Ο συγγραφικός κόσμος του Γιάννη Μαρή
Ομιλία του Ανδρέα Αποστολίδη στην εκδήλωση της ΕΛΣΑΛ για τον Γιάννη Μαρή
Στην μεταπολεμική Ελλάδα ευδοκίμησε εντυπωσιακά ένα πολύ χαρακτηριστικό είδος ελαφρού θεάματος και αναγνώσματος. Η τυπολογία του αναγνωρίζεται εύκολα στον εμπορικό κινηματογράφο. Πρόκειται για μια επιτυχημένη ελληνική συνταγή ενός κινηματογραφικού είδους που γνώρισε δόξες στο Μεσοπόλεμο (αλλά και τη δεκαετία του 50) στην Ευρώπη και την Αμερική – και καλλιτεχνική του εκδοχή Γερμανούς ή Αυστριακούς σκηνοθέτες όπως ο Ερνστ Λιούμπιτς και ο Σάμουελ Βίλντερ γνωστό αργότερα ως Μπίλυ Γουάιλντερ.
Το ελαφρύ θέαμα, ένα μίγμα μελοδράματος, ανέμελης πλοκής, πλούσιας και καλής ηθοποιίας χαρακτήρων, και ερωτικής σάτιρας, κατέκτησε τον κινηματογράφο με αφετηρία το αθηναϊκό θέατρο και το ραδιόφωνο. Συνήθως αυτό το είδος διαπραγματεύεται την αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο του πλούτου και της βιοπάλης, αλλά και την ανατροπή ή τη γεφύρωσή τους.
Σε αυτήν την γενική τυπολογία ανήκει και ο Γιάννης Μαρής και μάλιστα στον σκληρό πυρήνας της, καθώς οι χαρακτήρες του δεν προέρχονται καν από την καλή κοινωνία, αλλά από την κοινωνία της πολυτέλειας ή τις παρυφές της. Οι άνθρωποι από τις παρυφές της πολυτέλειας, συγκρούονται ή έλκονται από τον ενσαρκωτή και τη ψυχή της πολυτέλειας που είναι η πολυτελής γυναίκα.
Ο Στέφανος Μαυροειδής, 35 ετών, υπάλληλος στη «Βιομηχανία Ερίων» στα Άνω Πατήσια στο Νυχτερινό τηλεφώνημα (1956) συναντάει βραδιάτικα έξω από το «Ντο Ρε» της Κυψέλης μια νεαρή γυναίκα.
Ήταν ψηλή, κομψή και νέα. Φαινόταν ντυμένη ακριβά. Το φίνο νάιλον της κάλτσας της γυάλιζε στο πεζοδρόμιο. Όπως όλα ήταν μετρημένα και ήσυχα στην ασήμαντη ζωή του, έτσι μετρημένοι και ασήμαντοι ήταν και οι έρωτές του. Κι όμως, κάπου στο βάθος των ονείρων του, υπήρχε μια γυναίκα που δεν γνώρισε ποτέ. Λεπτή, όμορφη, τρυφερή, πολυτελής. Και η γυναίκα του νυχτερινού τηλεφωνήματος έμοιαζε με αυτήν.
Ο κόσμος της πολυτέλειας έχει πολυτελείς δικηγόρους, πολυτελή αμάξια και ζει σε πολυτελείς πολυκατοικίες ή βίλες. Ο παρατηρητής, όταν πρόκειται για αστυνομικό, κοιτάζει με απορία και απόσταση αυτό τον κόσμο. Οι συνήθειές του τού είναι ακατανόητες, όπως οι πίνακες μοντέρνας τέχνης που οι εύποροι του Κολωνακίου κρεμάνε στα κομψά σαλόνια τους. Οι πίνακες μοντέρνας τέχνης τσιτώνουν τα νεύρα ειδικά του αστυνόμου Μπέκα που τους θεωρεί κάτι σαν προσβολή της νοημοσύνης του.
Η καινοτομία του Μαρή είναι ότι πάντρεψε το ελαφρό λαϊκό θέαμα με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Μια θεματολογία μικροαστική με μια αφήγηση ριζοσπαστική. Το Έγκλημα στο Κολωνάκι, Το Έγκλημα στα παρασκήνια και το Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν –τα τρία πρώτα έργα του, συμπυκνώνουν με τους τίτλους τους όλα τα παραπάνω.
Ο φόνος προέρχεται από την επαφή του ασήμαντου με το πολυτελές και έχει πάντα ερωτικό υπόβαθρο, ακόμα κι αν το κίνητρο μπορεί να είναι η απόκτηση μιας κληρονομιάς ή η απόκρουση ενός εκβιασμού. Ο δούρειος ίππος για την εισδοχή στο πολυτελές από την ανδρική σκοπιά είναι ο ζιγκολό και από τη γυναικεία η μαιτρέσσα. Συχνά ο ζιγκολό και η μαιτρέσσα συναντιόνται:
Ναι, θα ήταν σαράντα χρόνων, ίσως και περισσότερο, αλλά η μελαψή σάρκα της ήταν σφιχτή από το κολύμπι και τα σπορ, ενώ το ωραίο της πρόσωπο είχε κρατήσει όλη την ομορφιά του με την καλή ζωή και τη βοήθεια μερικών ακριβών Ινστιτούτων καλλονής. […] Η Μαργκό Μαρσένη, μαιτρέσα ενός εκατομμυριούχου, σήκωσε τους ώμους της. Με αυτή την κίνηση το ελαφρό φόρεμα γλίστρησε από τον ώμο της, αποκαλύπτοντας την αρχή ενός στήθους αλά Σοφία Λόρεν. Ο Δεπόντης την έπιασε από τα γυμνά μπράτσα και κόλλησε τα χείλη του στο λαιμό της. Η ωραία γυναίκα ανατρίχιασε και σφίχτηκε πάνω του. Οι μόνες λέξεις που είπε ήταν:
-Το φως… (Διακοπές στη Μύκονο)
Ο οδηγός ήταν μελαχρινός με σκούρο δέρμα και καταπληκτικά λευκά δόντια. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή ήταν η δύναμη και η υγεία του. Φαινόταν γερός και ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Έτρωγε με χτυπητή όρεξη και ήταν πολύ όμορφος. Κι όμως η μικρή φίλη μου από την Αθήνα είχε δίκιο. Κάτι υπήρχε σε όλη αυτή την ομορφιά που απωθούσε.
-Μου θυμίζει θηρίο, είπε πάλι. Ένα όμορφο δυνατό θηρίο. Το όμορφο θηρίο ήταν ο Ανδρέας Κοντόλαιμος. Ένας ζιγκολό πολυτελής. (Περιπέτεια στο Άγιον Όρος)
Η φύση, η πείρα και μια σοφή γυναικεία επιστήμη, έκαναν την Μάγδα Αντωνέσκου ένα πολύτιμο ερωτικό ζώο πολυτελείας. (Έγκλημα στη Μύκονο)
Ο ζιγκολό και η μαιτρέσσα, λοιπόν, είναι οι δύο μεγάλοι πρωταγωνιστές στον κόσμο του Μαρή και κατά 90% οι ένοχοι.
Μέσα στον κόσμο της πολυτέλειας κρύβεται και ο δοσίλογος, ο συνεργάτης των Γερμανών και ο ομοφυλόφιλος. Είναι οι δύο άλλοι υποψήφιοι δολοφόνοι του Μαρή.
Η βασική μέθοδος συγκάλυψης ενός φόνου είναι η πλαστοπροσωπία ή η χρήση της πλαστοπροσωπίας. Ο νεκρός που είναι ζωντανός, ο ζωντανός που παριστάνει άλλον, οι αφανείς ή υπόγειες οικογενειακές σχέσεις ή οι κρυφές σεξουαλικές σχέσεις, όπως μητριάς προς νεαρό γυιό από τον πρώτο γάμο του γέρου συζύγου, ωραίου ανιψιού προς την γοητευτική χήρα του θείου και του κατεργάρη σωσία που παίρνει τη θέση του νεκρού αδελφού και γυιού και μπλέκει σε μια ψευδο- αιμομικτική σχέση με έντονο ερωτισμό.
Ο Μαρής γράφει, λοιπόν, ερωτικά θρίλερ της δεκαετίας του 50.
* * *
Ο Μαρής ήταν πρωτίστως συγγραφέας εφημερίδων και περιοδικών, δεν έβγαζε βιβλία. Τα βιβλία έπονται. Και μέχρι να αρχίσει να εκδίδει τα έργα του συστηματικά τέλη της δεκαετίας του 50 στην κόκκινη σειρά του Πεχλιβανίδη έχει δημοσιεύσει ήδη είκοσι μυθιστορήματα ή νουβέλες. Μετά θα βγάλει άλλα είκοσι πέντε, όμως η σημαντική δουλειά του και όλη του η γοητεία είναι ταυτισμένη με την προ του 60 εποχή.
Γράφει, λοιπόν, σε συνέχειες και μετά δεν ξαναδουλεύει το υλικό του. Ένα αρνητικό αποτέλεσμα είναι οι επαναλήψεις και οι φλυαρίες που σίγουρα δεν θα υπήρχαν σε ένα κείμενο γραμμένο για βιβλίο. Ένα καταπληκτικό, όμως, αποτέλεσμα αυτής της ιδιομορφίας είναι οι εισαγωγές του. Οι εισαγωγές του είναι που τον αναδεικνύουν σε μάστορα της αστυνομικής αφήγησης. Μέσα σε λίγες παραγράφους τα λέει όλα:
Το τηλέφωνο χτύπησε για τρίτη φορά. Ο Καρνέζης άπλωσε, μισοκοιμισμένος ακόμα, το χέρι και σήκωσε το ακουστικό. Ήταν ο Φλωράς. Τι ήθελε ο Φλωράς μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, μια τέτοια ώρα. Αυτό το τηλεφώνημα και η επίσκεψη που θα ακολουθούσε, ήταν για τον Καρνέζη πολύ δυσάρεστα πράγματα. Δε δέχεται κανείς με ευχαρίστηση, μέσα στη μέση της νύχτας το σύζυγο της ερωμένης του. (Έγκλημα στο Κολωνάκι)
Δεν ξέρω πολλά από σοβαρή μουσική αλλά δεν θα μπορέσω να ακούσω πια ποτέ στη ζωή μου την «Σονάτα υπό το Σεληνόφως». Η θαυμάσια δημιουργία του Μπετόβεν θα μου φέρνει πάντοτε φρίκη. Θαναι για μένα συνδεδεμένη με τον θάνατο, όπως και όλους φαντάζομαι, τους ενοίκους του ξενοδοχείου «Άρτεμις». (Σκοτεινό μεσημέρι)
Η δυστυχισμένη γυναίκα έπεσε από το παράθυρο του δωματίου της στον τρίτο όροφο στο τσιμέντο της αυλής στις έντεκα το βράδυ. Το αδύνατο σώμα της τσάκισε δύο γλάστρες με γαρδένιες κι έμεινε ακίνητο και άψυχο, ένας μικρός θλιβερός σωρός. Εκείνη ακριβώς την ώρα το αυτόματο ραδιογραμμόφωνο του ξενοδοχείου έπαιζε της «Γαλάζια ραψωδία» του Γκέρσουιν. Δύο πράγματα φυσικά άσχετα μεταξύ τους. Κι όμως δύο πράγματα που απέκτησαν μια απροσδόκητη σχέση. Μια τρομερή σχέση. (Μελωδία θανάτου)
«Σονάτα υπό το σεληνόφως» / «Γαλάζια ραψωδία» του Γκέρσουιν. Τα μοτίβα του Μαρή εμφανίζονται διπλά, τριπλά ή τετραπλά. Η επανάληψη μοτίβων, χαρακτήρων και τύπων είναι που δημιουργεί τον κόσμο του Γιάννη Μαρή. Και η δημιουργία ενός δικού του κόσμου, ενός ιδιότυπου δημοσιογραφικού κόσμου είναι που δίνει λογοτεχνικότητα στο διασκεδαστικό ή αγωνιώδες λαϊκό του ανάγνωσμα. Στην επανάληψη κεντρική θέση έχουν τα ονόματα:
-Πώς λέγεστε;
-Αποστόλου.
-Μ’ αρέσουν τα ονόματα που δεν λένε τίποτα. Αποστόλου, Ιωάννου, Γεωργίου. Χιλιάδες Αποστόλου, Ιωάννου, Γεωργίου υπάρχουν στην Ελλάδα. Ενώ Ιωακείμ Χαμάρετος; Είναι δύσκολο να υπάρχουν πολλοί Χαμάρετοι.(Σκοτεινό μεσημέρι)
Οι Χαμάρετοι είναι οι πρωταγωνιστές του Μαρή. Ο Μπέκας μπορεί να είναι εμβληματική φυσιογνωμία, αλλά η παρουσία του είναι μειοψηφική στο έργο του Μαρή. Εμφανίζεται στα 21 από 49 βιβλία και μόνο στα 8 είναι κεντρικό πρόσωπο.
Άλλοι, είναι συνήθως πρωταγωνιστές, όπως ο υπάλληλος Στέφανος Μαυροειδής στο Νυχτερινό τηλεφώνημα.
Αυτός ο ήσυχος υπάλληλος, αναλάμβανε τώρα τον ρόλο ενός ντετέκτιβ των μυθιστορημάτων. Ήταν αστείο και συγχρόνως διασκεδαστικό. Σαν να προσπαθείς να λύσεις ένα σταυρόλεξο, που μέσα σε αυτό όμως είναι γραμμένο και το όνομά σου.
Στη λογική της επαναλαμβανόμενης χρήσης ονομάτων, που σχηματίζουν ένα ιδιότυπο σταυρόλεξο, παρουσιάζω ως παράδειγμα τον «Αποστολίδη»:
Στο Ζήτημα ζωής και θανάτου ο Αποστολίδης είναι πρώην αστυνομικός.
Ήταν ένας τύπος που μόνο πρώην αστυνομικό δεν θύμιζε. Με το λεπτό γυμνασμένο του κορμί, τα γκρίζα μαλλιά, το πολύ μελαψό του πρόσωπο και το άψογο ντύσιμο θύμιζε Νοτιοαμερικάνο διπλωμάτη.
Στην Εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη ο Αποστολίδης είναι δημοσιογράφος.
Είχα γνωρίσει έναν ωραίο τύπο συναδέλφου από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ανταποκριτής μας εκεί, ο Τάκης Αποστολίδης. Γύρω στα σαράντα με πρόωρα άσπρα μαλλιά, ρόδινο παχουλό πρόσωπο και συνεχές κέφι, είχε γράψει και δημοσιεύσει στην απογευματινή εφημερίδα του, σε συνέχειες, και μια «αυτοβιογραφία» της Ζωζώς Νταλμάς, όπου το εκρηκτικό αστέρι του ελαφρού θεάτρου, που κοντά στους κάπως φανταστικούς του έρωτες με τον Κεμάλ Ατατούρκ διηγόταν με σέξυ λεπτομέρειες και τους πραγματικούς του έρωτες με τον Αποστολίδη.
Στο Μια γυναίκα από το παρελθόν υπάρχει ένας Αποστολίδης συγγραφέας (αναφέρεται τηλεγραφικά άπαξ).
Στην Ιδιωτική υπόθεση η Τζένη Δεντρινού με τον λίγο νεότερο σύζυγό της κάνουν παρέα με κάποιον Αποστολίδη, που είναι να βγούνε ένα βράδυ, αλλά η έξοδος ματαιώνεται γιατί η Τζένη είναι κακόκεφη.
Στο Εκείνη τη νύχτα ο Αποστολίδης είναι γιατρός (δεν θα δώσει καρδιαζόλ στο θύμα, στοιχείο κλειδί για τη λύση του αινίγματος).
Στο Μωρό μου ο Γιώργος Αποστολίδης είναι φοιτητής του Πολυτεχνείου.
Στην Επιχείρηση εκδίκησης ο Έκτορας Αποστολίδης είναι κινηματογραφιστής:
Στο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ. Η ατμόσφαιρα ήταν καλλιτεχνική. Η Ρίκα Παρασκευά κατέβαινε τις σκάλες με ύφος διεθνούς βεντέτας. Στην άκρη ο Χριστόφορος Νέζερ κατέπλησσε τους πάντες με την ακατάβλητη νεανικότητα των εβδομήντα ετών του. Μέτριος στο ανάστημα, λίγο παχύς και πολύ ευκίνητος, παρά τα πενήντα του χρόνια, ο Έκτωρ Αποστολίδης, της μεγάλης κινηματογραφικής εταιρείας «Αποστολίδης και Σια», ήρθε προς το μέρος μου με τεντωμένο το χέρι.
Επιχείρηση Ουράνιο τόξο. Ο αντιστασιακός κύριος Αριστείδης έμενε στην οδό Αριστομένους 78 σε ένα σπίτι με αυλή. Ο κύριος Αριστείδης είχε το επώνυμο Αποστολίδης. Στο τέλος θα μάθουμε πως ήταν το ψευδώνυμο του ταξίαρχου Σταματιάδη.
Ο ίδιος ο Μαρής γράφει:
«Έχει ειπωθεί πως το μεγαλύτερο αμάρτημα ενός μυθιστορήματος, είναι να προξενεί πλήξη στον αναγνώστη του. Σε αυτό το αμάρτημα επιδίωξα να μην υποπέσει το μυθιστόρημα που ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του (Περιπέτεια στο Άγιον Όρος) και αυτή υπήρξε η κύρια φιλοδοξία του συγγραφέα του: να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη με την πλοκή του, να ερεθίσει την περιέργειά του με το μυστήριο, να τον καλέσει στο παιχνίδι ενός προβλήματος, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να κρύψει τη λύση του και ο αναγνώστης να τη βρει. Να επιτύχει δηλαδή αυτό που επιδιώκει το «αστυνομικό μυθιστόρημα»».
Τι δεν υπάρχει στο δικό του αστυνομικό μυθιστόρημα: Δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα, δικαστική πλάνη , σεξουαλική διαστροφή ως αυτόνομο κίνητρο, διαφθορά της αστυνομίας, σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων ή κρατική διαφθορά. Τότε το αστυνομικό αφήγημα ήταν διαφορετικό από το σημερινό και δεν μπορεί να κριθεί ή να γίνει κατανοητό με σημερινούς όρους.
«Τα μυθιστορήματά μου τα γράφω όπως οποιοδήποτε άλλο δημοσιογραφικό μου κείμενο», λέει ο συγγραφέας Γιώργος Δελής, άλτερ έγκο του Γιάννη Μαρή στην Τρίτη αλήθεια.
«Δεν λέω βέβαια πως είναι αριστουργήματα, δεν ξέρω αν είναι καν λογοτεχνία, αλλά κρατούν το ενδιαφέρον σου».
Για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού χρησιμοποίησε την ηδονοβλεψία, το σεξ και το έγκλημα μέσα στον κόσμος της πολυτέλειας και των ασήμαντων ανθρώπων στις παρυφές της στην αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του 50.
Δεν είναι ο αθώος τηλεοπτικός Μαρής, αλλά ενδεχομένως και η αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι ακριβώς αυτό που φαντάζεται ο καθένας μας: είναι ένα παιχνίδι νοημάτων και συμβάσεων που αλλάζουν από εποχή σε εποχή.
Και στην εποχή του ο Μαρής, κυρίως στα πρώτα του είκοσι έργα αποδείχθηκε ένας μάστορας της αστυνομικής αφήγησης υπογραμμίζοντας τις ιδεοληψίες και φωτίζοντας τα απόκρυφα του ελαφρού νεοελληνικού θεάματος –κι αν αργότερα τον ρούφηξαν οι «Φωσκολικές» ανούσιες ανατροπές, αυτές τις ξεχνάμε- διότι σήμερα νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για τον «κόσμο» του Γιάννη Μαρή, που ανήκει στην πέννα του και μόνο, έναν κόσμο γεμάτο Χαμάρετους, Κοντόλαιμους , Μαργκό Μαρσένη και αφανείς Αποστολίδηδες ή Μαυρίδηδες με πολλά πρόσωπα.
Ο κόσμος του «είναι σαν να προσπαθείς να λύσεις ένα σταυρόλεξο, που μέσα σε αυτό όμως είναι γραμμένο και το όνομά σου».
Tags: Ανδρέας Αποστολίδης