«Mamma Santissima» από τη Μάϊρα Παπαθανασοπούλου
«Τι εννοείς δε θέλεις να ακολουθήσεις τη µοίρα των συνοµηλίκων σου; Ποιος σε ρώτησε; Πού άκουσες ότι µπορείς να διαφεντέψεις τις ανάγκες σου; Αυτές διαφεντεύουν εσένα.
Ποιος σου είπε ότι η συνείδηση σου υπαγορεύει τι θα κάνεις; Ας έρθουν σ’ εµένα οι κουλτουριάρηδες αριστεροί που διαβάζεις να µου πουν ότι µπορούµε να επινοήσουµε απ’ την αρχή τον εαυτό µας. Θα τους µιλήσω για τον Νικόλα Ντ’ Αγκοστίνο, τον κοµµουνίσταρο που εξελέγη δήµαρχος του Κανόλο µε τις ψήφους της Ντράγκετα. Κι αυτός τον εαυτό του ήθελε να επινοήσει και τον φαντάστηκε στην καρέκλα του δηµάρχου. Πάρ’ το χαµπάρι, Σασά! Θα σπουδάσεις αυτό που θα σου πει η οικογένεια, θα παντρευτείς αυτή που θα σου προξενέψει η οικογένεια, θα αναπνέεις για την οικογένεια. Η Ντράγκετα είναι το υποσυνείδητό σου, χώνεψέ το!»
«MAMMA SANTISSIMA» είναι ο τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματος της Μάϊρας Παπαθανασοπούλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πατάκη. Να πώς περιγράφει η ίδια η Μ. Παπαθανασοπούλου τη διαδικασία συγγραφής του μυθιστορήματος (από το εισαγωγικό σημείωμά της):
«Η ιδέα της MammaSantissima πρωτοεμφανίστηκε στο μυαλό μου το 1999 και η αρχική της μορφή ήταν σενάριο για τον κινηματογράφο, το οποίο έγραψα, αν θυμάμαι, λίγο μετά το 2000. Ευτύχησα να βρω αμέσως εξαίρετο παραγωγό, ωστόσο στο θέμα του σκηνοθέτη υπήρξαν πολύ μεγάλες δυσκολίες. Για χρόνια κυκλοφορούσε το σενάριο από χέρι σε χέρι, και κάθε Έλληνας σκηνοθέτης που πειθόταν να το αναλάβει ήθελε να το φέρει στα μέτρα του, μετατροπές με τις οποίες δε συμφωνούσαμε ούτε εγώ ούτε ο παραγωγός.
Έτσι η MammaSantissima αναπαυόταν σε κάποιο συρτάρι περιμένοντας τις επόμενες σκηνοθετικές προτάσεις. Το 2008 γνώρισα τυχαία τον Ερνέστο Τσίνζι, έναν χαρισματικό Ιταλό σκηνοθέτη που με τις επισημάνσεις του απογείωσε την ιστορία και ουσιαστικά μετατόπισε το κέντρο βάρους της – κι είχε απόλυτο δίκιο, κατά τη γνώμη μου. Ωστόσο οι αλλαγές δεν ικανοποίησαν τον παραγωγό, που έκρινε πως το ελληνικό κοινό δε θα αγκάλιαζε την ιστορία. Σεβάστηκα την άποψη ενός έμπειρου ανθρώπου που διακύβευε τα χρήματά του για το δικό μου καπρίτσιο να γράψω ένα σενάριο που απαιτούσε δαπανηρότατα γυρίσματα στην Καλαβρία και Ιταλούς και Γκρεκάνους ηθοποιούς, πέρα από τους τρεις Έλληνες πρωταγωνιστές.
Πρέπει να ήταν το 2010 όταν κατάλαβα ότι το φιλόδοξο όνειρό μου να δω τη MammaSantissima στη μεγάλη οθόνη δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί. Πλέον δεν είχα αντοχή να το κυνηγήσω και το εγκατέλειψα. Κι ενώ πίστευα ότι τόσα χρόνια και τόσος κόπος είχαν πάει χαμένα, διαπίστωσα με έκπληξη ότι το τεράστιο υλικό που είχα συγκεντρώσει ανέπνεε με πείσμα.
Όλο αυτό το διάστημα οι ήρωες –τολμώ να πω εν αγνοία μου– ωρίμαζαν στο κεφάλι μου και περίμεναν υπομονετικά να πάρω την απόφαση που αρνιόμουν επί μακρόν – να τους αλλάξω κοστούμι και από κινηματογραφικούς να τους κάνω λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Ξεκίνησα τον Σεπτέμβριο του 2013 και τελείωσα τον Φεβρουάριο του 2014. Γράφοντας την τελευταία λέξη, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι αυτό το μυθιστόρημα ήταν μια πράξη απελευθέρωσης.
Γράφοντας την τελευταία λέξη σ’ αυτή τη μικρή εισαγωγή, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως συμφωνώ απολύτως με τον φίλο μου Μιχάλη, συγγραφέα της γενιάς μου, ο οποίος μου έλυσε την απορία γιατί βασανίστηκα τόσο να γράψω αυτές τις πέντε αράδες: Η αυτοδιαφήμιση είναι ταπεινωτική διαδικασία».
Για το «Mamma Santissima» και τη συγγραφέα, διαβάστε επίσης εδώ.