Κουλετάκη Νίνα: "Η Αλίκη ήταν στην πρέζα και την Κοκκινοσκουφίτσα τη γάμησε ο λύκος"

Written on . Posted in Διηγήματα


Ξύπνησε κάθιδρος, τρέμοντας. Αυτό ήταν, συλλογίστηκε, ο ύπνος του είχε χαθεί. Θα βρυκολάκιαζε την υπόλοιπη νύχτα. Το κορμί του πονούσε, κάθε γαμημένος μυς του, λες και ήταν τυλιγμένος με σύρμα αγκαθωτό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε, τρικλίζοντας, στην κουζίνα. Άνοιξε τη βρύση και έσκυψε να πιει λαίμαργα νερό. Πήρε μια κοκακόλα από το ψυγείο και πήγε στο σαλόνι.

Άπλωσε το χέρι του για τα σύνεργα από το χαμηλό τραπεζάκι μπροστά του κι έστριψε ένα τσιγάρο. Ένοιωθε κατάκοπος, καταθλιμμένος και θυμωμένος. Κυρίως θυμωμένος. Η γκόμενα ήταν απίστευτη, τον είχε δυο ώρες στη χρηστομάθεια.

Ωραία γκόμενα, εντάξει, αλλά σπασαρχίδω, αδελφάκι μου. Τσουρέκια του τα έκανε με την πολυλογία της. Άσε μας, κορίτσι μου, τις «βλαβερές συνέπειες» της πρέζας τις ακούω και από τη μάνα μου, δεν μου χρειάζεται να με ψέλνει κι η γκόμενα. Άντε γεια!

Όσο περνούσε η ώρα, τόσο εκνευριζόταν. Είχε χαθεί κι ο μαλάκας ο Μάκης, και στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε κόκκος, πώς θα την έβγαζε; Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση. Τελεμάρκετινγκ στα περισσότερα κανάλια. Μα ποιος κάθεται και βλέπει τέτοιες μαλακίες στις 3 το πρωί; Πρέπει να υπάρχουν πολλοί απελπισμένοι που παρηγοριούνται χαζεύοντας όλες αυτές τις αηδίες.

Πήρε το κινητό και κάλεσε το Μάκη. Τι μαλάκας! Το είχε κλειστό. Πέταξε τη συσκευή εκνευρισμένος στην άλλη άκρη του καναπέ. Έγειρε πίσω και στύλωσε τα μάτια στο ταβάνι. Εντόπισε μια μικρή, τόση δα ρωγμή, δίπλα στο γύψινο από το οποίο κρεμόταν το φωτιστικό. Όσο την κοίταζε, τόσο του φαινόταν πως μεγάλωνε και άπλωνε. Την κοίταζε απορροφημένος μέχρι που τα μάτια του πόνεσαν από το φως της λάμπας.

Άρχισε να κρυώνει, έριξε μια ματιά στη μπαλκονόπορτα να δει μήπως ήταν ανοιχτή. Κλειστή. Και το καλοριφέρ ήταν σβηστό τέτοια ώρα. Μα... όχι, λάθος. Δεν άναβαν καλοριφέρ τον Ιούλη. Ιούλης δεν ήταν; Πόσες του μήνα; Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά το μυαλό του έμοιαζε με κρύα σούπα.

Ξανακάλεσε το Μάκη. Καμία απάντηση. Βλαστήμησε δυνατά. Πού σκατά είναι ο μαλάκας; Ξέρει πως δεν έχω, ξέρει πως χρειάζομαι. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει νευρικά πάνω -κάτω στο δωμάτιο, σαν εκείνη την τίγρη που είχε δει μικρός στο ζωολογικό κήπο -ο θεός να τον κάνει- της Φλώρινας. Το κλουβί ήταν μικρό για την τίγρη και το δωμάτιο μικρό για εκείνον.

Έστριψε άλλο ένα τσιγάρο, χωρίς να την ακούσει και πάλι. Ημίμετρα. Το δεξί του χέρι τινάχτηκε ανεξέλεγκτα, κρύωνε ακόμα και του ερχόταν εμετός. Το Μάκη, μόνο να εύρισκε το Μάκη και όλα θα περνούσαν. Όσο προχωρούσε η ώρα ένοιωθε χειρότερα. Το πήρε απόφαση, θα έβγαινε στη γύρα, κάτι θα εύρισκε. Φόρεσε ένα παντελόνι κι ένα μπλουζάκι με μακρύ μανίκι, έριξε στην τσέπη του ό,τι λεφτά υπήρχαν σπίτι και το χρυσό βραχιόλι της μάνας του που είχε καβατζώσει την Παρασκευή από το σπίτι της. Βγήκε στο δρόμο, χτυπώντας πίσω του την πόρτα και τον κατάπιε το σκοτάδι. Όπως τον κακό στα νουάρ μυθιστορήματα, σκέφτηκε.

Τους είδε στην πλατεία. Τον έναν τον ήξερε, είχε αγοράσει από αυτόν κι άλλη φορά. Τους πλησίασε. Μετρητά, βραχιόλι και σκόνη άλλαξαν γρήγορα χέρια. Γύρισε σπίτι του σχεδόν τρέχοντας.

Έβγαλε την μπλούζα του και κάθησε στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη στον καναπέ. Άνοιξε το τσίγκινο κουτί από σοκολατάκια που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έβγαλε τα σχετικά. Ετοίμασε το διάλυμα και έσφιξε το λάστιχο στο μπράτσο του. Έκανε την ένεση και έριξε το κεφάλι πίσω με τα μάτια μισόκλειστα.

Ένοιωσε τη γνώριμη ζεστασιά να τον πλημμυρίζει. Το στόμα του ξεράθηκε, τα χέρια και τα πόδια του έγιναν ασήκωτα από το βάρος. Λίγο πριν βυθιστεί είδε το όμορφο πρόσωπο της Ελένης να τον κοιτά θλιμμένα. «Μη με κοιτάς έτσι», ψιθύρισε, «σαν την καλή νεράιδα του παραμυθιού. Είναι καιρός που ανθίστηκα πως νεράιδες δεν υπάρχουν και πως τα παραμύθια είναι μούφα. Αν δεν το ξέρεις, να στο πω εγώ: η Αλίκη ήταν στην πρέζα και την Κοκκινοσκουφίτσα τη γάμησε ο λύκος».

* Πρώτη δημοσίευση στο blog "Shine On, You Crazy Diamond", τον Απρίλιο του 2008.

Tags: Νίνα Κουλετάκη

Print