Μαρτινίδης Πέτρος: "Περίπτωση στραγγαλισμού"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

 

Είχε πάει οκτώ, ώρα να αρχίσει η παρουσίαση, και ο Ιάσων Στραδέλης έβραζε στο ζουμί του. «Κάτι σαν το “πέντε που βραδιάζει” –ώρα θανάτου στον Λόρκα– η 8η βραδινή κατέστη ώρα βιβλιοπαρουσιάσεων», σκεπτόταν ο γηραιός πανεπιστημιακός, κοιτάζοντας τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου με τα δεκάδες αντίτυπα του ίδιου βιβλίου και την αφίσα που ανήγγελλε:

Παρουσίαση του μυθιστορήματος: «Περίπτωση στραγγαλισμού».

Ομιλητής: Ιάσων Στραδέλης, ομότιμος καθηγητής, ποιητής.

Αναρωτήθηκε σε πόσες παρουσιάσεις βιβλίων είχε μετάσχει ως ομότιμος ή πριν να βγει στη σύνταξη.

Τριάντα; Σαράντα; Περισσότερες; Το κύρος του καθηγητή ιστορίας της λογοτεχνίας, η βράβευση μιας ποιητικής του συλλογής και το επιβλητικό παράστημά του τον έκαναν περιζήτητο σε αυτές τις τελετές. Κι ας πίστευε πως η μοναχική επίδοση της ανάγνωσης ελάχιστα σχετίζεται με τις κοσμικές αβρότητες των βιβλιοπαρουσιάσεων.

Μια δυο φορές είχε δεχτεί ευχαρίστως τον ρόλο του. Βιβλία που χάρηκε, θα μιλούσε γι’ αυτά με οποιαδήποτε ευκαιρία. Τις υπόλοιπες τον υπέστη, εξαιτίας της αδυναμίας του να κακοκαρδίσει οποιονδήποτε. «Σε παρακαλώ Ιάσων, είσαι ο πιο κατάλληλος να αναλύσει τη γραφή μου», ο ένας, «ούτε σ’ εμένα αρέσουν τέτοιες εκδηλώσεις μα, τι να γίνει, επιμένει ο εκδότης», ο άλλος, είχε υμνήσει ένα πλήθος φιλόδοξες μπαρούφες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ένα σωρό κείμενα, καλογραμμένα ή όχι, που νοσταλγούσαν ή αναμασούσαν χωρίς να έχουν τίποτε να πουν –καμιά ιδέα να προτείνουν ή κάτι που να δίνει συνοχή στην πλοκή τους. Κείμενα που είχαν περάσει διορθώσεις και κόντρα-διορθώσεις, τυπογραφεία και βιβλιοδετεία, επιδέξιες επιλογές εξωφύλλων και μεθοδικές ταχυδρομήσεις σε δημοσιογράφους, χάρη στο όνειρο κάθε εκδότη να του τύχει μια νεαρή ή όχι τόσο νεαρή Φρανσουάζ Σαγκάν, κάποιος περιθωρια­κός προς αγιοποίηση, εν είδει Ζενέ, μια παραμυθού σαν την Ρόουλινγκ ή ένας ακόμη Νταν Μπράουν! Κείμενα που, είτε αφήσουν κάτι στην ιστορία της λογοτεχνίας –ανεπαίσθητο ή ανεπαίσχυντο– είτε δεν αφήσουν τίποτε, αφήνουν κέρδη στον εκδότη. Εξάλλου, πόσοι εκδότες ενδιαφέρονται να διαβάσουν αυτά που εκδίδουν;

Διαβάζουν όμως οι καθηγητές ιστορίας της λογοτεχνίας και καλούνται, μετά, να παρουσιάζουν τα διαβασμένα. Όπως τόσες και τόσες φορές ο πρόθυμος Ιάσων. Αλλά αυτή τη φορά το πράγμα ξεπερνούσε κάθε όριο. Ούτε υψηλόφρονες στοχασμοί, νέου ή νέας, ούτε εφηβικές αφέλειες, κυρίου ή κυρίας σε ωριμότητα, οι οποίοι αν αντί να συγγράφουν συνέπρατταν ερωτικά (σε κάθε δυνατή διασταύρωση) θα περνούσαν πολύ πιο καλά, οι ίδιοι, και η ιστορία της λογοτεχνίας καλύτερα. Το μυθιστόρημα που θα παρουσίαζε σε λίγο ο Στραδέλης δεν ήταν, απλώς, μέτριο. Ήταν απαράδεκτο. Ο συγγραφέας –ένας τέως διευθυντής τραπέζης, μικρόσωμος κι ελαφρά νεότερός του– του είχε συστηθεί σε ανάλογη εκδήλωση, τον είχε περιλούσει με την εκτίμησή του, του είχε παραθέσει ονόματα «κοινών φίλων» και του τηλεφώνησε, κάποιο πρωί, να του πει ότι εκδίδει «αστυνομικό μυθιστόρημα»!

Φυσικά, τον ήθελε ως ομιλητή για την παρουσίαση σε κεντρικό βιβλιοπωλείο. Ο ευγενής Ιάσων ζήτησε να δει το έργο, δηλώνοντας: «Ξέρεις, ελάχιστα αστυνομικά έχω διαβάσει, δεν είμαι αρμόδιος». «Τι λες Ιάσονά μου; Αν δεν είσαι εσύ, ποιος είναι; Και μην ξεχνάς πως τα αστυνομικά είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της σήμερον. Γι’ αυτό έσπασαν τα ταμεία!». Μετά από λίγη ακόμα πίεση, ο συγγραφέας τού εκμαίευσε μια μοιρολατρική συναίνεση.

Με τις αργοπορίες του εκδότη έλαβε το μυθιστόρημα τρεις μέρες πριν την παρουσίαση, ενώ είχαν ήδη τυπωθεί αφίσα και προσκλήσεις. Όταν επιτέλους άρχισε να διαβάζει, κατάλαβε πως παγιδεύτηκε. Η Περίπτωση στραγγαλισμού δεν συνιστούσε μόνο «στραγγαλισμό» κάθε λογοτεχνικότητας. Περιφρονούσε και κάθε αφηγηματικό κώδικα. Απέραντες φλυαρίες ιστορούσαν τον φόνο ενός πενηντάχρονου από μια παλιά του ερωμένη και μητέρα νεαρής, με την οποία ο πενηντάχρονος καλλιεργούσε προοπτικές ερωτικού δεσμού, αγνοώντας ότι είναι κόρη του! Όλα άρχιζαν με την ανεύρεση του πτώματος κι έπειτα περιπλέκονταν σ’ ένα μυστήριο που, μη ξέροντας να το λύσει μέσω κάποιου ήρωα, ο συγγραφέας το επεξηγούσε αυτοπροσώπως στον «επίλογο». Πώς η έξαλλη μητέρα επισκέφτηκε αιφνιδιαστικά τον ώριμο γόη, τον έριξε με μια σπρωξιά στο πάτωμα και τον στραγγάλισε πατώντας τον λαιμό του με το παπούτσι της, ώστε και την κόρη να σώσει από την αιμομιξία και να εκδικηθεί τον άνδρα που «της είχε δώσει παπούτσι». Με την απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων, επιπλέον, να της εξασφαλίζει πλήρη ατιμωρησία για την πράξη της!

Τελειώνοντας την ανάγνωση, ο Ιάσων αποφάσισε να δηλώσει άρρωστος την τελευταία στιγμή. Όσοι καταδικάζουν τον λιποτάκτη ας πάνε να πολεμήσουν στη θέση του. Δεν ήταν δυνατό να επαινέσει τέτοιο ανοσιούργημα. Τι να έλεγε, δηλαδή; Ότι πάλι καλά που, με τόσες φαιδρότητες, ο συγγραφέας δεν ανακάτεψε και κάποια «ευεργετικά πνεύματα» ή προστάτιδες αγίες, οι οποίες εμποδίζουν τις αιμομιξίες; Ούτε ήταν δυνατό, ως αποκλειστικός ομιλητής, να βγει να το στηλιτεύσει. Έτσι, όμως, κάθε σοβαρός άνθρωπος που θα το διάβαζε θα τον κάγχαζε, όσες επιφυλάξεις κι αν άφηνε να διαφανούν στην ομιλία του. Βέβαια, πιθανώς να πωλούνταν 40 ή 50 αντίτυπα μετά την παρουσίαση, σε γνωστούς του συγγραφέα, και τίποτε παραπέρα. Ο ίδιος, ωστόσο, θα έμενε εκτεθειμένος.

Ο συγγραφέας τον αιφνιδίασε, όπως η φόνισσα του μυθιστορήματος τον παλιό εραστή της. Εμφανίστηκε σπίτι του από τις έξι, την ώρα που ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει και να δηλώσει άρρωστος, βρίσκοντάς τον ντυμένο και υγιή. «Ήρθα να σε πάρω εγώ, να μην ταλαιπωρείσαι με συγκοινωνίες, αφού δεν έχεις αυτοκίνητο», του δήλωσε εγκάρδια και στρώθηκε για καφέ. Συνεχίζοντας να τον ευχαριστεί, για τη μεγάλη τιμή που του έκανε –«κοτζάμ ομότιμος καθηγητής»– του υπέδειξε, πριν ξεκινήσουν, πως θα έπρεπε να τονίσει «τον πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών, στη ζωή όπως στην τέχνη, ως το σημαντικό, κοινωνικό μήνυμα του βιβλίου, πίσω από την αστυνομική πλοκή». Άφωνος, σε όλη τη διαδρομή, ο Ιάσων αισθανόταν ως πρόβατον επί σφαγήν.

Από τον χώρο όπου πάρκαραν, μέχρι το βιβλιοπωλείο, σκέφτηκε να κάνει ότι παραπατά και να σωριαστεί στον δρόμο, σπάζοντας ή στραμπουλώντας κάποιο άκρο. Άλλος τρόπος να γλιτώσει τους καθ’ υπόδειξιν επαίνους ενός τέτοιου «φεμινισμού» δεν του απέμενε. Φοβήθηκε, όμως, μήπως ο αυτοτραυματισμός παραή­ταν σοβαρός για την ηλικία του. Ανάμεσα στο να βρεθεί κατάκοιτος σε νοσοκομείο ή ρεζίλι σε βιβλιοπωλείο η επιλογή παρέμεινε μετέωρη.

Καθυστέρησε αρκετά στην είσοδο, όσο στον χώρο της παρουσίασης συνέρεαν πλήθη. Προσπερνώντας τον αδιάφοροι, οι πιο πολλοί, ή με ελαφρά νεύματα, όποιοι τον αναγνώριζαν. Ο τέως διευθυντής είχε καταφέρει να μαζέψει σχεδόν όλους τους τραπεζικούς της πόλης, με τις οικογένειές τους, συν δυο τρεις πολιτευτές και μια εκπρόσωπο του Νομάρχη. Αυτούς, μάλιστα, φρόντισε να τους οδηγήσει ο ίδιος, περιχαρής, στις κρατημένες πολυθρόνες της πρώτης σειράς.

Προβολείς φώτισαν το τραπέζι όπου θα κάθονταν συγγραφέας και ομιλητής. Κάποιοι θα βιντεοσκοπούσαν την ομιλία. Μια χαριτόβρυτη υπάλληλος έτρεξε ως την είσοδο, να του πει πως αρχίζουν. Είχαν γίνει και τα τελευταία τεχνικά τεστ. Κυρίες με ακριβά φορέματα, γραβατωμένοι κύριοι και ποικιλότροπα ντυμένοι νεαροί ή νεαρές σώπασαν, όταν ο Ιάσων κατευθύνθηκε στο πόντιουμ. Ο μικρόσωμος τραπεζικός είχε ήδη κορδωθεί εκεί, μ’ ένα στυλό μονμπλάν στο χέρι, έτοιμος να αρχίσει να υπογράφει τα αντίτυπα του «κοινωνικοαστυνομικού» μυθιστορήματος που θα έσπαζε τα ταμεία.

Ο Στραδέλης σωριάστηκε στην καρέκλα του. Την ένιωσε σαν ηλεκτρική. Σίγουρα θα τερμάτιζε τη φήμη του σεβάσμιου ακαδημαϊκού. Είχε ήδη ακούσει επικρίσεις για τις συμβολές του στην προώθηση απίστευτων μετριοτήτων. «Αφού προσφέρεσαι να σε απομυζούν σταγόνα-σταγόνα», τον είχε προειδοποιήσει μια συνάδελφος, «σε λίγο θα σε λένε Στραγγισμένο, όχι Στραδέλη». Δυσφόρησε, μα ήξερε πως οι επικριτές –καλοί του φίλοι, όλοι– είχαν δίκιο. Δεν κατάφερε, όμως, να πει ούτε ένα όχι. Αντίθετα, ενέδωσε ξανά και ξανά. Αίφνης, οι αλλεπάλληλες δυσφορίες έδρασαν αθροιστικά. Άρχισε να ζαλίζεται από τη ζέστη των προβολέων και του πυκνού πλήθους, ενώ η όρασή του θόλωνε.

«Κυρίες και κύριοι», ψιθύρισε και σώπασε. Του έκαναν νόημα να πλησιάσει το μικρόφωνο. «Κυρίες και κύριοι», επανέλαβε δυνατότερα, «πριν πω οτιδήποτε για το βιβλίο, επιτρέψτε μου να επισημάνω ένα πραγματολογικό σφάλμα του συγγρα­φέα. Η περίπτωση στραγγαλισμού που περιγράφει δεν είναι τόσο… τόσο ευλογοφανής. Λίγα ξέρω από αστυνομικά μυθιστο­ρήματα, μα πώς είναι δυνατό να σε στραγγαλίσει κάποιος, πατώντας σε στον λαιμό με το παπούτσι του;»

Χαμογέλασε αμήχανα. Βλέμματα ευφρόσυνης προσδοκίας ανταπέδωσαν το χαμόγελό του. Ως και η εκπρόσωπος του νομάρχη τον κοίταξε φιλικά, παραβιάζοντας την αμεροληψία των Αρχών σε θέματα φιλολογικής αξιολόγησης. (Τα μόνα, ίσως, στα οποία οι Αρχές μπορούν να δείχνονται απολύτως αμερόληπτες.) Σηκώθηκε αργά, στράφηκε στον μωροφιλόδοξο τραπεζικό, τον βούτηξε με τα δυο χέρια από τον λαιμό και ουρλιάζοντας: «Να, έτσι στραγγαλίζουν, έτσι, έτσι, έτσι!», περάτωσε την επίδειξη ορθού στραγγαλισμού, χωρίς να προλάβει κανείς να τον σταματήσει εγκαίρως.

Μέχρι να καταδικαστεί ο Ιάσων Στραδέλης για ανθρωποκτονία από πρόθεση, η Περίπτωση στραγγαλισμού έσπασε, πράγματι, τα ταμεία.

Εκτύπωση