές των συμπολιτών του που αγωνίζονταν για την επιβίωση με εικόνες του ιταλικού νεορεαλισμού και του αμερικανικού νουάρ (άνεργοι, λαθρέμποροι, καβγατζήδες, κομπιναδόροι).
Το 1954 κυκλοφόρησε ο Ταχυδρόμος που αυτοπροσδιοριζόταν ως «εβδομαδιαία, πολιτική, φιλολογική, επιστημονική, εγκυκλοπαιδική εφημερίς», και δημοσίευε κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας…. φιλοξενούσε αστυνομικά διηγήματα του Ρεστ Λάρσον, δηλαδή του Ορέστη Λαζαρίδη, συντάκτη του περιοδικού. Οι δύο ήρωές του, ο αστυνομικός επιθεωρητής Μπένσον και ο βοηθός του, ο αστυφύλακας Μακ Γκέγκορ, εξιχνίαζαν ποικίλα εγκλήματα σε μια απροσδιόριστη πόλη. Λίγο μετά, τον Ιούνιο του 1957, ο Λάρσον υπέγραψε και το Οι νεκροί δεν λένε ψέματα,«σύγχρονο αθηναϊκό μυθιστόρημα» που δημοσιευόταν σε συνέχειες.
Με το περιοδικό συνεργαζόταν ο Νίκος Μαράκης. Τον Δεκέμβριο του 1956 άρχισε να δημοσιεύει το «αθηναϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα» Ο πράσινος πιγκουίνος, «μια νέα περιπέτεια του δυναμικού αστυνομικού Τζιμ Κάρβα». Ο ήρωάς του στηρίχτηκε πάνω στα πρότυπα του Λέμι Κόσιον, ήρωα του Πίτερ Τσένεϊ. Ο Μαράκης στις 24 Αυγούστου 1957 δημοσίευσε στον Ταχυδρόμο ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Και τρίτο τέλειο έγκλημα» θύμιζε τρεις ανεξιχνίαστες υποθέσεις που απασχολούσαν την αστυνομία της πρωτεύουσας. Η πρώτη ήταν η περίπτωση Γαζή από τον Ιούλιο του 1946, η δεύτερη η περίπτωση Βιλιέτ από τον Ιανουάριο του 1954 και η τρίτη η περίπτωση Πεπέ που ήταν πρόσφατη, εκείνου του μήνα. Αργότερα, το 1959, στον Ταχυδρόμο δημοσίευσε τα πρώτα της αστυνομικά διηγήματα η Αθηνά Κακούρη με ήρωες την Τούλα, τον Δαπόντε και τον αστυνόμο Γεράκη.
Aς θυμίσουμε ότι επί πολλά χρόνια το αστυνομικό αφήγημα ήταν όχι μόνο δευτέρας κατηγορίας λογοτεχνία, μα είχε απέναντί του την επίσημη Αριστερά η οποία, μολονότι αρκετά από τα στελέχη της ήταν φανατικοί αναγνώστες του είδους, σχεδόν απαγόρευε την ανάγνωση αστυνομικών βιβλίων και περιοδικών στους οπαδούς της: «Ανοικτός ο δρόμος για την διαφθορά- τα γκαγκστερικά φιλμ ελεύθερα για τη νεολαία. Τα έντυπα που διαφθείρουν τους νέους (Μάσκες κλπ) κυκλοφορούν όχι μόνον ελεύθερα αλλά και σε αδασμολόγητο χαρτί, προς ευχερεστέραν κυκλοφορίαν της εντύπου αθλιότητος. Όμως ο Θούριος του Ρήγα, ο Ρουσώ και ο Ζολά απαγορεύονται», έγραφε η Αυγή (διευθυντής Λεωνίδας Κύρκος), στις 24 Οκτωβρίου 1961, παραμονές των εκλογών, καταλήγοντας: «Μαύρο στους σκοταδιστές». Και προς ενδυνάμωση των ιδεολογικών και άλλων γνώσεων των αναγνωστών της δημοσίευε σε συνέχειες το μυθιστόρημα του σοβιετικού συγγραφέα Μιχαήλ Σολόχωφ Ξεχερσωμένη γη.
Ωστόσο, τη δεκαετία του ’60 έγιναν μερικά βήματα για την αποενοχοποίηση της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ένα πρώτο δείγμα ήταν η δημοσίευση σε συνέχειες στον φιλοκομμουνιστικό Ανεξάρτητο Τύπο (Διεύθυνσις Ι.Α.Πουρνάρας-Κ.Μ.Κύρκος, αρχισυντάκτης-αρθρογράφος Κυρ.Σιμόπουλος) τον Οκτώβριο του 1961 του μυθιστορήματος του Ζορζ Σιμενόν Η γούνα της αγριόγατας. Το 1964, στο απογευματινό κομματικό όργανο της ΕΔΑ Δημοκρατική Αλλαγή που είχε διευθυντή τον πρώην βουλευτή Γιάννη Ευαγγελίδη δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη της Άγκαθα Κρίστι και το Η μελαχρινή κούκλα του Ερλ Στάνλεϋ Γκάρντνερ.
Το Έγκλημα στο Κολωνάκι ήταν η αρχή μιας λογοτεχνικής, θεατρικής, ραδιοφωνικής και κινηματογραφικής χιονοστιβάδας που διήρκεσε είκοσι χρόνια και κάτι, μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Τα αθηναϊκά αστυνομικά μυθιστορήματα του Μαρή που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες και τα περιοδικά είχαν καλή ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό με αποτέλεσμα την εμφάνιση κι άλλων συγγραφέων που υπηρετούσαν το είδος.
Tags: Φίλιππος Φιλίππου