Maurice Attia: "Το μαύρο Αλγέρι"

Written on . Posted in Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

του Αντώνη Γκόλτσου

Ένα έγκλημα με φόντο τον ιδιότυπο “εμφύλιο” της Αλγερίας. Στο “Μαύρο Αλγέρι(Alger la Noire, 2006 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, 2008, μτφρ. Μαρία Μηλολιδάκη) του Maurice Attia, ψυχίατρου-ψυχαναλυτή, σεναρίστα και συγγραφέα, η εικόνα είναι στον ήχο. Καταστάσεις, διάλογοι και διαλογισμοί καλύπτονται από τον ήχο των βομβών της OAS, ή του FLN, όταν δεν είναι οι πολυβολισμοί των barbouzes (απαραίτητη η αναδρομή στο Χρονολόγιο και στις σημειώσεις του βιβλίου, πριν και από την πρώτη απόπειρα προσέγγισης του κειμένου).

Το έγκλημα: Τα άψυχα κορμιά μιας νεαρής Γαλλίδας και του Άραβα εραστή της, αν κρίνει κανείς από τη στάση που βρέθηκαν στην Παντοβάνι, πολυσύχναστη παραλία του Αλγερίου, μοιάζει στοιχείο επαναλαμβανόμενο στη γενικότερη σκηνογραφία θανάτου που περιβάλλει την Αλγερία της περιόδου 1954-1962. Και, επί πλέον, δείχνει αναπόσπαστο κομμάτι της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αφού στην πλάτη του Άραβα είναι χαραγμένα τα αρχικά της Organisation Armée Secrète (OAS) (“Οργάνωση Μυστικός Στρατός”), ταυτόσημη συντομογραφία του “Ολοφυρμού για μία Ανίερη Συνεύρεση”…  

Ένα έγκλημα μέσα στο έγκλημα, που θυμίζει τη “Νύχτα των στρατηγών”, του Ανατόλ Λίτβακ (1967), όπου η δολοφονία “πνίγεται” μέσα σε ένα περιβάλλον καθολικής ανομίας και που επίσης παραπέμπει στις ιστορίες του G. K. Chesterton και του Father Brown (”πόσο καλύτερα μπορεί να κρυφτεί ένα βότσαλο, παρά σε μια παραλία και πόσο ένα νεκρό φύλλο, παρά σε ένα νεκρό δάσος ;”).

Ο Attia χτίζει την ιστορία του επάνω στα ίχνη της Ιστορίας. Με  την είσοδο του Πάκο Μαρτίνεθ, αστυνομικού επιθεωρητή, αποσπασμένου στο Αλγέρι, στο Τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ, συνοικίας-ορόσημο στις συγκρούσεις του τακτικού Γαλλικού στρατού με την OAS (δεκάδες νεκροί στο δεύτερο μισό του Μαρτίου του 1962).

Δύο γαβριάδες θα καταγγείλουν έναν φόνο, μάλλον δύο, στην παραλία Παντοβάνι, στο Αλγέρι, ένα ετερόκλητο ζευγάρι που πεθαίνει επάνω στην πράξη, με τα στοιχεία να δείχνουν την παρουσία τουλάχιστον δύο συνεργών. Ο Πάκο και ο συνάδελφός του Σουκρούν θα αναλάβουν την υπόθεση, σε αγώνα δρόμου με τις μυστικές υπηρεσίες, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν∙ δύο ξεροκέφαλοι αστυνομικοί που επιμένουν στη διαλεύκανση ενός εγκλήματος που, μέσα στον γενικό χαμό, δεν απασχολεί κανέναν.

Οι πρωταγωνιστές:

Πάκο Μαρτίνεθ: Γιος αναρχικού Ισπανού που οι κομμουνιστές εκτέλεσαν στον εμφύλιο, κατά τη θεωρία που τον μεγάλωσε, η γιαγιά του... Είκοσι χρόνια μετά την εξορία τους από την Ισπανία, ο Πάκο και η γιαγιά, σιαμαίο αξεσουάρ, έχουν εγκατασταθεί στο Αλγέρι. Η προοπτική; Ανάλογα και με την εξέλιξη των πραγμάτων, κάποια στιγμή, το ταξίδι στη Μασσαλία, στη Γαλλία, κοντά στη Μεγάλη Ζορά (la “Grande Zohra”, το κωδικό όνομα του Στρατηγού Ντε Γκωλ, κατά την OAS), “με τη βαλίτσα ή το φέρετρο”. “Νομίζω ότι ασυναίσθητα διάλεξα τον Πάκο, γιατί ήταν βασανισμένη ψυχή και ευάλωτος όπως ο πατέρας του. Κάτι σαν αστυνόμος και ποιητής μαζί, που τον έπνιγε η πραγματικότητα. Ξεχνιόταν στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων και του επέτρεπα να μένει πιστός στη γιαγιά του, αφού δεν είχα την απαίτηση να με παντρευτεί (Σελ. 136). Το προφίλ του Πάκο από την Ιρέν.

Ιρέν: Καταγωγή: Βόρειος Γαλλία. Θα γυρίσει την πλάτη σε ό,τι της αφαιρεί οξυγόνο, στην ομίχλη, στη λάσπη, στους γονείς. Και θα αναλάβει την επιχείρηση μιας γηραιάς κυρίας που έφτιαχνε καπέλα, στο Αλγέρι. Όχι χωρίς αντίτιμο. Μια βόμβα, θα εκραγεί κοντά της, σ’ έναν χορό: “Ήμουν αυτό που λένε μια κοπέλα γεμάτη ζωή. Ο χορός, οι εραστές. Ο εραστής. Η βόμβα. Ανατροπή. Η μουσική έπαψε απότομα, για να κάνει χώρο στις κραυγές, στον πόνο, στο αίμα...(Σελ. 177). “...Το φως έσβησε. Έκανα να σηκωθώ για να πατήσω τον διακόπτη, όταν εμφανίστηκε η Ιρέν κρατώντας ένα κηροπήγιο με τρία κεριά στο δεξί χέρι και έχοντας το αριστερό στην κάσα της πόρτας. Χωρίς μπαστούνι, χωρίς ρούχα, με ένα μακρύ μαύρο νεγκλιζέ που είχε την ευγένεια να κρύβει το τεχνητό μέλος της. Η χολιγουντιανή σιλουέτα μιας Λωρίν Μπακόλ ή μιας Τζιν Τέρνεϋ. Ήξερα πως σε αυτή τη κατάσταση, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα. Πήγα προς το μέρος της, ακούμπησα το κηροπήγιο σε μια κονσόλα, τη σήκωσα στα χέρια και την έφερα στο δωμάτιο. Μια βόμβα εξερράγη χωρίς να μας ταράξει, χωρίς να διακόψει το αγκάλιασμά μας(Σελ. 32). Το προφίλ της Ιρέν από τον Πάκο.

Πάκο και Ιρέν μπλεγμένοι σε μια πόλη που καταπίνει τα παιδιά της και όπου όλοι είναι εχθροί. Οι pieds-noirs (“Οι μαυροπόδαροι”), Γαλλικής καταγωγής, γενιές εγκαταστημένοι στην Αλγερία, ένα εκατομμύριο pieds-noirs, απέναντι σε εννέα εκατομμύρια Άραβες. Οι pieds-noirs, μοιρασμένοι σ’ αυτούς που θέλουν να καταφύγουν στη Γαλλία και σ’ αυτούς που επιμένουν να παραμένουν στην Αλγερία-σπίτι των πατέρων τους, με τα δικαιώματα που αυτό τους δίνει (και τα αν-αντίστοιχα των Αράβων), η OAS, κίνημα για τη Γαλλική Αλγερία, κίνημα-πραξικόπημα στρατηγών-στασιαστών κατά της μητρόπολης και του στρατηγού Ντε Γκωλ (ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1961), πολέμιων και σφαγέων των Αράβων, αλλά και όσων pieds-noirs ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την Αλγερία, οι barbouzes, μονάδα της γκωλικής αστυνομίας που θα αποβιβαστεί τον Δεκέμβριο του 1961 στο Αλγέρι, για να διαλύσει την OAS, και για να αποδυθεί, με τη σειρά της, σε ένα όργιο τρομοκρατίας, βασανιστηρίων και δολοφονιών, το γκωλικό Mouvement Pour la Coopération (MPC) (Κίνημα για τη Συνεργασία), αντίπαλο δέος της OAS, και το Front de libération nationale (FLN) (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) της Αλγερίας.

Σουκρούν: Μέσα σε αυτόν τον αιμάτινο μαίανδρο, ο Πάκο και ο συνάδελφός του Σουκρούν, Εβραίος και ο παλιότερος επιθεωρητής στο Τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ, θα επιχειρήσουν το με διαφορά ρομαντικότερο, να ανακαλύψουν τον ή τους δολοφόνους του ζευγαριού, εκεί όπου “κάθε μέρα γίνονταν καμιά πενηνταριά φόνοι”, όπου “O τακτικός στρατός περνούσε με τα καμιόνια και περισυνέλεγε τα πτώματα, που τα πετούσαν ύστερα στην καρότσα σαν ψόφια σκυλιά”, κι’ όπου “ούτε κατάθεση στο τμήμα, ούτε μάρτυρες, ούτε αναφορά, μόνο εξακρίβωση στοιχείων, αν ο τύπος είχε πάνω του ταυτότητα(Σελ. 13).  Το ζεύγος των ρομαντικών θα εστιάσει γρήγορα στην αρχή του μίτου. Το ημερολόγιο της νεκρής. Μόνο που ο Πάκο γρήγορα θα μείνει μόνος. Ο Σουκρούν θα τον εγκαταλείψει, θύμα δολοφονίας ο ίδιος. Ετοιμαζόταν να αφήσει το Αλγέρι για μια εγχείρηση στη μητρόπολη. Ο δολοφόνος το εξέλαβε σαν πρόσχημα για εγκατάλειψη του εδάφους; σαν να λέμε, “προδοσία”; Ή, μήπως, ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Στο Αλγέρι της OAS υπάρχουν πάντα δύο εκδοχές, τουλάχιστον.

Μόνος του ο Πάκο, λοιπόν. Αυτός και το εύρημά του-δολοφόνος των εραστών της παραλίας. Ο Attia ψυχίατρος, εδώ. Το εύρημα, ένας μισότρελος, αλκοολικός, παλιός λεγεωνάριος, κλινική περίπτωση split-brain, στη θέα του πιρουνιού μπορούσε να γράψει τη λέξη “πιρούνι”, “χωρίς ωστόσο να μπορεί να τη διαβάσει”. Ο τέλειος εκτελεστής που θα σκοτώνει, με μόνη υπόδειξη μια φωτογραφία, και που θα ξεχνάει αμέσως μετά! Σύμφωνοι, αλλά ποιος υπογράφει το συμβόλαιο θανάτου;

Τα αμοιβαίως αποκλειόμενα. Το ημερολόγιο της νεκρής “δίνει” τον αιμομίκτη πατέρα! Θα μπορούσε να είναι αυτός που υπέγραψε; Για να μην μαθευτεί; Πολύ εύκολο, για τον Attia. Και ο Πάκο θα συνεχίσει να ψάχνει. Αγκαλιά με την καλλονή του με το ξύλινο πόδι και τη γιαγιά του, που τα χάνει όλο και πιο πολύ. Ιστορία για τέσσερις υποβολείς. Πάκο, Ιρέν, Σουκρούν και η γιαγιά, διηγούνται την εξέλιξη της ιστορίας, πολυφωνική προσέγγιση που φλερτάρει με έναν ειρμό σε διάχυση, προσβλέποντας στον αναγνώστη που αρέσκεται στα πρίσματα.

Ο Πάκο θα επιμείνει. Χωρίς τον Σουκρούν, χωρίς τη γιαγιά, και, παραλίγο, χωρίς την Ιρέν. Ένας φόνος θα κλείσει τον κύκλο. Ο πυροβολισμός του Πάκο που θα προηγηθεί, ενδεχόμενα να ήταν και ο εναρκτήριος της σφαγής στο Μπαμπ-ελ-Ουέντ, που θα ακολουθήσει αμέσως μετά. Ο Πάκο θα παραμένει με την υποψία και την ενοχή. Και ο Attia θα κλείσει τη νωπογραφία του -ευρυγώνιος φακός νεταρισμένος από το εδώ έως το άπειρο- στη βάση της αρχής: “Η βαλίτσα ή το φέρετρο”. Από το δεύτερο μισό του 1961, ένα εκατομμύριο Γάλλοι της Αλγερίας είχαν να επιλέξουν...     

Στα βήματα του Camus, pied noir του ίδιου, και παρεξηγημένου μεσολαβητή για μια “ανθρώπινη” Αλγερία, ο Attia δεν παίρνει θέση στο Αλγερινό ζήτημα. Και είναι η ιστορία που δίχασε τη Γαλλία, όσο τίποτε άλλο, στον αιώνα που πέρασε. Το κόστος είναι γι‘ αυτούς που αργούν να δεχτούν ότι το σκηνικό αλλάζει, ότι, εδώ, οι αποικίες κατά το παλιό πρότυπο, δεν έχουν πια θέση κι ότι οι εμμονές στους παλιούς θεσμούς δεν μπορούν να έχουν για αντίτιμο παρά την αδικία και τον διχασμό. Κι όταν ο Camus απαντάει “Πιστεύω στη δικαιοσύνη, αλλά θα υπερασπιστώ τη μητέρα μου πριν από τη δικαιοσύνη”, τίνος αποδεικτικό είναι μια τέτοια απάντηση, πέρα από αυτό της απόγνωσης, κάποιου που το ομαδικό παραλήρημα του επιβάλλει το έσχατο δίλημμα;

Από τα μέσα των ετών ’50, κανείς δεν είχε προσέξει ότι οι γλάροι στην παραλία Παντοβάνι πετούσαν συστηματικά, από τα δυτικά στα ανατολικά. Ακριβώς όπως “Tο πέταγμα ενός πουλιού που έρχεται από τα αριστερά, θεωρούνταν από τους Ρωμαίους ιερείς κακό σημάδι για την επικείμενη μάχη(Σελ. 133)...  

Λίγες λέξεις, χίλιες εικόνες:

Όπως πάντα, έφυγα από το τμήμα με ανακούφιση. Για να επιστρέψω σε μια συνοικία που θύμιζε όλο και πιο έντονα γκέτο.

Δεν έβλεπα πια τα συνθήματα υπέρ της OAS στους τοίχους, τις λέξεις ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΛΓΕΡΙΑ που κοσμούσαν, από τον ερχομό του Ντε Γκωλ το ’58, όλα τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, τις περιπολίες των αλεξιπτωτιστών ή των φαντάρων που όργωναν τους δρόμους με το δάχτυλο στη σκανδάλη των πολυβόλων τους, τους φύλακες που έκαναν σωματική έρευνα σε ενηλίκους και παιδιά στην είσοδο κινηματογράφων και μεγάλων εμπορικών, τα παντοπωλεία των Μοζαμπιτών με τα κατεστραμμένα σιδερένια παντζούρια που οι ιδιοκτήτες τους τα είχαν εγκαταλείψει, τους ξεραμένους λεκέδες από αίμα στα φονικά πεζοδρόμια, ακόμα και στον ουρανό, όπου ο γκρίζος Γενάρης ύφαινε ένα σάβανο για την πόλη.

Και τη νύχτα, με το μπλε, λευκό ή κόκκινο χρώμα της, δεν άκουγα πια τα strounga που έδιναν τον ρυθμό, σαν ρολόι θανάτου, στο πέρασμα ενός χρόνου χωρίς bicot, melon, raton, crouille, bougnoule, ενός χρόνου που ονειρευόταν να ξεφορτωθεί εννέα εκατομμύρια Άραβες. Ένα παιδικό όνειρο παντοδύναμο και κτηνώδες. Το όνειρο ενός ανισόρροπου εθνικιστή, ρατσιστή, φασίστα, δολοφόνου.

Γύρισα στο σπίτι της γιαγιάς μου στην πλατεία Τερτρ. Με περίμενε. Μαζί της είχα πάντα την αίσθηση ότι επέστρεφα από το σχολείο. Συνήθιζε να κάθεται μπροστά στο παράθυρο με σταυρωμένα τα χέρια και να γυρίζει τους αντίχειρες πότε προς τη μία πότε προς την άλλη κατεύθυνση, σύμφωνα με μια μαθηματική λογική που μόνο τα δάχτυλά της την καταλάβαιναν. Στρεφόταν προς το μέρος μου και με ρωτούσε τελετουργικά: «Πώς πέρασες τη μέρα σου, παιδί μου;» και, χωρίς να περιμένει απάντηση, μου έφερνε την κέμια: ψητά ρεβίθια και λούπινα, κουκιά στον ατμό, μαύρες ελιές, τσακισμένες πράσινες ελιές και αράπικα φιστίκια.  

Έφερνα ανιζέτ και κόκκινο Cinzano, και γέμιζα τα ποτήρια μας. Έβρεχε τα χείλη της τσιμπώντας κουκιά, που τα μασουλούσε αργά με το φαφούτικο στόμα της. Τα λευκά της μαλλιά, πιασμένα κότσο χαμηλά, ήταν πάντα άψογα, το στήθος της, χωρίς στηθόδεσμο, κρεμόταν θλιβερά πάνω στην κοιλιά της, η μπλούζα που φορούσε, μαύρη από τον θάνατο του «ήρωα γιου» της, την έντυνε εδώ και δεκαετίες.

Άνοιξα το ραδιόφωνο χωρίς αυταπάτες για τις ειδήσεις που θα άκουγα, ρουφώντας μικρές γουλιές απ’ το ανιζέτ μου. Το Ράδιο Αλγέρι ξεφούρνιζε ειδήσεις για τη σύλληψη κάποιων ασήμαντων εκτελεστικών οργάνων της OAS, και για κάποιες βομβιστικές επιθέσεις, προφανώς αποτρόπαιες, που τις είχαν διαπράξει ασυνείδητοι τρομοκράτες χωρίς ιερό και όσιο. Ο δημοσιογράφος έδινε μεγάλη έμφαση στη δημοτικότητα του Κινήματος για τη Συνεργασία, που εργαζόταν για την ειρήνη στην Αλγερία και για την αυτοδιάθεση...

Άλλαξα συχνότητα για να πιάσω τον πειρατικό σταθμό της OAS που ξεκινούσε τις μεταδόσεις του όπως το Ράδιο Λονδίνο, «Πουμ-πουμ-πουμ---πουμ---πουμ----οι-Γάλλοι-μιλούν-στους-Γάλλους», και, σε αντίθεση με το κρατικό ραδιόφωνο, κατήγγελλε το MPC για χυδαία απόπειρα χειραγώγησης εκ μέρους του προδοτικού κράτους της Μεγάλης Ζορά, ανακοίνωνε την εκκαθάριση διαφόρων «συνεργατών» και τη στρατολόγηση εκατοντάδων πατριωτών. Σκοτεινά, ηλίθια τραγούδια για δύο φωνές και ξύλινες γλώσσες. Καμία αναφορά στην εκτέλεση ενός «μεικτού» ζευγαριού στην παραλία Παντοβάνι. Άλλαξα σταθμό και έπεσα πάνω σε ένα τραγούδι της Γκλόρια Λάσο, που η γιαγιά μου το λάτρευε, με τίτλο «Οι πλύστρες της Πορτογαλίας» (σελ. 27-29).   

  Σημειώσεις για την 30η συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του ΜΕΤΑΙΧΜΙΟΥ (25.6.2009)

Print