Γιάννης Μαρής: Για τους Γουέλφους Γιβελίνος, για τους Γιβελίνους Γουέλφος
Ομιλία του Κώστα Καλφόπουλου στην εκδήλωση "Μια βραδιά στον κόσμο του Γιάννη Μαρή" (Floral, 5.12.2012)
Μια βραδυά στον κόσμο του Γιάννη Μαρή, στο Floral, στη Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων μαζί με τους Ανδρέα Αποστολίδη, Γιώργο Λεονταρίτη, Τεύκρο Μιχαηλίδη και Δημήτρη Παναγιωτάτο
Όμως, ένα βιβλίο δεν είναι καλό επειδή περιέχει ένα «αριστερό» μήνυμα. Προφανώς, υπάρχει μία μόδα, δηλ. μία αγορά.
Ζαν-Πατρίκ Μανσέττ
Καλησπέρα σε όλους. Χαίρομαι που βρίσκομαι στον φιλόξενο χώρο του Floral, με την καλή παρέα των συνομιλητών και τη συντροφιά σας. Ευχαριστώ τον Σταύρο Πετσόπουλο για την πρόσκληση και εύχομαι πάντα καλές εκδηλώσεις στο ατμοσφαιρικό Floral, που στεγάζεται στην ιστορική «μπλε πολυκατοικία», των Αντωνόπουλου-Παναγιωτάκου. Επίσης, με την ευκαιρία αυτή, επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω δημόσια την κα. Αθηνά Κακούρη, για τη συνεργασία που είχαμε στη συνεπιμέλεια της συλλογής διηγημάτων Η επιστροφή του αστυνόμου Μπέκα, και τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, για το τελικό αποτέλεσμα.
Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Θα μιλήσω για τον Μαρή, περισσότερο ως υποψιασμένος αναγνώστης, παρά ως συγγραφέας. Το έργο του μάς έχει ψυχαγωγήσει, αναγνωστικά, και μάς έχει επηρεάσει, συγγραφικά. Είμαστε «παιδιά» του, όπως έχει πει και ο ΦΦ, άλλοτε άτακτα κι άλλοτε φρόνιμα, αλλά πιστεύω, πως από εκεί που είναι μάς βλέπει με την ίδια συμπάθεια που έβλεπε και ο Μπέκας τη νεολαία της εποχής του, ακόμα κι αν πολλοί από εμάς έχουν πάψει να είναι νέοι.
Δεν έχω έτοιμες απαντήσεις. Αντίθετα, έχω ερωτήματα και κάποιες υποψίες ή αμφιβολίες, τις οποίες θα εκθέσω στη συνέχεια.
Θα ξεκινήσω λοιπόν, με ένα ερώτημα, που πρόσφατα απασχόλησε την κριτική στην αναβίωση του έργου του Μαρή ή, μάλλον, με μία θέση σχετικά με το ερώτημα εάν «ο Μαρής είναι αριστερός;», που συμβαδίζει με το ζήτημα του «κοινωνικού Μαρή»: εκτιμώ πως είναι αντίστοιχο με το ερώτημα «εάν ο Διακογιάννης είναι Παναθηναϊκός;». Η απάντηση και στα δύο είναι κατάδηλα θετική (δεν ξέρω μόνο, αν ο Μαρής ήταν κι αυτός Παναθηναϊκός), ακόμα κι αν εγκλωβιζόμαστε στην κυκλικότητα του ρητορικού ερωτήματος. Κατά την άποψή μου υπάρχει ένα πιο σημαντικό από το πρώτο: «γιατί οι ‘‘αριστεροί’’ δεν διάβαζαν Μαρή στην εποχή τους;», αν κι εδώ η απάντηση μπορεί να εντοπιστεί σχετικά εύκολα, αλλά όχι ανώδυνα (για την αριστερά πρωτίστως, αλλά και τον Γιάννη Μαρή).
Έχω την υποψία, ότι ο Μαρής, ο οποίος πράγματι «εξοβελίζει» τον Εμφύλιο από το έργο του, κάπου παίζει με τον λογοκριτή «τη γάτα με το ποντίκι», αν θυμηθούμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον 13ο επιβάτη: «Άμα μπεις μια φορά φυλακή θα σ’ έχουν πάντα στο μάτι τους… Αυτόν τον αστυνομικό που είχαν ρίξει πίσω του τον ένοιωθε σαν μια αδικία του κράτους απέναντί του. Είχε πληρώσει με τη φυλάκισή του για ό,τι είχε κάνει. Δεν τούς χρωστούσε τίποτα.». Υπάρχει πιο αιχμηρή περιγραφή για έναν ποινικό ή πολιτικό κρατούμενο που αποφυλακίζεται και το αστυνομικό κράτος της εποχής;
Για μένα, άλλο είναι το κυρίαρχο ερώτημα: «Γιατί ο Μαρής, ως αστυνομικός συγγραφέας, επιλέγει ένα λαϊκό, οικογενειακό περιοδικό, όπως την ‘‘Οικογένεια’’, για να ξεκινήσει την σταδιοδρομία του, αντί για τη «Μάσκα» ή το «Μυστήριο», όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τους αμερικανούς συγγραφείς του Μεσοπολέμου;». Αυτό το ερώτημα καλείται να λύσει η έρευνα γύρω από τη ζωή και το έργο του, δηλ. μία εμπεριστατωμένη και κριτική εργοβιογραφική προσέγγιση του συγγραφέα. Μία πρώτη υπόθεση, που μένει να επαληθευτεί ή να διαψευστεί, είναι ότι ο Μαρής πιθανόν να μη σχετίζεται με αυτόν τον συγγραφικό και εκδοτικό κύκλο (Χανός, Κορίνης κ.ά.).
Η δική μου, εντελώς προσωπική, εκτίμηση είναι ότι ο Μαρής, ως δημοσιογράφος και εκδότης επιλέγει σκόπιμα, δηλ. στοχευμένα, το κοινό του, τη νεοελληνική, μικροαστική οικογένεια, λίγα χρόνια μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, μέσα από την μακρά παράδοση των λαϊκών περιοδικών και των μυθιστορημάτων σε συνέχειες.
Πρώτον, διότι, εικάζω, θέλω να πιστεύω όχι αβάσιμα ούτε αυθαίρετα, ως ιδιοσυγκρασία, ως θέμα (sujet) και ως γραφή, είναι πιο κοντά σε αυτόν τον χώρο, απ’ ότι στο κοινό των αστυνομικών περιοδικών (μην ξεχνάμε ότι εκείνα τα χρόνια αυτά τα έντυπα, όπως και εκείνα με τα στοιχήματα ιπποδρομιών, των «αλογομούρηδων», όπως τούς έλεγαν τότε τους «φιλίππους», ήταν σε ανυποληψία από το πλατύ κοινό), που μεταφέρουν το βαρύ κλίμα και την ατμόσφαιρα των hard-boiled private eye έργων, των ιδιωτικών ντετέκτιβ και των συμμοριών. Εξ άλλου, είναι ένα κοινό με το οποίο έχει εξοικειωθεί σε επαγγελματικό επίπεδο.
Δεύτερον, εάν ο Μαρής δημοσίευε σε αυτά τα περιοδικά, που είχαν μάλλον ένα ιδιαίτερο, «κλειστό» κοινό, για το οποίο δεν διαθέτουμε ούτε στοιχεία ούτε εκτιμήσεις, εκτός από τον Δ. Χανό, παρά κρίνουμε μόνο από την εμπειρία μας, και βρίσκονταν στα διασταυρούμενα πυρά της εκ δεξιών και αριστερών κριτικής, ως εξοβελιστέα, παρακμιακά και φθοροποιά, πιθανόν δεν θα είχε την άμεση ανταπόκριση από τους αναγνώστες τους ή θα είχε εγκλωβιστεί στο κοινό τους.
Τρίτον, ο Μαρής, εγγράφοντας στο συγγραφικό του έργο, κατ’ αρχάς έναν αθηνοκεντρισμό (σε πολλά έργα του, αλλά κυρίως στα πρώτα και στα τελευταία), βασιζόμενος στην παράδοση των αθηναϊκών αφηγημάτων, αλλά και συνδυάζοντας το pulp με το pop(ular) στοιχείο (κόσμος του θεάματος και της δημοσιότητας της εποχής, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, θέματα από περιοδικά ποικίλης ύλης κλπ.) απευθύνεται ακριβώς σε ένα κοινό που μπορεί πιο εύκολα να προσλάβει αυτόν τον κόσμο και να «ταυτιστεί» μαζί του.
Επίσης, η αρχική θεματική του είναι αστεακή (urban), άρα το αστικό και μικροαστικό κοινό αποτελούν τους βασικούς αναγνώστες του, με δεδομένο, ότι και η λογοτεχνική κριτική τον «εξορίζει» και η αριστερά τον «αφορίζει» μέσα από τις ιδεολογικές της αγκυλώσεις, περί της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Μαρής εισάγει, μέσω των εκδόσεων «Ατλαντίς», το ελληνικό αστυνομικό στο μικροαστικό σαλόνι, όπως πενήντα περίπου χρόνια αργότερα θα το κάνει η Άγρα, με την έκδοση του 13ου επιβάτη, και την προαναγγελία της Κυρίας της νύχτας, καθιστώντας το salonfähig, στις βιβλιοθήκες των διανοουμένων.
Σάς θυμίζω, ενδεικτικά μόνο, ότι η Άλκη Ζέη, οικογενειακή φίλη, είχε δηλώσει στην πρώτη εκδήλωση που κάναμε με την ΕΛΣΑΛ προς τιμήν του Μαρή, ότι «γνωρίζαμε πως έγραφε αστυνομικά, αλλά δεν τα διαβάζαμε», ενώ αντίστοιχα, ο Βασίλης Βασιλικός, που αφιέρωσε σε αυτόν την πρώτη εκπομπή του «Άξιον εστί» στον νέο κύκλο 2012-2013, και αναγνωρίζοντας πλέον τον Γιάννη Μαρή, σαν «έναν μεγάλο συγγραφέα που ανακάλυψε πρόσφατα» (στην εκπομπή του Δ. Φύσσα, στον 9,84), ομολόγησε ότι τον γνώρισε προσωπικά, τον εκτιμούσε, αλλά αγνοούσε το έργο του.
Ο Μαρής, θα το επαναλάβω εδώ, δημιουργεί παράδοση, δηλ. «δημιουργεί εκ του μηδενός», για να θυμηθούμε τον Διονύση Σαββόπουλο. Μπορεί να «πατάει» πάνω στην παράδοση των λαϊκών περιοδικών, των αναγνωσμάτων και θεαμάτων, στα romans-feuilleton, στην αστυνομική λογοτεχνία, σε συνδυασμό με την Trivialliteratur και το Schundroman, μπορεί, επίσης, να εντοπίζουμε συχνά στερεότυπα και μία τάση εξιδανίκευσης, στοιχεία που ο Μαρής τα χειρίζεται με μαεστρία, όμως άλλου είναι το colpo grosso του ιδιοφυούς συγγραφέα: στην αποενοχοποίηση της αστυνομίας.
Αυτό το «εύρημα» είναι που κάνει «μοναδικό» τον Μαρή για τα ελληνικά, ακόμα και για τα ευρωπαϊκά, δεδομένα, στην έμπνευση και σύλληψη του έργου του, κι αυτό θα τού κοστίσει, χάνοντας το φυσικό, αναγνωστικό κοινό του, για να κερδίσει όμως ένα πολλαπλάσιο και εν τέλει να αναγνωριστεί και από τους «αριστερούς» (σε εισαγωγικά!), που ανάλογη αποστροφή είχαν με το ρεμπέτικο και το αρχοντορεμπέτικο, όπως γνωρίζουμε.
Εδώ, ο Μαρής κόβει τον γόρδιο δεσμό της μετεμφυλιακής εμμονής με δύο στρατηγήματα, κηρύσσοντας τρόπον τινά τη λήθη με το παρελθόν, αλλά όχι την αμνησία: πρώτον, και κύριον, θεωρεί την αστυνομία, με τη δομή, τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα του Μηχανισμού, τη μόνη οντότητα που μπορεί να αντιμετωπίσει το κοινό έγκλημα, κάτι που τονίζει συχνά στα βιβλία του, με δεδομένη την αποστροφή του στους ιδιωτικούς αστυνομικούς (δηλ. το ξένο πρότυπο) και, δεύτερον, με την εμφάνιση του αστυνόμου Μπέκα, ενός φαινομενικά άχαρου, αλλά ικανού, ευαίσθητου και τίμιου αστυνομικού, που σε ορισμένα σημεία «συγγενεύει» με τον Μικρό Ήρωα. Για να τονίσει μάλιστα την «καθαρτήρια» επιλογή του, ο Μαρής μετέρχεται δύο «τρίκ»: πρώτον, μέσω μίας στρατηγικής αποστασιοποίησης, στα ίχνη του Μπρεχτ, υπενθυμίζει διαρκώς και συστηματικά την χαώδη απόσταση της μυθοπλασίας από την πραγματικότητα, με την επωδό «αυτά συμβαίνουν μόνο στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο», θα έλεγα ότι πρόκειται για μία σατανική εμβόλιμη, παρεμβατική (auktorial) αφηγηματική στρατηγική, και, δεύτερον, δηλώνοντας την αποστροφή τους προς τους ιδιωτικούς αστυνομικούς, κάτι που υποδηλώνει και ρήξη με την αμερικανική παράδοση, ταυτόχρονα όμως και εμμονή στις «ελληνικές συνθήκες», από τις οποίες απουσιάζουν «ξένες επιρροές», π.χ. απαγωγές, ληστείες τραπεζών, συμμορίες, πληρωμένοι δολοφόνοι κλπ..
Ανάμεσα στις εκκρεμούσες μελέτες και προσεγγίσεις, θα άξιζε πάντως μία συγκριτική μελέτη, έστω στο μέγεθος της μονογραφίας, αναφορικά με τον αστυνόμο Γιώργο Μπέκα, του Γιάννη Μαρή και τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, του Πέτρου Μάρκαρη, αλλά αυτά είναι μάλλον bon pour l’ Orient!
Η κεντρική μου θέση είναι ότι, στο έργο του Μαρή συγκρούεται, στο πλαίσιο μιας ιδιότυπης ταξικής αντιπαράθεσης στους κόλπους της μεταπολεμικής (όχι μετεμφυλιακής) νεοελληνικής κοινωνίας, ο αμφίδρομος (κάποιος ήρωας έρχεται από το εξωτερικό, κάποια μέλη της καλής κοινωνίας ταξιδεύουν στο εξωτερικό) κοσμοπολιτισμός της εποχής με την μικροαστική ηθική, με την έννοια του «νοικοκυρεμένου», όχι του αντιδραστικού, υποκριτικού petitbourgois, κυρίως στο πρόσωπο του αστυνόμου Μπέκα.
Τέλος, ως νύξη περισσότερο παρά ως τελικό συμπέρασμα, θα πρέπει να μάς απασχολήσει ένα άλλο κεφαλαιώδες ζήτημα στον Μαρή: το ερωτικό στοιχείο (που ήδη έθιξε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης στο κείμενό του «Και ο Μαρής έπλασε τη γυναίκα», στο περιοδικό Status, τον περασμένο Οκτώβριο) και ο διάχυτος, άλλοτε υπόρρητος και άλλοτε έντονος, ερωτισμός, που ενίοτε φτάνει στα όρια της ηδονοβλεψίας, όπως κατέδειξε ο Ανδρέας Αποστολίδης στη μελέτη του, Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή, δηλ. της σκοποφιλίας (με αποκορύφωση το Μπούμερανγκ) και του φετιχισμού, όπως εμφανίζεται στα έργα του Μαρή, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοπής femme fatale (την «πολυτελή» γυναίκα, όπως τη χαρακτηρίζει ο Μαρής, δηλ. τη λουσάτη που ’λέγαν οι παλιοί), αλλά και της νεαρής γυναίκας, που είναι χαριτωμένη, σπιρτόζα και στέκεται στο πλευρό του ήρωα, ακόμα, αν θέλετε, και το υπηρετικό προσωπικό (οι υπηρέτριες στα πλούσια σπίτια κι οι καθαρίστριες στα μικροαστικά), οι θυρωροί της εποχής της ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής, κι εδώ εντοπίζω μία υπόγεια «συγγένεια» με τον κόσμο του Σιμενόν.
Αυτά είχα να σάς πω, σχετικά με τα «δύο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν».
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.