ΤΙΤΙΝΑ ΔΑΝΕΛΛΗ (1943-2021): IN MEMORIAM [1]
Στις 6 Ιανουαρίου 2021 έφυγε από τη ζωή η συγγραφέας και δημοσιογράφος Τιτίνα Δανέλλη.
Η Τιτίνα είχε μία ιδιαίτερα πλούσια και πολυσχιδή παρουσία στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία για περισσότερα από 40 χρόνια. Δημιουργώντας τον δικό της σταθμό στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα ήδη από τη δεκαετία του '80, υπήρξε αδιαμφισβήτητα μία εμβληματική μορφή για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία αλλά και την ΕΛΣΑΛ. Συμμετείχε σε όλες τις διαδικασίες διαμόρφωσης της Λέσχης, ήταν ιδρυτικό μέλος της και διετέλεσε πρόεδρος την περίοδο 2013-2015.
Η απώλειά της αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό για τη Λέσχη μας και συγκλονίζει όλα τα μέλη της.
Θα την θυμόμαστε τόσο για το έργο της όσο και για το ήθος και τη φιλία της που μας χάρισε αφειδώλευτα.
Τιτίνα Δανέλλη (1943-2021)
Μέλη της ΕΛΣΑΛ γράφουν για την Τιτίνα (α' μέρος)
Η Ντολόρες δεν μένει, πια, εδώ
Ούτε που θυμάμαι πότε άρχισα να την αποκαλώ Ντολόρες. Ούτε το γιατί, θυμάμαι. Όχι ότι έχει και καμία σημασία, αλλά είχα πολλά χρόνια να την φωνάξω με το όνομά της. Ντολόρες, την έλεγα, και Κρούπσκαγια. Το δεύτερο για ευνόητους λόγους.
Σ’ αυτό το σημείωμα αποχαιρετισμού δεν θα αναφερθώ στη βιογραφία της, ούτε θα αξιολογήσω το συγγραφικό της έργο, υπάρχουν άλλοι, καταλληλότεροι εμού, να το κάνουν. Δεν θα μιλήσω καν για τον σημαντικό της ρόλο στην δημιουργία και λειτουργία της ΕΛΣΑΛ, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα γνωρίζουμε αυτά πολύ καλά. Έχω την ανάγκη να σας μιλήσω για τη δική μου Ντολόρες.
Τη «γνώρισα» μέσα από τα βιβλία της, τέλη της δεκαετίας του ‘70 με αρχές της δεκαετίας του ’80. Πραγματικά και ουσιαστικά τη γνώρισα όταν στήναμε την ΕΛΣΑΛ, εκεί, στο στενό πατάρι του ΕΝΑΣΤΡΟΝ, στη Σόλωνος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ –και θα νιώθω αιώνια ευγνωμοσύνη γι αυτό- την αγάπη με την οποία με αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή, εμένα, μια ψαρωμένη αναγνώστρια αστυνομικού αφηγήματος που, τότε ακόμη, δεν είχε δώσει δείγμα λογοτεχνικής γραφής. Είχα γράψει εκατοντάδες σελίδες στο διαδίκτυο, είναι η αλήθεια, αλλά δεν είχα σκεφτεί ακόμη να κάνω το επόμενο βήμα, το πέρασμα στην αστυνομική λογοτεχνία. Πήγαινα σ’ αυτές τις πρώτες συγκεντρώσεις με το δέος και τον θαυμασμό του αναγνώστη, που συναντά τα συγγραφικά του είδωλα.
Η Ντολόρες μου με στήριξε εξαρχής, με ενθάρρυνε να πάρω μέρος στις πρώτες αρχαιρεσίες της ΕΛΣΑΛ, με πρότεινε για τη θέση της γραμματέως, ήταν μονίμως δίπλα, όχι μόνο σ’ εμένα, σε όλους τους νέους συγγραφείς που πλαισίωσαν τη λέσχη με το πέρασμα των χρόνων. Έδινε χώρο και βήμα στις νέες, όχι μόνο ηλικιακά, φωνές και παρακολουθούσε στενά και υποστηρικτικά τα πρώτα τους, αβέβαια και διστακτικά, βήματα.
Αλλά ήταν και αληθινή φίλη, με νιάξιμο για τα προσωπικά μου, την οικογένειά μου, δεν ξεχνούσε ποτέ τα γενέθλια και τη γιορτή μου, τα τηλεφωνήματά μας διαρκούσαν ώρα πολλή, με ποικίλη θεματολογία.
Κι αφού αυτός είναι ένας προσωπικός αποχαιρετισμός, δεν γίνεται να μην κάνω μνεία στην πολιτική της συνέπεια, όλα αυτά τα χρόνια. Ουσιαστικά αριστερή, πιστή στο κόμμα της, έκανε πως ψιλοθύμωνε όταν την έλεγα Κρούπσκαγια και με αποκαλούσε αποστάτρια. Με αγάπη, όμως, κι ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα.
Κι ήταν αυτό το παιχνιδιάρικο μειδίαμα που την χαρακτήριζε κι έκανε αυτή την λεπτή και μικροκαμωμένη γυναίκα, με τα πλούσια ασημένια μαλλιά (κομμένα πάντα σ’ ένα φροντισμένο καρέ), που έφτανε στις χειμωνιάτικες συνελεύσεις της λέσχης μας με βαριά πανωφόρια, κασκόλ και καπέλα, «για να μην κρυώσω, Νουνού, αν κρυώσω χάθηκα», να μοιάζει με φοιτητριούλα.
Και με το ίδιο παιχνιδιάρικο χαμόγελο κι ένα σπίθισμα στο βλέμμα, με κοίταζε την ώρα της συνέλευσης και τα χείλη της σχημάτιζαν άηχα τη λέξη «τσιγάρο». Κι ήξερα πως έπρεπε να της δώσω ένα, καμουφλαρισμένο μέσα σε χαρτοπετσέτα, ή χωμένο ανάμεσα στις σελίδες του σημειωματάριού μου -ακόμη κι αν δεν ήθελα- γιατί δεν έκανε να καπνίζει και «δώσ’ το μου με προσοχή μεγάλη, για να μη με δει ο Φϊλιππος και μου φωνάζει. Και αναπτήρα, Νουνού, πώς θα το ανάψω;».
Καταριέμαι την πανδημία που δεν μας επέτρεψε να την αποχαιρετίσουμε όπως θέλαμε και όπως της άξιζε. Παρηγοριέμαι που είχε κοντά της τα πολυαγαπημένα της πρόσωπα, την οικογένεια του αδελφού της. Στεναχωριέμαι που δεν μπόρεσα να της γλιστρήσω, ανάμεσα στα δαχτυλάκια της, ένα τελευταίο τσιγάρο. Για τον δρόμο...
Καλό ταξίδι αγαπημένη μου Ντολόρες, φιλιά στους δικούς μας συντρόφισσα Κρούπσκαγια, καλή αντάμωση συναδέλφισσα Τιτίνα Δανέλλη.
Νίνα Κουλετάκη
Από την επίσημη παρουσίαση της Ε.Λ.Σ.Α.Λ., κατά τη διάρκεια της 39ης Έκθεσης Βιβλίου (Ζάππειο, Σεπτέμβριος 2010).
Διακρίνονται, από δεξιά, οι Τεύκρος Μιχαηλίδης, Τιτίνα Δανέλλη, Μανώλης Πιμπλής, Δημήτρης Μαμαλούκας και Γιάννης Ράγκος.
*****
Γλυκιά αλλά αυστηρή στη θετική κριτική της.
Αγωνιστική αλλά συναινετική στα κοινά οράματα.
Επιτυχημένη συγγραφέας αλλά μετριόφρων στον θαυμασμό των συναδέλφων.
Μια μορφή ψυχικής ευρυχωρίας που δύσκολα θα ξανασυναντήσω.
Όπως έγραψα μόλις έμαθα την απουσία της (κι όχι απώλεια):
Η ΕΛΣΑΛ έχασε ένα μέρος της ψυχής της.
Γιάννης Πανούσης
*****
«Τα λίγα λόγια…»
Δεν ξέρω πως αποχαιρετάς ανθρώπους που είδες τόσο λίγο στη ζωή σου, μίλησες μαζί τους περισσότερο αλλά όχι αρκετά, και στάθηκαν στο πλευρό σου, περισσότερο από πολλούς που βλέπεις καθημερινά, μιλάς συχνά. Ποιο είναι τελικά το μέτρο; Μα η ουσία του. Η σημασία των λόγων, της επαφής, της επικοινωνίας. Σε αυτό η Τιτίνα είχε, νομίζω, έναν μοναδικό τρόπο να επιτυγχάνει τόσα πολλά με τόσα λίγα.
«Δεν με έχεις ανάγκη ρε μαλακισμένο. Κατάφερες να μάθεις τα λίγα λόγια". Ήταν μία από τις φράσεις της στην τελευταία μας τηλεφωνική επικοινωνία τον Νοέμβριο. Τα λίγα λόγια, πάντα τα λίγα λόγια. Και τώρα, νομίζω, αν διάβαζε αυτό το μικρό κείμενο, θα μου έλεγε το ίδιο. «Βγάζε τα περιττά, λίγα λόγια».
Με την βαθειά, μπάσα φωνή της, να σου λέει πάντα την γνώμη της με ειλικρίνεια, να σε ενθαρρύνει, να αφιερώνει το πολύτιμο χρόνο της για τη δική σου ζωή, τα δικά σου όνειρα, τις φιλοδοξίες. Κι όταν την ρωτούσα τι κάνει, στα γρήγορα, σχεδόν διεκπεραιωτκά να προσπερνά τα δικά της. Τρυφερή, υποστηρικτική, πάντα παρούσα υπήρξε στην δική μου ζωή. Περισσότερο απ` όσο τόλμησα να της ζητήσω. Εκεί δεν είχε μέτρο. Στο να δίνεται.
Για τρία χρόνια προσπαθούσαμε να βρούμε χρόνο να συναντηθούμε στην Αθήνα, παρ` ότι μιλούσαμε στο τηλέφωνο τακτικά. Ούτε παράνομοι να ήμασταν, μου έλεγε. Ούτε παράνομοι εραστές απαντούσα εγώ. Καταλήξαμε, αστειευόμενες να αποκαλούμε η μία την άλλη, παράνομο εραστή. Τα καταφέραμε, βρεθήκαμε, κάναμε την μοναδική τόσο μεγάλη κουβέντα, από όσες είχαν προηγηθεί και όσες ακολούθησαν. Μοναδική να σε ακούει, να σε κοιτά στα μάτια, με αυτό το υπέροχο θηλυκό παράστημά της, την ευφυΐα να φεγγοβολά στα μάτια, την δύναμη που ανέβλυζε ολόκληρη. Ήρεμη δύναμη, από αυτές που μόνο γοητεία μπορούν να εκπέμπουν. Ζεστό, σπινθηροβόλο πνεύμα με την ολιγάρκεια της γνώσης, όχι της παραίτησης. Να, πάλι θα με μάλωνε τώρα. «Πολλά, πολλά» νομίζω θα `λεγε «δεν χρειάζονται τόσα». Τιτίνα χρειάζονται ρε γαμώτο τόσα κι άλλα τόσα. Γιατί τόσα κι άλλα τόσα έδωσες… Κι εγώ λίγα, πιο λίγα. Να είδες; Τα κατάφερα τα λίγα… Μα στην λήξη!
Έλενα Χουσνή