Αστυνομική λογοτεχνία: Η εξέλιξη του είδους και οι νέες εκφάνσεις (Β΄ μέρος)

Written on . Posted in Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

Χαρτογραφώντας το «αστυνομικό» μέσα από τη θεωρία της λογοτεχνίας

του Στράτου Μυρογιάννη*

Στο πρώτο μέρος προσπαθήσαμε να ορίσουμε το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας με βάση κάποια διακριτικά χαρακτηριστικά [1] κάνοντας μια σύντομη αναφορά στους όρους της σχετικής συζήτησης τις τελευταίες δεκαετίες. Στη συνέχεια, αναφερθήκαμε σε κάποιες από τις νέες εκφάνσεις του στον 20ό αιώνα με βάση γεωγραφικά και αφηγηματολογικά ή/και θεματικά κριτήρια. Έτσι, εντοπίσαμε τη «γαλλική σχολή», το «μεσογειακό» των τελευταίων δεκαετιών και το «σκανδιναβικό». Ενώ με γνώμονα τη δεύτερη κατηγορία κριτηρίων και με την επιρροή των cultural και gender studies αναφερθήκαμε σε μια γυναικεία παράδοση στο είδος, στην επιρροή της κουλτούρας των μαύρων, σε μία «μετά-αποικιακή σχολή», ενώ στην ίδια κατηγορία αλλά επηρεασμένα από την αποδόμηση  και τον μεταμοντερνισμό είναι τα πιο σύγχρονα αυτοαναφορικά ή ανοιχτά αστυνομικά.

Έχοντας ήδη καλύψει το θεωρητικό πλαίσιο και τις ειδολογικές προϋποθέσεις, σε αυτό το δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με κάποιες άλλες κατηγορίες με βάση τα κριτήρια που έχουμε θέσει. Έτσι, θα αναφερθούμε στην αγγλική, την αμερικανική και την πρωτοεμφανιζόμενη ιρλανδική σχολή, αλλά και το thriller και το noir ενώ στο τέλος θα εστιάσουμε στις αστυνομικές ιστορίες σε comics.


Αρχίζοντας από την αγγλική σχολή, ας σημειώσουμε ότι όταν οι περισσότερες μελέτες αναφέρονται σε αυτή, εστιάζουν συνήθως κυρίως στην Αγγλία της περιόδου 1918-1945. Συχνά, αυτή η περίοδος αποκαλείται «χρυσή εποχή» του αστυνομικού με κυριότερο εκπρόσωπό της την Agatha Christie. Όμως, τα χαρακτηριστικά της αγγλικής «χρυσής εποχής» με τις πλοκές των έργων στο ύφος των clue puzzles απαντώνται και σε συγγραφείς εκτός Αγγλίας με αποτέλεσμα κάποιοι μελετητές να περιοδολογούν και μια αμερικανική «χρυσή εποχή» στο ίδιο χρονικό διάστημα [2]. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αυτής της περιόδου, μέσω των αφηγητών τους, αποδέχονται ως λογοτεχνικούς τους προγόνους τον Edgar Allan Poe και τον Sir Arthur Conan Doyle με τους αντίστοιχους ήρωες [3]. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της «χρυσής εποχής» του αστυνομικού είναι η αυτοαναφορικότητα και η ενσωμάτωση του ρόλου του αναγνώστη στις  αφηγηματικές και ερμηνευτικές συμβάσεις του είδους, όπως στην περίπτωση του (των) Ellery Queen το έργο The Dutch Shoe Mystery (1931). Επίσης, οι πειραματισμοί με τις συμβάσεις του είδους δεν λείπουν από αυτήν την κατηγορία με χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο της Agatha Christie The Murder of Roger Ackroyd (1926) και το Strong Poison (1930) της Dorothy L. Sayers [4]. Οι detectives της «χρυσής εποχής» είναι οι νέοι λογοτεχνικοί ήρωες στη μετά τον Μεγάλο Πόλεμο εποχή. Διαθέτουν πολύπτυχες υβριδικές ταυτότητες και είναι ικανοί στις μεθόδους της ψυχανάλυσης και της ψυχογραφίας. Συχνά έρχονται σε άμεση επαφή με τους υπόπτους και τους αφήνουν να αποκαλυφθούν μόνοι τους στο μυθοπλαστικό και αλλά και στο πραγματικό κοινό.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που προβάλουν τα αστυνομικά έργα αυτής της περιόδου είναι η αξιοποίηση ιδεολογικών στερεοτύπων στην ύφανση των ιστοριών. Ειδικά, στους Άγγλους συγγραφείς της περιόδου, όπως στη σειρά της Agatha Christie με τη Miss Marple, η αγγλική εξοχή προβάλλεται ως το περιβάλλον που αναπαράγει και προβάλλει τις ταξικές διαφοροποιήσεις της αγγλικής κοινωνίας. Και φυσικά η Miss Marple γνωρίζει πώς να βρει τον ένοχο – ντόπιο ή ξένο – χωρίς σχεδόν ποτέ να έχει φύγει από το χωριό της. Συνήθως, μετά την αγγλική «χρυσή εποχή» οι ιστορίες της παγκόσμιας αστυνομικής λογοτεχνίας εστιάζουν στο αμερικανικό «σκληρό» αστυνομικό. Ωστόσο, στις μέρες μας παρατηρείται μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για την αγγλική σχολή και το χαλαρό (cosy στον αγγλόφωνο χώρο) [5] locked room mystery ή whodunit με την έκδοση έργων που αξιοποιούν ως detectives τους ίδιους μυθοπλαστικούς ήρωες με το παρελθόν, π.χ. με την επανεμφάνιση του Hercule Poirot σε νέες περιπέτειες, όπως στο Closed Casket: The New Hercule Poirot Mystery (2016) της Sophie Hannah [6].

Συνεχίζοντας με την αμερικανική σχολή, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή ιστορικά διαμορφώνεται από συγκεκριμένες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν ό,τι ονομάζουμε μέχρι σήμερα hard-boiled ή όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά «σκληρό» αστυνομικό [7]. Αυτό το είδος έχει, επίσης, οριοθετηθεί, τουλάχιστον στις απαρχές του, και έχει επηρεαστεί από την ανάπτυξη της pulp λογοτεχνίας των αντίστοιχων περιοδικών [8]. Σε αυτήν την κατηγορία προφανώς μπορούμε να κατατάξουμε τους πολύ γνωστούς Raymond Chandler και Dashiell Hammett με κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα – ανάμεσα σε άλλα – το ιδιαίτερο με περιθωριακά στοιχεία γλωσσικό ιδίωμα, την περιγραφή ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής στο περιθώριο της πόλης, σε κακόφημες περιοχές αλλά και σε στέκια μεγιστάνων του πλούτου και της διαφθοράς, όπως φαίνεται και στο The Postman Always Rings Twice (1935) του James M. Cain με την περιγραφή της διαφθοράς σε μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες. Στο αμερικανικό hard-boiled απομακρυνόμαστε από την αγγλική ύπαιθρο της Miss Marple και μεταφερόμαστε στη διαφθορά της απρόσωπης και αφιλόξενης αναπτυσσόμενης αμερικανικής μητρόπολης. Σε αυτό το σκηνικό ευδοκιμεί ο συχνά προβληματικός αλλά επαγγελματίας αστυνομικός που καταπολεμά μόνος του το έγκλημα και για τους δικούς του προσωπικούς λόγους (πέρα από τους προφανείς).

Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας συζήτησης για το αμερικανικό «σκληρό» αστυνομικό δεν θα έπρεπε να μας διαφύγουν και προσπάθειες που ξεπερνούν τα γεωγραφικά ή θεματικά όρια και ανανεώνουν το είδος είτε ειδολογικά είτε θεματικά. Από αυτή την οπτική, σε κάποιες περιπτώσεις το αμερικανικό «σκληρό» έχει υιοθετηθεί από μη Αμερικανούς συγγραφείς με αποτέλεσμα να έχει αποκτήσει και μία πιο πολιτικοποιημένη εκδοχή, όπως έγινε στην περίπτωση του Βρετανού Derek Raymond. Στη δική του συγγραφική παραγωγή, από το 1984 μέχρι το 1993, ανάμεσα στα θέματα που αξιοποιεί, βρίσκει κανείς και αναφορές σε τρόπους με τους οποίους το κράτος και οι κυβερνήσεις καταπιέζουν τους πολίτες, προβάλλοντας ταυτόχρονα και ένα πολιτικό μήνυμα για τις κυβερνήσεις της Margaret Thatcher. Στο ίδιο θέμα, η πολιτική αμφιθυμία του αμερικανικού «σκληρού» είναι εμφανής και στο L.A. Quartet (1987-1992) του James Elroy. Από την άλλη, με αφορμή κυρίως τον χαρακτήρα του Philip Marlowe του Raymond Chandler, ζητήματα ανδρικής ταυτότητας και «αρρενωπότητας» επανέρχονται στο προσκήνιο των αναλύσεων καθώς αναθεωρούνται παλαιότερες αναγνώσεις των macho αστυνομικών και της συμπεριφοράς τους απέναντι σε μαύρους και γυναίκες του περιθωρίου [9].   

Μία νέα «σχολή» που σταδιακά διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια, για περισσότερο από μια δεκαετία, είναι ό,τι θα αποκαλούσαμε «ιρλανδική σχολή», στο περιθώριο – προς το παρόν – του πιο προβεβλημένου «σκανδιναβικού» αλλά και του «μεσογειακού». Αν και δεν υπάρχει ιδιαίτερη «αστυνομική» παράδοση στην Ιρλανδία [10], αυτή η λογοτεχνία σήμερα αναπτύσσεται μέσα από ειδολογικούς πειραματισμούς και την προβολή ενός ξεχωριστού ιρλανδικού χρώματος. Τα περισσότερα έργα τονίζουν συγκεκριμένα στοιχεία όπως π.χ. το ιρλανδικό αστικό περιβάλλον (μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι περισσότερες πλοκές), οι σύγχρονες παθογένειες της ιρλανδικής κοινωνίας όπως π.χ. η οικογενειακή και η ψυχολογική βία, καθώς και η ιρλανδική παράδοση και η ζωή στην επαρχία. Είναι τέτοια η απήχηση αυτής της νέας λογοτεχνίας ώστε διοργανώνονται γιορτές και φεστιβάλ προς τιμήν του «ιρλανδικού αστυνομικού», π.χ. στο Trinity College του Δουβλίνου [11].

Μετά από τις γεωγραφικού τύπου κατηγορίες, θα προχωρήσουμε στις θεματικές και θα ασχοληθούμε με το thriller και το noir αλλά και με τα comics. Σε πολλές περιπτώσεις τα δύο πρώτα είδη συνεξετάζονται επειδή εμφανίζουν εκλεκτικές συγγένειες. Ωστόσο, σήμερα η εντεινόμενη συγγραφική εξειδίκευση έχει συμβάλει στη διαφοροποίησή τους με αποτέλεσμα να έχουν αναπτύξει και τα δύο δικά τους διακριτά χαρακτηριστικά. Το thriller, αν και διακρίνεται για τις πολλές θεματικές υποκατηγορίες – σε ποια θεματική υποκατηγορία άραγε θα εντάσσαμε το Psycho (1959) του Bloch – αξιοποιεί στο έπακρο την κλιμακούμενη πρόκληση αγωνίας και suspense κυρίως στην ψυχολογία του αναγνώστη ενώ η αφήγηση εστιάζει συνήθως στην οπτική του ενόχου [12]. Στο thriller ο ήρωας συχνά προβάλλεται ως λιγότερο ή περισσότερο διαταραγμένος ψυχικά και προβληματικός, αν και ίσως όχι από την αρχή. Με αυτές τις προϋποθέσεις το thriller προβάλλεται και στην αγορά του βιβλίου ως ένα είδος που σκοπεύει να προσφέρει την υπέρτατη απόλαυση στον αναγνώστη με την πρόκληση αγωνίας και έντονων συναισθημάτων [13]. Βέβαια, τα thriller δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα χαρακτηριστικά. Συνήθως παίζουν και με τις συμβάσεις των κλασικών αστυνομικών. Υπάρχουν ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα έργα που αξιοποιούν πολλές από τις συμβάσεις του αστυνομικού, όπως π.χ. την επιμονή στη λεπτομέρεια στο The Riddle of the Sands (1903) του Erskine Childer. 

Το noir, ως διαφορετικό είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, αποτελεί περισσότερο ένα ύφος αφήγησης. Ως ιδιαίτερο ύφος εμφανίζεται πρώτα στον αμερικανικό κινηματογράφο στη δεκαετία του 1940 από ευρωπαίους κινηματογραφιστές με επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Σταδιακά, αυτά τα χαρακτηριστικά αναμειγνύονται με την κουλτούρα και τις ιστορίες των αμερικανικών pulp περιοδικών και οριοθετούν το noir όπως περίπου έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα [14]. Υπάρχει, επίσης, και η αίσθηση ότι ο όρος noir επηρεάζεται στο ξεκίνημά του από τη γαλλική εκδοτική σειρά του Gallimard, Série Noire, η οποία άρχισε το 1945. Το λογοτεχνικό της ύφος επηρεάζει τις διασκευές των λογοτεχνικών έργων για τον κινηματογράφο με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί και ένα αντίστοιχο κινηματογραφικό μαύρο ύφος [15]. Ωστόσο, ως  λογοτεχνικό ύφος αξιοποιεί στο έπακρο χαμηλούς φωτισμούς, οριακές, περιθωριακές και ακραίες καταστάσεις, μια διάχυτη υποκειμενικότητα, μία ιδιαίτερη προσωπική ηθική και αίσθηση δικαιοσύνης, ατμόσφαιρα απογοήτευσης και απομυθοποίησης και ένα κλίμα ήττας και παρακμής. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σε αυτή την κατηγορία είναι η τετραλογία της Patricia Highsmith με πρωταγωνιστή τον Tom Ripley (1956-1980).

Τέλος, μία ιδιαίτερη κατηγορία αστυνομικών έργων είναι και τα comics. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 αρχίζουν να εμφανίζονται στην Αμερική ιστορίες σε comics που παρουσιάζουν πλοκές με εγκλήματα και κοινωνικά μηνύματα ως επιμύθια, όπως είναι ο Dick Tracy (1931) [16]. Είναι μια εποχή που το έγκλημα και η κοινωνική παθογένεια βρίσκεται σε έξαρση – η ποτοαπαγόρευση ήδη αριθμεί μία δεκαετία ως μέτρο για τη θεραπεία της κοινωνικής παθογένειας. Την ίδια περίπου εποχή (1934) εμφανίζεται και το comic strip, του οποίου την ιστορία υπογράφει ο Dashiell Hammett, με τίτλο Secret Agent X-9. Λίγο αργότερα εμφανίζονται δύο από τα πιο σημαντικά comics της εποχής, το Rip Kirby (1946) και το Kerry Drake (1943). Αυτά άσκησαν σημαντική επίδραση στην αμερικανική κοινωνία, όχι τόσο για τα γραφικά τους αλλά κυρίως για την ικανότητά τους να μπορούν να αφηγηθούν μια ιστορία μέσω εικόνων [17]. Επίσης, αν και δεν ανήκει πλήρως στους όρους και τα όρια της συζήτησης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την εμφάνιση του Superman στη σειρά Action Comics (1938) αλλά και την αντίστοιχη εμφάνιση του Batman στη σειρά Detective Comics (1939). Σήμερα, το είδος εξακολουθεί και αναπτύσσεται με την εμφάνιση υβριδικών ειδολογικά ιστοριών και εικονογραφήσεων και την προβολή των εκδόσεων σε ειδικές εκθέσεις σε όλο τον κόσμο με ιδιαίτερη απήχηση στο νεανικό κοινό. 

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η αστυνομική λογοτεχνία, τουλάχιστον έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί ένα πρωτεϊκό είδος όχι μόνο από την πλευρά της ποιητικής (για τους συγγραφείς) αλλά και από την οπτική της πρόσληψης (για τους αναγνώστες). Ιστορικά, αργεί πολύ να μπει στον «λογοτεχνικό κανόνα» ενώ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα απολαμβάνει μια τεράστια απήχηση στο αναγνωστικό κοινό σε παγκόσμια κλίμακα. Ως είδος είναι «ανήσυχο», μετασχηματίζεται και ανανεώνεται καθώς προσαρμόζεται σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες. Επίσης, αξιοποιεί τις θεωρητικές εξελίξεις στον χώρο της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της τέχνης γενικότερα, καθώς επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτές. Αξίζει, επιλογικά, να τονίσουμε ένα ακόμα στοιχείο. Καθώς είναι ένα είδος πρωτεϊκό, δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα. Αυτή η δυναμική δεν μας επιτρέπει να προβλέψουμε με σιγουριά ποιες μορφές θα υιοθετήσει στο μέλλον. Ας παραμείνουμε, λοιπόν, ανοιχτοί ως αναγνώστες και ας απολαύσουμε τους πειραματισμούς των συγγραφέων και την ευρηματικότητα των πρωταγωνιστών, περιμένοντας τις επόμενες θεματικές, ειδολογικές και γεωγραφικές  μεταλλάξεις του είδους.     

Υποσημειώσεις

[1] Στο πρώτο μέρος αυτής της θεωρητικής συζήτησης για την αστυνομική λογοτεχνία καταλήξαμε ότι αστυνομική λογοτεχνία ή crime fiction ή polar είναι ό,τι έχει γραφτεί αντίστροφα και, επίσης, ό,τι παροτρύνει τον αναγνώστη, αφού έχει γραφτεί αντίστροφα, να το διαβάσει και διερευνητικά με μια διάθεση αναζήτησης στοιχείων, που λείπουν εξαρχής επίτηδες από την πλοκή, με σκοπό την εξιχνίαση μίας αρχικής έλλειψης-απώλειας.

[2] Ο Knight (2004: 96) κάνει λόγο για «American gold» και αναφέρεται – ανάμεσα σε άλλους – στους Van Dine, Ellery Queen και Rex Stout. 

[3] Horsley 2005: 12-13.

[4] Rowland 2010: 119.

[5] Ο όρος cosy σύμφωνα με τον Horsley (2010: 31) αποδίδεται στα έργα αυτής της περιόδου ίσως επειδή χρησιμοποιούν φροντισμένο και ποιοτικό λόγο, έχουν ξεκάθαρο τέλος με την αποκάλυψη του ενόχου και το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή συχνά είναι ένας τακτοποιημένος και προστατευμένος χώρος, συνήθως, κάποιο ευκατάστατο σπίτι στην (αγγλική) εξοχή. Για τα χαρακτηριστικά του cozy mystery αλλά και τον εντοπισμό των απαρχών του στον 19ο αιώνα, βλ. και Oleksiw 2000: 98. 

[6] Hannah 2016.

[7] McCann 2000.

[8] Pepper 2010: 142.

[9] Ogdon 1992: 71-87 και Forter 2000.

[10] Ο Knight (2004: 96) κάνει λόγο για «American gold» και αναφέρεται – ανάμεσα σε άλλους – στους Van Dine, Ellery Queen και Rex Stout. 

[11] http://www.thejournal.ie/crime-writing-ireland-3004564-Oct2016/. Και οι τρεις συγγραφείς της συνέντευξης (Phillips, Burke και Connolly) τονίζουν τους πολλαπλούς λόγους για τους οποίους ανθεί το αστυνομικό στην Ιρλανδία αλλά και τους πειραματισμούς των συγγραφέων με το είδος. Το ίδιο παραδέχεται και ο Ιρλανδός συγγραφέας αστυνομικών Brian McGilloway στην προσπάθειά του να εξηγήσει την άνθιση του ιρλανδικού αστυνομικού, βλ. και  https://www.theguardian.com/books/2009/ apr/22/mcgilloway-irish-crime-novels.   

http://www.irishtimes.com/culture/killer-instinct-a-golden-age-of-irish-crime-fiction-1.1601482.

[12] Simpson 2010: 187.

[13] Glover 2003: 135-36.

[14] Forshaw 2007: 43.

[15] Simpson 2010: 189.

[16] Fried 2010: 333.

[17] Marschall 1997: 225.

Βιβλιογραφία

Forter, Greg (2000), Murdering Masculinities: Fantasies of Gender and Violence in the American Crime Novel, New York University Press, New York.

Forshaw, Barry (2007), The Rough Guide to Crime Fiction, Penguin, London.

Fried, Arthur (2010), «Crime in Comics and the Graphic Novel» στο Rzepka, Charles J. και Horsley, Lee, A Companion to Crime Fiction, Wiley-Blackwell, West Sussex, σσ. 332-343.

Glover, David (2003), «The Thriller» στο The Cambridge Companion to Crime Fiction, CUP, Cambridge, σσ. 135-54.

Hannah, Sophie (2016), Closed Casket: The New Hercule Poirot Mystery, William Morrow & Company, New York.

Horsley, Lee (2005), Twentieth – Century Crime Fiction, OUP, Oxford.

Horsley, Lee (2010), «From Sherlock Holmes to the Present» στο Rzepka, Charles J. και Horsley, Lee, A Companion to Crime Fiction, Wiley-Blackwell, West Sussex, σσ. 28-42.

Knight, Stephen (2004), Crime Fiction 1800-2000, Detection, Death, Diversity, Palgrave Macmillan, New York.

Marschall, Rick (1997), America’s Great Comic - Strip Artists. From the Yellow Kid to Peanuts, New York, Stewart, Tabori & Chang.

McCann, Sean (2000), Gumshoe America: Hard - Boiled Crime Fiction and the Rise and Fall of New Deal Liberalism, Duke University Press, Durham, NC.

Ogdon, Bethany (1992), «Hard-boiled Ideology”, Critical Quarterly, 34, 1, σσ. 71-87.

Oleksiw, Susan (2000), «Cozy Mystery» στο The Oxford Companion to Crime and Mystery Writing, OUP, Oxford, σσ. 97-98.  

Pepper, Andrew (2010), «The ‘Hard-boiled’ genre» στο Rzepka, Charles J. και Horsley, Lee, A Companion to Crime Fiction, Wiley-Blackwell, West Sussex, σσ. 140-151.

Rowland, Susan (2010), «The ‘Classical’ Model of the Golden Age» στο Rzepka, Charles J. και Horsley, Lee, A Companion to Crime Fiction, Wiley-Blackwell, West Sussex, σσ. 117-127.

Simpson, Philip (2010), «Noir and the Psycho killer» στο Rzepka, Charles J. και Horsley, Lee, A Companion to Crime Fiction, Wiley-Blackwell, West Sussex, σσ. 187-197.

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ

Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση αστυνομικής λογοτεχνίας
«The Crimes and Letters Magazine» (CLM), τχ. 2, Ιούνιος 2017, σσ. 67-71

 *Ο Στράτος Μυρογιάννης διδάσκει στο ΕΑΠ Θεωρία Λογοτεχνίας και Δημιουργική Γραφή.

Print