John Le Carré: "Ο εντιμότατος μαθητής"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης ( Hodder & Stoughton - UK, 1977).    
Όχι συμπτωματική,  η παραπομπή στο “σινικό” των στοιχείων... 

 John le Carré1 
Ο εντιμότατος μαθητής
(ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ-2007)
The Honourable School-boy (1977) 

(Κριτικές Σημειώσεις του Αντώνη Γκόλτσου, στο πλαίσιο της Συνάντησης
της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας τού ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)

[Αμέσως μετά την προβολή τού “Tinker, tailor, soldier, spy”, στον κιν/φο “Απόλλων”, στην αρχή τής “επάρατης” εβδομάδας τής 6ης Φεβρουαρίου, κάποιος, στην ακριβώς επόμενη σειρά  καθισμάτων, συνόψισε ως εξής: «Μπερδεμένο και καθόλου επίκαιρο». Να αποφύγω τα αποσιωπητικά, για να μην κατηγορηθώ ότι σχολιάζω τη δήλωση]

Αν το “Tinker, tailor, soldier, spy” συνιστά μαίανδρο, το “Thehonourableschoolboy”, αποτελεί μαίανδρο στην ιδεογραμματική σινική του έκδοση. Και δεν είναι θέμα όγκου· πιο σωστά, δεν είναι μόνο θέμα όγκου. Θα το ξαναπούμε: Ο le Carré απαιτεί, αν δεν επιβάλλει, τη συνέργεια του αναγνώστη. Ο αφελής και ανυποψίαστος που θα αποπειραθεί να “ξεφυλλίσει” τον “Μαθητή”, θα πέσει, σύντομα, θύμα τού “συνδρόμου τού Θησέα”· θύμα, δηλαδή, ενός λαβύρινθου. Λαβύρινθου ονομάτων, τόπων, μετακινήσεων, αντιλήψεων, υποθετικού -όσο και, συχνά, εξεζητημένα ιδιόλεκτου-  λόγου, ευφυολογημάτων και ιστοριών, που η κάθε μία από αυτές θα μπορούσε -εξαιρετικά άνετα- να τροφοδοτήσει ένα εξ ίσου αξιομνημόνευτο μυθιστόρημα, όσο και αυτό του “Μαθητή”. Λαβύρινθου, ακόμη, τον οποίο ο le Carré δεν θα σπεύσει να “διευκολύνει” με κάποιο γεωγραφικό/τοπογραφικό σκαρίφημα, ένα σχεδιάγραμμα, ένα χρονολόγιο, ή μία λίστα ονομάτων/ιδιοτήτων. Απαιτητικός, ο κατά κόσμον David John Moore Cornwell! Ή πρόκειται για μια -διάρκειας 620 σελίδων- φιλοφρόνηση, στην οξύνοια των αναγνωστών του; O “Εντιμότατος μαθητής” (“Thehonourableschoolboy”-1977) είναι το δεύτερο μέρος τού έργου που έχει επικρατήσει να ονομάζεται “Τριλογία τού Κάρλα”, μετά το “Κι κλήρος έπεσε στον Σμάιλι” (“Tinker, tailor, soldier, spy”-1974) και πριν το “Οι άνθρωποι του Σμάιλι” (“Smileyspeople”-1979). Το πράγμα είναι σαφές, σε ό,τι αφορά το κίνητρο. Στο τέλος τού “Κλήρου”, οι Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες (“Σέρκους”, στην ιδιόλεκτο του σιναφιού) βρίσκονται υπό διάλυση. Και από εδώ, αρχίζει ο “Μαθητής”. Πριν αποκαλυφθεί από τον Σμάιλι ο ταλαντούχος Μπιλ Χέιντον (ο βαθιά μέσα στο Σέρκους “τυφλοπόντικας” του Ρώσου αρχικατασκόπου Κάρλα) θα έχει προλάβει να διαλύσει δίκτυα, να καταδώσει πράκτορες, και να χωρίσει το Σέρκους σε φατρίες, αν όχι σε στρατόπεδα. Το απόλυτο χάος. Και, επειδή η φύση δεν επιτρέπει κενά, οι Εξάδελφοι -οι εξ Αμερικής ιέρακες- θα έχουν, πλέον, το επάνω χέρι. Θα χρειαστεί κάποιος να βάλει τάξη. Κι ο κλήρος τού “Cleaner” θα συνεχίζει να πέφτει στον Τζορτζ Σμάιλι, σε αυτόν τον “Μικρόσωμο, κοντόχοντρο και μεσήλικα και βάλε, (που) στην όψη ήταν ένας από τους ταπεινούς του Λονδίνου που δεν θα κληρονομούσαν τη γη· αυτόν, που “... θα τον θεωρούσαν ήπια εκκεντρικό, απεραντολόγο και εσωστρεφή, αλλά με μια δυο αξιαγάπητες συνήθειες, όπως το να μονολογεί καθώς βαδίζει αδέξια στο πεζοδρόμιο. Οπισθοδρομικό ίσως, αλλά και ποιος δεν ήταν αυτές τις μέρες; Οπισθοδρομικό αλλά πιστό στην εποχή του· και αυτόν, που“Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή που έβγαζε τα προς το ζην με την ευφυΐα του και τη γερή του μνήμη είχε αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην τέχνη της λήθης2. Ο παλιός αρχικατάσκοπος, θα συνεχίσει, λοιπόν, μακριά από τον περίπλου των Γερμανών ποιητών και των δημόσιων βιβλιοθηκών, για να ξαναχτίσει την αυτοκρατορία. Με άλλα λόγια, να  διεκπεραιώσει την ενημέρωση των -εναπομενόντων- πρακτόρων στις τέσσερις γωνιές τού ορίζοντα, την επιλεκτική (άλλο πρόβλημα αυτό) ανάκληση των κατατρεγμένων τού “τυφλοπόντικα”, τη διάλυση παλιών παραρτημάτων, το στήσιμο νέων δικτύων και την “απεντόμωση” του Σέρκους από τα μικρόφωνα του Χέιντον· να αποκαλέσουμε, όλα αυτά, το «Έργο». Και όλα και πάντα, με τον φόβο ότι κάποιος -υπό εκκόλαψη αφανής/σιωπηλός- “τυφλοπόντικας” έχει μείνει πίσω, δασκαλεμένος από τον χαρισματικό Χέιντον να αναλάβει με τη σειρά του, όταν ο μεγάλος Μπιλ θα είχε βγει εκτός μάχης. Σύμμαχοι του Σμάιλι, οι ελάχιστοι: “ο Πίτερ Γκίγιαμ, ο λακές του, η μεγαλόσωμη και ευφραδής Κόνι Σακς, η παρατηρήτρια της Μόσχας, ο Φόουν, ο υπηρέτης με τα σκοτεινά μάτια και τέλος ο δόκτορας ντι Σάλις, γνωστός ως «ο τρελός ιησουίτης», που ήταν επικεφαλής της ομάδας του Σέρκους που παρακολουθούσε την Κίνα(σελ. 75). Οι τέσσερις, λοιπόν, και ο Σμάιλι· αυτοί που απάρτιζαν τον περίφημο πυρήνα και που το να είσαι ένας από αυτούς, ήταν, κατά τον ντι Σάλις, σαν να “έχεις κάρτα μέλους του κομμουνιστικού κόμματος με μονοψήφιο αριθμό(σελ. 76). “Σύμμαχοί” του επίσης (όπου τα εισαγωγικά δεν θα είναι ποτέ αρκετά), οι Εξάδελφοι, οι διαχρονικοί φωστήρες τού Γουάιτχολ και του Φόρεϊν Όφις και ο σύνδεσμος του Γουάιτχολ με το Σέρκους, ο μια-στο-καρφί-και-μια-στο-πέταλο φίλος τού Σμάιλι και υποχείριο του υπουργού, Όλιβερ Λέικον. Για να εμφιαλωθεί ο Σμάιλι, “για συνεχόμενα μερόνυχτα”, στο μικροσκοπικό διαμέρισμα-γραφείο, σε κάποια γωνιά τού -και κυριολεκτικά- καταρρέοντος κτιρίου τού Σέρκους, με την όχι αδιάκοπη παρέα των “πιστών” του και πάντα κάτω από το ακραία μεγεθυσμένο, κοκκώδες πορτραίτο τού Κάρλα, που, σε μια βρετανική εκδοχή τού “Κύριε, μέμνησο των Αθηναίων”, θα συντηρεί την απορία των επισκεπτών και την απαρασάλευτη μνησικακία τού Σμάιλι. Όμως, το «Έργο» δεν θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στα στοιχεία που το συνέθεταν. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο. Κάτι που θα έδειχνε στο Κέντρο της Μόσχας και στον Κάρλα, αρχιαγκιτάτορά του, ότι το Σέρκους ζει, ότι ο Χέιντον ήταν ο τυφλοπόντικας, αλλά όχι και ο νεκροπομπός του και ότι ήταν, ακόμα και πάντα, σε θέση να δείξει, και στο περίπου ισότιμα αντίπαλο δέος, τους Εξαδέλφους, αυτό που ο Σμάιλι θεωρούσε σαν τη δουλειά μιας υπηρεσίας πληροφοριών: Όχι, δηλαδή, το “να παίζει κλέφτες κι αστυνόμους αλλά να παρέχει πληροφορίες στους πελάτες της(σελ. 75). Και η ιδέα ήταν ιδιοφυώς απλή: “...δίνοντας οδηγίες στον Χέιντον, ο Κάρλα φανέρωνε τα κενά στις γνώσεις του Κέντρου της Μόσχας· ότι, διατάζοντας τον Χέιντον να αποκρύψει κάποιες πληροφορίες που έφταναν στο Σέρκους, διατάζοντάς τον να τις διαστρέψει, έδειχνε ποια μυστικά δεν ήθελε να αποκαλυφθούν(σελ. 77). Ή, όπως, εξίσου ιδιοφυώς, όσο και επιγραμματικά, θα το διατυπώσει η μεγάλη Κόνι στον Σμάιλι: “Άρα μπορούμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη αντίστροφα, ε, αγάπη μου;(σελ. 77). Στο κατόπι, λοιπόν, του αντίστροφου ίχνους. Που όχι ακαριαία, αλλά μετά από αμέτρητες διασταυρώσεις, επαφές με εξωτικούς συνδέσμους, συλλογιστικές “καμπές και παρορμήσεις” και μια περίπου υπερκόσμια  συνθετική ματιά, θα παρουσιάσει η μεγάλη Κόνι στους Σμάιλι και Γκίγιαμ των γεροντικών της ερώτων· τη “φλέβα χρυσού”, στη δική της γλώσσα και μέσα από τα “ασυνάρτητα ξόρκια του επαγγέλματος του ιδεοληπτικού λαγουμιτζή3. Και το ίχνος θα βρεθεί. Όπως θα το επιβεβαιώσει ο Σαμ Κόλινς, νυν ευυπόληπτος λεσχιάρχης και μέχρι πρότινος από τους δελφίνους τού Χέιντον, για να εξοστρακιστεί και αυτός, όπως τόσοι άλλοι, από το Σέρκους, τη ευγενή φροντίδι τού Μεγάλου Μπιλ. Όλα ξεκίνησαν από μία τραπεζική πίστωση σε τράπεζα της Βιεντιάν (Λάος), που συστηματικά επαναλαμβανόταν κάθε μήνα. Χρήματα πληρωτέα με την επίδειξη ταυτότητας στέλνονταν από το Παρίσι. Κάποιος εμφανιζόταν και τα ανελάμβανε. Ο “κάποιος” συνέβαινε να είναι ο “Εμπορικός Μπορίς”, ένας γραμματέας στη σοβιετική πρεσβεία στη Βιεντιάν. Που θα τα κατέθετε σε γειτονική τράπεζα, στον λογαριασμό “μιας ασήμαντης αεροπορικής εταιρείας του εξωτερικού ονόματι Ινδοτσάρτερ Βιεντιάν(σελ. 93). Ενδιαφέροντα στοιχεία της εταιρείας, “μια χαζή ξανθιά στην υποδοχή” και “ένας οξύθυμος Μεξικανός πιλότος, γνωστός ως Τάινι Ρικάρντο”, που, σύντομα, θα αναφερθεί νεκρός· θα μας απασχολήσουν, πιο κάτω. Και η συνέχεια στο ίχνος: Ο Κόλινς είχε ενημερώσει το Σέρκους, σχετικά. Και όταν ο Σμάιλι αναζήτησε τη σχετική έκθεση, το πρότυπο του λαγουμιτζή, η σοφή Κόνι, θα τον παραπέμψει “στον τεμαχιστή χαρτιών, αγάπη μου(σελ.82). Και ο Κόλινς θα επιβεβαιώσει ότι “το Λονδίνο έθαψε την υπόθεση(σελ. 96), με τον Χέιντον, τότε, να ισχυρίζεται ότι η σχετική έρευνα ήταν δουλειά των Εξαδέλφων (που σήμαινε, «ως εδώ· τελεία και παύλα»). Λεπτομέρεια: Οι πιστώσεις από το Παρίσι κόπηκαν μαχαίρι, από τη στιγμή που απαγορεύτηκε στον Κόλινς να συνεχίσει την έρευνα... ΤΟ ίχνος, λοιπόν. Και κάποιος που θα αναλάβει να το ακολουθήσει. Η επιλογή, τού Σμάιλι: Τζέρι Γουέστερμπι, παλιός ευκαιριακός πράκτορας, ένα ακόμη από τα θύματα του Χέιντον. Θα ανασυρθεί από τα αζήτητα και από μια ανώνυμη γωνιά της Τοσκάνης, όπου επιδίδεται σε συστηματική απόσβεση μέσω του αλκοόλ και ευκαιριακών ερώτων, αυτός, ο κατά τους ντόπιους “Εντιμότατος μαθητής”. “Εντιμότατος” -σύμφωνα με τη μετάφραση των χωριανών λαθραναγνωστών- γιατί έτσι τον ανέφερε το τηλεγράφημα-πρόσκληση από το Λονδίνο, και “μαθητής”, όπως ήταν το παρατσούκλι του στο χωριό, ίσως λόγω του σάκου με τα βιβλία που τον ακολουθούσε παντού (για τον Τοσκανικό περίπλου του Τζέρι -ένα έξοχο δείγμα γραφής- παραπέμπω στο απόσπασμα του τέλους των Σημειώσεων). Ο Γουέστερμπι -ο παλιός πράκτορας, στους αντίποδες της σκουριάς- θα είναι πανέτοιμος να αναλάβει. Ο Γουέστερμπι, διαχρονικός θαυμαστής τού Σμάιλι: “Παλιόφιλε. Για όνομα του Θεού. Δείξε μου το δρόμο και θα προχωρήσω. Εντάξει; Ο φωστήρας είσαι εσύ, όχι εγώ. Πες μου πού θα ρίξω την μπάλα και εγώ θα τη ρίξω...(σελ. 136). Για να μεταφερθεί το σκηνικό στο Χογκ Κογκ, όπου ο νιόφερτος πράκτορας -συνθήκες τρωγλοδύτη σε μια από τις κατοικίες-κόλαση της αποικίας- θα έρθει σε επαφή με έναν από τους πιο “χρωματιστούς” χαρακτήρες του le Carré, τον γέρο-Κρόου, Αυστραλό, Πρόεδρο -για τους περισσότερους- της “Λέσχης Μπόουλινγκ των Νέων Συντηρητικών Βαπτιστών της Σαγκάης”(!) ενός συνονθυλεύματος πολεμικών ανταποκριτών, αιμοδιψών φωτογράφων, χαρισματικών ερειπίων και ημιβυθισμένων στο αλκοόλ ναυαγίων· και πράκτορα του Σέρκους -για τους εξαιρετικά λιγότερους. Ο Κρόου θα είναι η επαφή τού Γουέστερμπι, με το Λονδίνο. Και θα είναι αυτός που θα εμφανίσει τα φιλμ που ο Τζέρι τράβηξε στο γραφείο του Φροστ, ανώτερου στελέχους της τράπεζας όπου γίνονταν οι καταθέσεις του “Εμπορικού Μπορίς” και συναδέλφου εν ακολασία τού Τζέρι. Ενδιαφέρουσες, έως αποκαλυπτικές, αυτές οι φωτογραφίες. Αφού κατέγραφαν την κίνηση του λογαριασμού, στον οποίο οι καταθέσεις. Λογαριασμού μηδενικών αναλήψεων. Και μόνο ένα όνομα. Ενός Ντρέικ Κο, ιδρυτή του καταπιστευτικού λογαριασμού. Που σημαίνει ότι ο Κο ανοίγει τον λογαριασμό, αλλά δεν έχει το δικαίωμα ανάληψης. Αντίθετα με αυτόν που θα εμφανιζόταν με το κατάλληλο δακτυλικό αποτύπωμα, ή το σχετικό μισό χαρτονόμισμα, ή την όποια ένδειξη η Κινέζικη εφευρετικότητα έχει επιλέξει και συμφωνήσει. Για να ξετυλιχτεί το κουβάρι, σχετικά εύκολα, επί του παρόντος: Ο Ντρέικ Κο, κινεζικής καταγωγής, επιφανής πολίτης του Χογκ Κονγκ, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και Πρόεδρος, μεταξύ πολλών άλλων, της Τσάινα Ερσί, που συνέβαινε να είναι η κύρια μέτοχος της Ινδοτσάρτερ Βιεντιάν, εταιρίας “που ωφελούνταν από τη γενναιοδωρία του Εμπορικού Μπορίς” ! (σελ. 175). Το ίδιο και για τη συνοδό του. Τη “χαζή ξανθιά στην  υποδοχή”, alias Ελίζαμπεθ, ή Λίζι Γουέρθινγκτον, “κοκότα πολυτελείας”, κατά το Αρχείο τού Σέρκους (για όλους, φαίνεται να υπάρχει κάτι στο Αρχείο). Και ο λογαριασμός να έχει παγώσει στο μισό εκατομμύριο δολάρια. Και το ερώτημα: “Ποιος μπορεί να αξίζει τόσο;” Όλα αυτά, δηλαδή, που θα κάνουν τη “χοντρή και ανόητη”, για τους αρνητές της, Κόνι Σακς, να αναρωτηθεί “Τι μπορεί να παρέχει που να αξίζει τόσο;”. Δεδομένου και του ότι “Ο Κάρλα είναι τόσο τσιγκούνης που πιστεύει ότι οι πράκτορές του θα ’πρεπε να του δουλεύουν τζάμπα!(σελ. 177). Και ο Τζέρι, στην αναζήτηση του Ντρέικ Κο. Και θα είναι στις ιπποδρομίες που θα τον συναντήσει. Αυτόν και τον Τιου “αρχιυπηρέτη, διαχειριστή, αρχικουβαλητή, λαντζέρη και μεσάζοντα” του Ντρέικ. Μάλιστα, θα προκαλέσει τον τελευταίο, ευθύς μετά τη νίκη τού Τυχερού Νέλσον, ιδιοκτησίας του, ρωτώντας τον επανειλημμένα “τι σας κάνει τόσο τυχερό, κύριε”, για να πέσει επάνω στο σινικό τείχος σε έκδοση σοφιστικέ γκάνγκστερ. Ενδιαφέρουσα συνάντηση, αφού ο Γουέστερμπι θα έχει και μία πρώτη οπτική επαφή με τα μακριά χρυσά μαλλιά και τη γυμνή πλάτη αυτής που θα αποδειχθεί η Λίζι Γουέρθινγκτον... Αμέσως μετά, οπλισμένος και με την πληροφορία για τον Νέλσον, νεκρό γιο του Ντρέικ, ο Τζέρι θα επισκεφτεί το παρακείμενο παλιό αποικιακό κοιμητήριο, όπου, μπίγκο, θα ανακαλύψει τον τάφο του γιου του Ντρέικ. Ευκαιρία για μία αναθεώρηση του αινιγματικού προφίλ του Κινέζου; “Ένας άνδρας χωρίς συγκεκριμένο δόγμα, κι ωστόσο ο Τζέρι εκείνη στιγμή τον είδε πιο καθαρά απ΄ όσο είδε δει ποτέ τον εαυτό του. Ένα φτωχόπαιδο Τσίου Τσόου που γίνεται διαχειριστής της φιλίππου ενώσεως και μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και καταβρέχει με τη μάνικα το άλογό του πριν από έναν αγώνα. Ένας Χάκα τσιγγάνος της θάλασσας, που κάνει στο παιδί του κηδεία Βαπτιστή κι άγαλμα Εγγλεζόπουλου. Ένα καπιταλιστής που μισεί την πολιτική. Ένας αποτυχημένος δικηγόρος, ένα αφεντικό συμμορίας, κάποιος που φτιάχνει νοσοκομεία και έχει μια αεροπορική εταιρεία που μεταφέρει όπιο, ένας προστάτης ναών του πνεύματος, που παίζει κροκέ και κυκλοφορεί με Ρολς Ρόις. Με αμερικανικό μπαρ στον κινεζικό κήπο του, με ρωσικό χρυσό στον καταπιστευτικό του λογαριασμό(σελ. 206)· τυπικό στοιχείο τής γραφής le Carré, όπου κανείς δεν είναι ο απόλυτα “καλός”· ή, ο απόλυτα “κακός”. Την ίδια ώρα, στο Λονδίνο, οι βαρόνοι του Γουάιτχολ και του Φόρεϊν Όφις προσπαθούν να βάλουν μπαστούνια στους τροχούς του Σμάιλι, όσο ο Ολύμπιος Τζορτζ θα επιμένει να “ανοίξουν” τον σταθμό του Χογκ Κογκ. Εξαιρετικά λεπτολόγος η περιγραφή τής συζήτησης Σμάιλι και του μια-στο-καρφί-και-μια-στο-πέταλο-φίλου του, Λέικον, στη σελίδα 211. Μέχρι που στοιχηματίζεις ότι ο le Carré επιστρέφει, με κάποια καθυστέρηση, τα όσα θα υπέφερε ο ίδιος, κατά το σύντομο πέρασμά του από τη ΜΙ6... Όμως ο Σμάιλι θα τα καταφέρει και αν δεν πήρε την έγκριση για το ξαν-άνοιγμα του σταθμού τού Χογκ Κογκ, θα του επιτραπεί, και αναδρομικά, η χρήση “αόρατων” πρακτόρων στην αποικία· κι ο Τζέρι θα ανακτήσει τους τίτλους ευγενείας του. Στο σημείο αυτό, ο le Carré εξαντλείται σε ένα tour de force, που έχει να κάνει με την ικανότητά του στους διαλόγους και στην ακτινοσκόπηση των χαρακτήρων του· πρόκειται για ικανότητα που του αναγνωρίζεται καθολικά -και καθόλου αδικαιολόγητα- και στις κριτικές τού βιβλίου στο Διαδίκτυο. Αναφέρομαι σε τέσσερις “ανακρίσεις” (που εκτείνονται στο διάστημα “σελ. 237-303”). Η πρώτη στο Χογκ Κογκ, της αυτόχθονος Φοίβης, φίλης του Κρόου, από τον γέρο-Αυστραλό, η δεύτερη και η τρίτη στην Αγγλία, του Πίτερ Γουέρθινγκτον, συζύγου τής Λίζι και των γονέων τής Λίζι αντίστοιχα, από τον Σμάιλι και η τέταρτη στην Αγγλία επίσης, του πατέρα Χίμπερτ, από την Κόνι Σακς και τον ντι Σάλις. Κοινός παρονομαστής, η άντληση στοιχείων, για τον Ντρέικ Κο και τη Λίζι (η πρώτη), για τη Λίζι (η δεύτερη και τρίτη) και για τον Ντρέικ Κο (η τέταρτη). Σύμμαχος του Κρόου, στην πρώτη, η μπίρα· του Σμάιλι, στη δεύτερη, η απόλυτη ταύτισή του με τον απατημένο Πίτερ και στην Τρίτη, η διαβολική του ικανότητα να διαχειρίζεται την τρέλα τού απέναντι (σημείο αναφοράς οι αντιδράσεις τού Σμάιλι, απέναντι στις  παραληρηματικές εκτροπές των γονιών τής Λίζι). Με την τέταρτη, το πράγμα ήταν λίγο πιο δύσκολο. Σακς και ντι Σάλις ανήκαν στους αντίποδες, συμπεριφορικά και σαν προσέγγιση του απέναντι· όπου η σοφή και απολύτως ελεγχόμενη Κόνι είχε, βασικά και κύρια, να αντιπαλαίσει με έναν, μόλις υποκρυπτόμενα, υστερικό ντε Σάλις, που ευχαρίστως θα υπέβαλλε σε ηλεκτροσόκ, τον δυστυχή πάστορα. Τα κύρια συμπεράσματα των “ανακρίσεων”, συνοψίζονται στα εξής: Της πρώτης:

Της δεύτερης:

Της τρίτης:

Της τέταρτης:

Χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία: (α) Το “Μέλον”, ο Σμάιλι θα επιβεβαιώσει, ήταν το καταχωρισμένο επαγγελματικό ψευδώνυμο του Σαμ Κόλινς (…), και (β) Η σύζυγος του πάστορα λεγόταν Λίζε (...) Βρισκόμαστε στο μέσον τού βιβλίου. Σημείο που οριοθετεί το τμήμα-έρευνα, από το “επιχειρησιακό” κομμάτι. Σε αυτό, το δεύτερο τμήμα, αναδύονται κάποιες νέες προτεραιότητες, όπως η έντονη παρουσία των “Εξαδέλφων” και η εξαιρετική κινητικότητα ορισμένων από τους πρωταγωνιστές. Η τοπιογραφία έχει το επάνω χέρι, έναντι των -κατά κανόνα σύντομων- διαλόγων και οι εικόνες είναι, κύρια, αυτό που οι χαρακτήρες βλέπουν, ή σκέπτονται. Στροφή που αναδεικνύει  αποτελεσματικότερα την “ατμοσφαιρική” διάσταση του le Carré. Είναι, ακόμα, και το τμήμα με τις μεγαλύτερες αδυναμίες. Αλλά, ένα-ένα. Σμάιλι και Γκίγιαμ, στο γραφείο του Μαρτέλο, στο “Πλανητάριο” (CIA, παράρτημα Λονδίνου). Ο ορισμός, στο λήμμα “αντίποδες”... Οι Βρετανοί θα ενημερωθούν ότι ο Ρικάρντο εμφανίστηκε, δύο εβδομάδες μετά τον ...θάνατό του, σε γραφείο τής CIA (δεν κατονομάζεται, πού) “για να προσφέρει τις υπηρεσίες του, σε βάση «πώλησης-πληροφόρησης»” (σελ. 322). Αφού ο Σμάιλι κατάφερε να αποφύγει το έμφραγμα, ακούγοντας ότι η CIA αγόρασε διακόσια κιλά οπίου (“καλό πράγμα”) από τον Ρικάρντο -παλιό συνεργάτη τής Εταιρίας σε αποστολές στο Λάος- επέμεινε να μάθει το περιεχόμενο της “πληροφόρησης”. Κατέληξαν ότι επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για ένα “απροσδιόριστο πακέτο”, αγνώστων λοιπών στοιχείων αφού οι Εξάδελφοι είχαν κάνει το λάθος να μη ενδιαφερθούν για πιο πέρα. Ο Σμάιλι πείθει, με κάποια δυσκολία είναι αλήθεια, τους επίσης παρόντες Εξαδέλφους της Δίωξης Ναρκωτικών (όχι απαραίτητα της ίδιας ιεράρχησης προτεραιοτήτων με τη CIA), να αφήσουν ήσυχο τον Ρικάρντο (απαραίτητο στη δική του έρευνα). Που, επί πλέον, έχει εξαφανιστεί. Ο Σμάιλι έχει λιγότερο από τρεις μήνες περιθώριο, να κινηθεί· το Σέρκους, στο πόδι. Από τον κυκεώνα των σπαραγμάτων πληροφόρησης των λαγουμιτζήδων του, ο Σμάιλι θα κρατήσει ότι, όπως ανέφερε ο γέρο-Κρόου, ο Τιου βρισκόταν στη Σαγκάη για 48 ώρες, έξη εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη πτήση-μεταφορά  οπίου του Ρικάρντο, στην κομμουνιστική Κίνα. Το σημειώνετε, αυτό. Οι συνακόλουθες οδηγίες τού Σμάιλι στον Κρόου: [“...να κουνήσουν το δέντρο του Κο” και ήταν ξεκάθαρο από το υπόλοιπο κείμενο ότι, παρά τους σημαντικούς κινδύνους, πρότεινε για να το κάνουν να χρησιμοποιήσουν τη φαρδιά πλάτη του Τζέρι Γουέστερμπι] (σελ. 339). “Κουνώντας το δέντρο”, ο Σμάιλι απέβλεπε στο να πιέσει τον Ντρέικ να αντιδράσει, αναγνωρίζοντας ότι κάποιος, πλέον, ακολουθεί τα ίχνη του. Και εδώ, ξεκινάει το κυνήγι τού Ρικάρντο. Στον ρόλο τού λαγωνικού: Τζέρι Γουέστερμπι, στις υπηρεσίες σας. Και δεν θα είναι μία επιχείρηση τύπου Stanley, που θα κατέληγε στο ισότιμο του “Dr. Livingstone, Ipresume?”. Όχι. Θα είναι κάτι  πλησιέστατα στο έρεβος του “Heartofdarkness” του Joseph Conrad και του ημιπαράφρονος ναυτικού πράκτορα Kurtz (ή του συνταγματάρχη Kurtz, όπως αυτός “μεταγλωττίστηκε”, για τις ανάγκες του σεναρίου του “ApocalypseNow”, του J. C. Copolla). Και τον ποταμό Κόγκο έχει υποκαταστήσει ο Μεκόγκ, ενώ την παρουσία των απλοϊκά ανθρωποφάγων ιθαγενών, η άπειρα αποτελεσματικότερη βουλιμία των F4 και F111. Εξ άλλου, ο le Carré, δεν αρνείται την όσμωσή του με τον Conrad4. Ώστε: “Στα ίχνη τού Ρικάρντο / Βήμα Πρώτο”: Χογκ Κογκ και ο Τζέρι θα απαγάγει ουσιαστικά τη Λίζι από μια δεξίωση. Προοπτικές ξεσαλώματος· αυτήν την εντύπωση, τουλάχιστον του έδινε. Αντ’ αυτού, δεξιοτεχνική συζήτηση, με σύμμαχο το αλκοόλ. Εκείνη θα δείξει έκπληκτη όταν της λέει ότι ο Ρικάρντο ζει. Και θα το επαναλάβει και στον ...Τιου, τον “λαντζέρη” τού Ντρέικ Κο, που θα έρθει (όχι και τόσο) απρόσκλητος στο τραπέζι τους. Μπροστά του, ο Τζέρι θα ανακρίνει τη Λίζι. Και θα βάλει στη συζήτηση και την Ινδοτσάρτερ. Και θα σημειώσει και το όνομα του Τσάρλι Μάρσαλ, πιλότου εν συναμαρτίες τού Ρικάρντο. Αν στις προθέσεις του Σμάιλι ήταν “να κουνήσει το δέντρο”, ο Τζέρι θα κουνήσει το δάσος. Η Λίζι θα μιλάει και θα μιλάει, και ο Τζέρι θα αντιληφθεί, όχι χωρίς ανακούφιση, ότι εκείνη αγνοεί τα της “φλέβας (του Ρωσικού) χρυσού”, όπως και τα του Νέλσον Κο. Πρώτες ενδείξεις εμμονής τού Τζέρι με την ξανθιά σειρήνα; Ο le Carré προτείνει μία μικρή αναπνοή, εδώ. Θα επιτρέψει στον ντι Σάλις και τους λαγουμιτζήδες του να καταλάβουν το πόντιουμ. Σημείο εστίασης, το προϊόν αγάπης και αυταπάρνησης του Ντρέικ Κο, ο νεότερος αδελφός του Νέλσον. Η προϊστορία τού ανδρός και πώς ένα παιδί, μέρος ενός χειμάρρου  προσφύγων, κυνηγημένο από τους Ιάπωνες και, στη συνέχεια, από τους συμπατριώτες του της Κουομιτάγκ τού Τσανγκ Κάι-σεκ, θα σκαρφαλώσει, αρχικά στο παράνομο κομμουνιστικό κίνημα του Μάο, για να αριστεύσει στο πανεπιστήμιο και να μεταγραφεί στο Λένινγκραντ -ήταν ακόμα η εποχή (μέσα των ετών ’50), των μεγάλων σινο-ρωσικών ερώτων- από όπου θα αποφοιτήσει ναυπηγός-μηχανικός, για να ...πέσει στα δίχτυα ενός κυνηγού ταλέντων του Κάρλα! Στις επίσημες βιογραφίες του Ντρέικ, ο αδελφός του αναφέρεται ότι πέθανε το 1949. “Αυτή η υπόθεση είναι γεμάτη ανθρώπους που παριστάνουν τον νεκρό”, θα παρατηρήσει ο Σμάιλι (σελ. 372). Το φιλορωσικό προηγούμενο του Νέλσον δεν θα τον βοηθήσει κατά τη “Μεγάλη Κτηνώδη Πολιτιστική Επανάσταση” (έκφραση της Κόνι) και ο Νέλσον, με αλλαγμένο πλέον όνομα, θα σταλεί “να ξανασκεφτεί τις αρετές της αγροτικής ζωής(σελ. 374). Για να επανακάμψει στις αρχές του 1973, χρόνο που αυξάνουν κατακόρυφα και οι πληρωμές στον λογαριασμό τού Ντρέικ. Σαν κύριος σύμβουλος σε θέματα εκσυγχρονισμού του Κινεζικού πολεμικού ναυτικού· ο Νέλσον διέθετε “ό,τι χρειάζεται περισσότερο το Πεκίνο· μυαλό, τεχνογνωσία κι εμπειρία(σελ. 374). Ο Σμάιλι θα συμπεράνει: “Ο Νέλσον είναι ο τυφλοπόντικας του Κάρλα... Η θέση του στην κινεζική αντικατασκοπία είναι ανεκτίμητη. Κι αυτό μόνο θα μας έφτανε. Δρα με εντολές του Κάρλα. Οι ίδιες οι εντολές έχουν ανυπολόγιστη αξία για εμάς. Θα μας έδειχναν ακριβώς πόσο οι Ρώσοι ξέρουν τον Κινέζο εχθρό τους... Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε ξανά και ξανά τα αντίστροφα ίχνη...(σελ. 379). Εν τω μεταξύ, το δέντρο θα κουνιέται, για τα γερά. Αλλά, το πράγμα δεν θα είναι χωρίς απώλειες. Ο Φροστ, ο δυστυχής  σαρδανάπαλος τραπεζίτης που “πείστηκε” να παραδώσει τα του τραπεζικού λογαριασμού, στον Τζέρι, θα βρεθεί άγρια δολοφονημένος, μετά από προφανή βασανιστήρια. “Απώλειες”, λοιπόν, αλλά όχι για το Σέρκους. Ίσως και καλύτερα έτσι, για το Λονδίνο. Δεν έψαχνε για ενδείξεις αντίδρασης της Ντρέικ & Co; Από την άλλη, ο Τζέρι και οι τύψεις ότι αυτός “σκότωσε” τον Φροστ. Χώρια η υποψία, έως βεβαιότητα, ότι με την ευκαιρία μιας εξόδου του, ο Τιου έκανε ένα σύντομο, όσο και σύντονο, πέρασμα από το διαμέρισμα-τρύπα του... “Στα ίχνη τού Ρικάρντο / Βήμα δεύτερο”: Στη Μπανγκόκ και ο Τζέρι θα ψάχνει για τον Τσάρλι Μα΄ρσαλ. Και από εκεί, ο περίπλους θα συνεχιστεί στη  Πνομ Πεν, όπου “...όπως  σε κανένα άλλο μέρος απ’ αυτά που είχε βρεθεί ο Τζέρι, ο πόλεμος γινόταν σε μια ατμόσφαιρα γαλήνης(σελ. 399). Αν δεν είχε ζήσει την ατμόσφαιρα που περιγράφει, στο αεροδρόμιο της Πνομ Πεν, ο le Carré σίγουρα είχε την τύχη να μεταγράψει σε λέξεις τις εικόνες ενός αξιοθαύμαστου ντοκιμαντέρ... Εκεί, ο Τζέρι θα συναντήσει τον Κέλερ, παλιό συμπολεμιστή εν ανόμοις όπλοις, από το ’60, στο Κογκό. Για να αποδειχθεί ότι δεν θα αποσπούσε από τον Κέλερ παρά ένα λακωνικό “Όχι”, στην ερώτησή του αν ήξερε τον Τσάρλι Μάρσαλ, ο Τζέρι θα αναγκαστεί να τον ακολουθήσει, αυτόν και την πολεμόχαρη Αμερικανίδα φωτογράφο-συνοδό του, σε μια -παρά ελάχιστα- μοιραία έξοδο, που, όμως, θα δώσει στον le Carré την ευκαιρία κάποιων σελίδων ψυχολογικής έντασης, που κανέναν δεν θα εξέπληττε αν αναδεικνύονταν σε κλασικές (σελ. 410-419). Το ίδιο βράδυ, στην Αμερικανική πρεσβεία, υπό τη συνοδεία γειτονικών -έως όμορων- εκρήξεων και απέναντι από έναν μπουφέ ντελικατέσεν γαρνιρισμένων με θραύσματα πολυελαίων, ο Τζέρι θα παραλάβει ένα μήνυμα των Εξαδέλφων που του υπεδείκνυε πού θα εμφανιζόταν ο Τσάρλι. Καλή δουλειά. Λεπτομέρεια: Στο ξενοδοχείο του, ο Τζέρι θα πέσει επάνω στον Λουκ, ρεμάλι-δημοσιογράφο, από την παρέα των “ακαδημαϊκών” τού Χογκ Κογκ, να έχει κάνει κατάληψη στο δωμάτιό του. Όπως σύντομα θα αποδειχθεί, όχι και η καλύτερη επιλογή για τον Λουκ... “Στα ίχνη τού Ρικάρντο / Βήμα τρίτο”: Στη Μπαταμπάγκ, έξω από την Πνομ Πεν. Δείχνουν στον Τζέρι το “αεροπλάνο” τού Τσάρλι (για δεύτερη φορά, τα εισαγωγικά δεν θα είναι αρκετά). Ο ίδιος; Η περιγραφή του, διαφωτιστική, με τον le Carré σε μεγάλα κέφια: “Φορούσε ένα βρόμικο πουκάμισο με τόσα χρυσά σιρίτια στις επωμίδες όσα θα είχε ολόκληρος διοικητής σε οποιαδήποτε πολεμική αεροπορία. Δύο αμερικανικά σήματα ήταν ραμμένα στο στήθος του πουκαμίσου του ανάμεσα σε μια απίστευτη συλλογή από παράσημα και κομμουνιστικά κόκκινα αστέρια. Το ένα σήμα έλεγε «Σκότωσε ένα κομμούνι για όνομα του Θεού» και τ’ άλλο έλεγε «ο Χριστός ήταν καπιταλιστής κατά βάθος»(σελ. 442). Πειστικός, ο Τζέρι θα του γλιστρήσει τριακόσια δολάρια μέσα σε ένα αντίγραφο του Καντίντ. Έκτοτε, για τον Τσάρλι, ο Τζέρι θα είναι ο Βολταίρος. Ιδιοφυώς, εξωφρενικό! Ο Τσάρλι θα καταφέρει να σηκώσει το “αεροπλάνο” του -μια αχνή παραλλαγή πτητικής συσκευής- που θα προσπαθεί σε όλη τη διαδρομή να καταργήσει τη βαρύτητα. Κι αυτό, λόγω ενός τρομακτικού υπερβάρους, που το συνέθεταν ένα ζευγάρι χωρικών με το γουρούνι τους και ένας σκοτεινός ένοπλος με καπέλο α λα Φιντέλ Κάστρο. Α, ναι! και ένα φορτίο οπίου τριών τόνων. Στη διαδρομή, ο Τζέρι θα αποπειραθεί να στριμώξει τον Τσάρλι, σχετικά με τον Ρικάρντο. Όχι εύκολο. Ο Τσάρλι βρίσκεται σε μία κατάσταση νιρβάνα συντελούντος του ουίσκι, οι κινητήρες θα  λειτουργούν ή δεν θα λειτουργούν κατά βούληση και τα λεγόμενα  του θλιβερού πιλότου θα αποδειχθεί ότι αστυνομεύονται από την παρουσία του ενόπλου με το καπέλο α λα Κάστρο, alias ...Ρικάρντο. Ο Τζέρι δεν θα αντιληφθεί την ταυτότητα του τελευταίου, παρά μετά την προσγείωση, και ελάχιστα μετά την αστραπιαία εκφόρτωση του οπίου, υπό την εποπτεία ...των Αρχών. Δεν θα γλιτώσει από τις ριπές του ΑΚ47 του Ρικάρντο, παρά από τύχη. Για να ακολουθήσει η εξαφάνιση του Ρικάρντο, ασθμαίνοντος επιβάτη στο μικρό αεροπλάνο που τον περίμενε σε απόσταση αναπνοής... (σελ. 452-453). Για να ακολουθήσει η απαγωγή του Τσάρλι, από τον Τζέρι, μέσα από το οπιοποτείο και η ανάκριση του πρώτου, μέσα σε ένα σκηνικό όπου λυρισμός και κίνδυνος παντρεύονται μαστορικά.  Αξίζει να καταγραφεί: “Ο Τζέρι συμπαθούσε τον Τσάρλι Μάρσαλ και σ’ έναν τέλειο κόσμο θα χαιρόταν να περάσει μια βραδιά μαζί του στο φιμερί και ν’ ακούσει την ιστορία της άθλιας αλλά ασυνήθιστης ζωής του. Αλλά τώρα η γροθιά του έσφιγγε αδυσώπητα το ισχνό χέρι του Τσάρλι Μάρσαλ μήπως και περνούσε από το κούφιο του κεφάλι να το βάλει στα πόδια, γιατί είχε την αίσθηση ότι ο Τσάρλι μπορούσε να τρέξει πολύ γρήγορα όταν βρισκόταν σε απόγνωση. Μισοξάπλωσε επομένως, ... στον αριστερό του γοφό και στον αριστερό του αγκώνα, κρατώντας τον καρπό του Τσάρλι Μάρσαλ μες στη λάσπη, ενώ εκείνος ήταν πεσμένος ανάσκελα. Από το ποτάμι δέκα μέτρα παρακάτω ερχόταν το μουρμουριστό τραγούδι των σαμπάν καθώς επέπλεαν σαν μακριά φύλλα στο χρυσαφί νερό στο φεγγαρόφωτο. Στον ουρανό, πότε μπροστά τους πότε πίσω τους, ξεπηδούσαν οι ακανόνιστες περιστασιακές λάμψεις εξερχόμενου πυρός, όποτε κάποιος βαριεστημένος διοικητής αποφάσιζε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Κάπου κάπου, από πολύ κοντύτερα, ακούγονταν πιο σιγανοί και απότομοι κρότοι καθώς οι κόκκινοι Χμερ απαντούσαν...(σελ. 458). Ανεπανάληπτο, ή όχι, το σκηνικό, ο Τζέρι θα καταφέρει να εκμαιεύσει κάποια χρήσιμα στοιχεία. Όπως, την εμπλοκή τού Μέλον-Κόλινς στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, τον εξοστρακισμό τής Λίζι από τον Κόλινς για το “πολύ μεγάλο στόμα της, που δεν έλεγε να κλείσει”, για το άγριο ξυλοφόρτωμά της από τον Ρικάρντο, αλλά και την ομολογία του Τσάρλι ότι “...αν μ’ αναγκάσεις να σου πω ό,τι ξέρω, θα σε σκοτώσουν γιατί αυτός ο κύριος Τιου είναι ικανός και μεθοδικός τζέντλεμαν και πολύ φιλοσοφημένος, μ’ ακούς; Θα σκοτώσουν εμένα, θα σκοτώσουν τον Ρικάρντο, θα σκοτώσουν εσένα, θα σκοτώσουν όλη την ανθρώπινη ράτσα”. Και, πάνω απ’ όλα, το γεγονός ότι ο Τσάρλι πούλησε στον Ρικάρντο τη συμφωνία που ο ίδιος έκλεισε με τον Τιου, μια σπέσιαλ συμφωνία αγνώστου αντικειμένου και τρελής  αμοιβής... “Στα ίχνη τού Ρικάρντο / Βήμα τέταρτο”: Ο Τζέρι θα ενημερώσει το Λονδίνο σχετικά με τα όσα προηγήθηκαν. Όπου κάθε λεπτό που περνούσε συνέβαλλε στο έμφραγμα. Εξαδέλφων και αυτοχθόνων. Αφού ο Ντρέικ εξακολουθούσε να μην αντιδρά. Βολτάριζε, μάλιστα, και στα περιφερειακά νησιά του Χογκ Κονγκ. Μέχρι που εξαφανίστηκε για μια μέρα, σαν σε ρεγκάτα, σπέρνοντας τον πανικό σε Λονδίνο και Λάγκλεϊ. Για να αποφασίσει ο Σμάιλι “να παίξει τα δύο μοναδικά χαρτιά που του έμεναν”, τον Ρικάρντο και τον Σαμ Κόλινς. Οι Εξάδελφοι θα μεσολαβήσουν για να δοθεί στον Τζέρι το “φύλλο πορείας”. Πέρασμα του Τζέρι στη Ταϊλάνδη και συνάντηση με τον “σύνδεσμο”. Έναν συνταγματάρχη. Η εισαγωγικές κουβέντες δίνουν, ήδη, το στίγμα τού ανδρός: Ο Τζέρι θα ρωτήσει «Πέθανε κανείς εδώ;». Ο συνταγματάρχης θα απαντήσει «Τρεις άνθρωποι. Μόλις τους πυροβόλησα. Έχουμε τριάντα οχτώ εκατομμύρια». Ο Τζέρι θα του ζητήσει να τον οδηγήσει στον Ρικάρντο. Καμία αντίρρηση, αλλά ο συνταγματάρχης δεν θα είναι καθόλου υπαινικτικός: “Ο Ρικάρντο είναι φίλος μου κι αυτή είναι η περιοχή μου... Μένει εδώ υπό την προστασία μου, έχουμε κάνει συμφωνία. Όλοι εδώ το ξέρουν. Οι χωρικοί το ξέρουν, οι κομμουνιστές τρομοκράτες το ξέρουν. Κανένας δεν πειράζει τον Ρικάρντο, ειδάλλως θα σκοτώσω όλους τους κομμουνιστές τρομοκράτες στο φράγμα(σελ. 490). Για να προσθέσει λίγο αργότερα: “Να τον προσέξεις σε παρακαλώ. Ο σμηναγός Ρικάρντο είναι άρρωστος μερικές φορές”... Και για να τον οδηγήσει στο σπίτι του Ρικάρντο· σπίτι-χώρο ελιγμών μικρού αεροσκάφους-Ταϊλανδέζικο γυναικωνίτη/χαρέμι. Και “η κάννη ενός όπλου σαν μάτι Κύκλωπα να τρεμοφέγγει και μετά να στυλώνει τη ματιά του επάνω του(σελ. 492). Εδώ, τον le Carré μοιάζει να κατευθύνει ένας έμπειρος οπερατέρ. Οι σκηνές με τον Ρικάρντο σε απόσταση επαφής με τον Τζέρι, αποπνέουν μια καταπληκτική “κινηματογραφικότητα”. Ο Τζέρι, λοιπόν, απέναντι σε ένα κινητό οπλοστάσιο, το ανθρώπινο στοιχείο του οποίου περιγράφεται ως εξής: “...Καταμεσής όλων αυτών ...καθόταν ο Ρικάρντο σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα στελέχους επιχειρήσεως, φορώντας τα βραχιόλια του της ΣΙΑ, ένα σαρόγκ κι ένα χρυσό σταυρό στο όμορφο γυμνό του στήθος... Δεν φορούσε κασκέτο και τα κυματιστά μαύρα του μαλλιά ήταν περασμένα σ’ ένα μικρό χρυσό κρίκο στο σβέρκο του. Είχε φαρδιούς ώμους, ήταν μυώδης, το δέρμα του ήταν μαυρισμένο και λαδωμένο και το στήθος του ήταν δασύτριχο(σελ. 494). Ο Τζέρι θα του προτείνει ένα μερίδιο στη “δουλειά”. Δύο εκατομμύρια δολάρια, για τον ίδιο. Ποια είναι αυτή η δουλειά; Ο εκβιασμός του Ντρέικ Κο μέσω της απειλής γνωστοποίησης της μεταφοράς του οπίου ιδιοκτησίας του, από τον Ρικάρντο, στην ηπειρωτική Κίνα, για τη δημιουργία μιας νέας, τεράστιας αγοράς. Με την ευκαιρία, ο Τζέρι θα αναφερθεί και στο γεγονός τής υπεξαίρεσης -οπίου και αεροπλάνου- από τον Ρικάρντο, για ίδιο όφελος. Είναι μία πρόκληση στον Ρικάρντο, να μιλήσει. Και η αντίδραση: “...Αν σου πω πάρα πολλά, θα πρέπει να σε σκοτώσω. Είμαι πολύ ομιλητικός άνθρωπος, αν με πιάνεις. Νιώθω μοναξιά εδώ πέρα, είναι στη φύση μου να είμαι μόνος. Συμπαθώ κάποιον, του μιλάω και μετά μετανιώνω. Θυμάμαι τις επαγγελματικές δεσμεύσεις που έχω, αν με πιάνεις(σελ. 501). Και δεν θα δυσκολευτεί να μιλήσει στον Τζέρι “«Εντάξει», είπε ο Ρικάρντο. «Εντάξει, Βολταίρε», και ήπιε παρατηρώντας τον ακόμα. «Πώς συνέβη», είπε. «Θα σου πω πώς συνέβη, Βολταίρε» (αυτός ο Τσάρλι στόμα είχε και μιλιά δεν είχε). Και μετά θα σε σκοτώσω, είπαν τα μάτια του(σελ. 506). Η ιστορία: Το ραντεβού τού Ρικάρντο με τον Τιου ήταν στο Τσιάνγκ Μάι, βόρεια τής Μπανγκόκ. Ο Τιου θα του δώσει σαφέστατες οδηγίες πτήσης. Θα ξεφόρτωνε το όπιο. Και θα έπαιρνε, και θα έφερνε πίσω, ένα πακέτο. Το πακέτο θα ήταν και η απόδειξη ότι η μεταφορά είχε γίνει σωστά. «Τι σόι πακέτο;». «Δεν μου ’πε και δεν μ’ ένοιαζε». Αλλά ο Ρικάρντο δεν θα πετάξει, κατά τις οδηγίες, πενήντα μίλια μέσα στα κινεζικά σύνορα. Θα πετάξει, άλλα αντ’ άλλων. Αλλά, σε μέρη που ξέρει. Και που τον ξέρουν. Και, εκεί, που δεν είναι Κίνα. Θα πει “«κι ο Ρικάρντο, ο Αμερικανός εγκληματίας πολέμου και λαθρέμπορος οπίου, δεν θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του κρεμασμένος από ένα τσιγκέλι στο Πεκίνο, εντάξει;»” (σελ. 510). Και ο Τζέρι θα συνεχίσει. Και θα αποκαλύψει στον Ρικάρντο την ταυτότητα του πακέτου· την ταυτότητα του αδελφού τού Ντρέικ, του Νέλσον “«Γι’ αυτό ο Κο θα σε αγαπούσε σαν γιο του αν τον έβγαζες έξω. Και γι’ αυτό θα σε σκότωνε αν δεν το έκανες. Αν δεν αξίζει αυτό πέντε εκατομμύρια δολάρια, τότε ποιο τ’ αξίζει;»(σελ. 511). Η αντίδραση του Ρικάρντο: “...Για να χαρίσει ένα χαμόγελο ασυνήθιστα καλής θέλησης στον Τζέρι, γύρισε νωχελικά, όμως τα μάτια του είχαν μια λάμψη που ήταν σαν σήμα για επίθεση· έτσι, όταν άπλωσε το δεξί χέρι και χάιδεψε τρυφερά τον Τζέρι στο μάγουλο, αυτός ήταν έτοιμος να πέσει πίσω τραβώντας το, αν χρειαζόταν, μήπως και κατάφερνε να ρίξει τον Ρικάρντο(σελ. 511). Ο Ρικάρντο δείχνει να συμφωνεί με την πρόταση του Τζέρι. Και θα λείψει για λίγο, με τον Τζέρι να παρατηρεί ότι θα επιστρέψει από την κατεύθυνση του αυτοκινήτου του νεαρού οδηγού που τους συνόδευε στον ερχομό, τον συνταγματάρχη και τον ίδιο. Και θα είναι η παρατηρητικότητα του Τζέρι, ένας δείκτης βενζίνης που παρέμενε σταθερός, παρά τον μη εφοδιασμό τους, για να καταλάβει ότι ο Ρικάρντο είχε φυτέψει στο ντεπόζιτο μία χειροβομβίδα με μηχανισμό χρονοκαθυστέρησης. Έτσι, για δευτερόλεπτα, θα εξαερωθεί αποκλειστικά το αυτοκίνητο... Και ο Τζέρι θα περιμένει τις οδηγίες τού Σέρκους, σε ένα σφραγισμένο δωμάτιο μιας Αμερικανικής βάσης, στην Ταϊλάνδη “...και στο μυαλό του το πρόσωπο της Λίζι τον ακολουθούσε”. Η αναμονή του θα συμπέσει με την πτώση τής Σαϊγκόν (30 Απριλίου, 1975). Ο le Carré θα εγγράψει ένα σημαντικό σχόλιο, αμβλείες λέξεις, αιχμηρό συμπέρασμα: “Έτσι προσπάθησαν να νικήσουν, σκέφτηκε ο Τζέρι· μέσα από ηχομονωμένα δωμάτια κι από φιμέ τζάμια, χρησιμοποιώντας μηχανές εκ του μακρόθεν. Κι έτσι, ηττήθηκαν(σελ. 523). Και οι οδηγίες θα έρθουν από το Σέρκους. Πρέπει “να φύγει και να επιστρέψει στο Λονδίνο. Αμέσως”. Θα υπακούσει. Και θα εγκαταλείψει πάραυτα την Αμερικανική βάση και μετά από λίγες ημέρες “αποσυμπίεσης” πλάι στον Μεκόγκ, θα επιστρέψει. Στο Χογκ Κογκ. Και θα παραμένει άφαντος... Η επιχειρησιακή ομάδα τού Σέρκους θα αναχωρήσει για το Χογκ Κογκ. Όχι, όμως πριν από αυτό που ο Γκίγιαμ θα ορίσει ως “την πιο σημαντική τελετή, τότε κι αργότερα(σελ. 526). Ήταν μία σύσκεψη, στα γραφεία των Εξαδέλφων, μία σκηνοθεσία κατά τον Γκίγιαμ, όπου υποτίθεται ότι θα γνωστοποιούνταν στους Εξαδέλφους οι τελευταίες εξελίξεις στο θέμα του Ντρέικ Κο (ή υπόθεση “Δελφίνι”), και πιο συγκεκριμένα και για πρώτη φορά, το πού βρίσκονταν με τον αδελφό τού Ντρέικ (γιατί, ναι, κύριοι, ο Ντρέικ είχε έναν αδελφό), τον Νέλσον. Το θέμα είναι, ότι, κατά τα φαινόμενα (αλλά τα φαινόμενα, καμιά φορά, απατούν), ο Γκίγιαμ συνειδητοποίησε, γρηγορότερα και από τον Σμάιλι, ότι τα όσα ειπώθηκαν, κύρια από τον Άγγλο κυβερνητικό Έντερμπι (και “τη φιλοπόλεμη, φιλοαμερικανική του στάση”), ήταν ήδη γνωστά στον Μαρτέλο τής CIA & Co. Και ότι η όλη παράσταση δινόταν για να αποκοιμίσουν τον Σμάιλι, σχετικά με το ποιος κρατά τα ηνία της υπόθεσης. Κάτι που δεν θα διαψευσθεί, αργότερα, με το κλείσιμο της υπόθεσης... Στην επιστροφή του στο διαμέρισμά του, στο Χογκ Κογκ, θα περιμένει τον Τζέρι μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο παλιόφιλος, το ρεμάλι, ο Λουκ, βρισκόταν, κάτω,  πίσω από την πόρτα του “με το μισό του κεφάλι διαλυμένο από σφαίρα, και τις μισές μύγες του Χογκ Κογκ μαζεμένες απάνω του και γύρω του(σελ. 541). Συμπέρασμα: Ο Νέλσον Κο είναι νεκρός αλλά “διοικεί την Κίνα”, ο Ρικάρντο είναι νεκρός, αλλά, του Ντρέικ επιτρέποντος, “μπορεί να μείνει ζωντανός, όσο παραμένει στην αφάνεια”, κι ο Τζέρι είναι επίσης  νεκρός “μόνον που εκείνος ο βλάκας, ο κτηνώδης μπράβος τού Κο, ο αναθεματισμένος ο κύριος Τιου, ήταν τόσο χοντροκέφαλος που πυροβόλησε λάθος γουρλομάτη(σελ. 541). Με τον Γουέστερμπι εξαφανισμένο, η σύσκεψη στο Αμερικανικό προξενείο τού Χογκ Κογκ. Ο βοηθός τού Μαρτέλο, κάποιος Μέρφι, θα απαγγέλλει την έκθεσή του (“θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει μια ηλεκτρική σκούπα”), σχετικά με τις εκτιμήσεις των επόμενων κινήσεων του Ντρέικ, που, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση, θα εμφανιζόταν προερχόμενος από την ηπειρωτική Κίνα. Μία απίστευτη παράθεση κλιματολογικών, υδρολογικών, γεωγραφικών και εθνολογικών λεπτομερειών, που μόνο ο Σμάιλι φαινόταν να είναι σε θέση να χωνέψει, όταν δεν “του έβγαινε” για να συμπληρώσει τον ομιλούντα... Και η παρουσίαση θα εστιάσει στο μικρό νησί Πο Τόι, έξω από το Χογκ Κογκ, όπου η ετήσια τοπική γιορτή και το συνακόλουθο χάος, συντελούντων και των ωκεάνιων ρευμάτων, έμοιαζαν να ορίζουν την αποβατική επιλογή των Κο. Κι ο Τζέρι θα ακολουθεί τα ίχνη τής Λίζι, ενόσω “ο άνθρωπος του Σάρατ (Σέρκους) πέθαινε τόσο γρήγορα μέσα του” και “φανταζόταν ότι ακόμα την αγαπούσε”. Θα την παρακολουθήσει στη διαδρομή της προς μία επίδειξη μόδας, θα εισβάλει στην αίθουσα -Χουντίνι τής παραλλαγής- θα αιφνιδιάσει τη Λίζι (“στα μάτια της υπήρχε ανεξιχνίαστος αλλά αληθινός τρόμος”), και θα την απαγάγει, για να την σπρώξει σε ένα ταξί, το μικρό του περίστροφο ακουμπισμένο στην πλάτη της, κάτω από τη μπέρτα. Ο ρυθμός επιταχύνεται. Στο διαμέρισμα της Λίζι, ένα συνονθύλευμα σινο-σκανδιναβικού κιτς, ο Τζέρι θα την “ανακρίνει”, μισές απαντήσεις σε εναγώνιες ερωτήσεις. Τηλεφώνημα του Ντρέικ. Θα τον περιμένουν, ο Τζέρι προετοιμάζεται. Θα ανοίξει η πόρτα, ο Τζέρι θα επιτεθεί και θα χτυπήσει, για να βρεθεί κάτω από τον ...Φόουν, τον υπηρέτη με τα σκοτεινά μάτια, και απέναντι σε έναν ξέπνοο Σμάιλι, που “ανακαλούσε τα μαντρόσκυλά του στην τάξη”. «Τι κάνεις εδώ, Τζέρι;» θα ρωτήσει ο Σμάιλι. «Φλερτάρω. Στα καλά καθούμενα ερωτεύτηκα την οικοδέσποινά μας», θα απαντήσει εκείνος. «Αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη κίνηση, Τζέρι. Θα μπορούσες να καταστρέψεις ολόκληρη την επιχείρηση. Αν ήμουν ο Κο; Οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες». «Θα ’ταν». Ένας Τζέρι που, ασφαλώς, ο Σμάιλι συναντούσε για πρώτη φορά. Και που θα διατάξει να σταλεί αμέσως στην Αγγλία. Συνοδεία τού Γκίγιαμ. «Στείλε τον Φόουν» θα πει ο Γκίγιαμ. «Ο Φόουν δεν είναι τζέντλεμαν», θα είναι η απάντηση. Κι εδώ, ο le Carré θα εγγράψει μία σελίδα, στην ανθολογία τής βίας. Ο Τζέρι θα καταφέρει να αποδράσει, μέσα από το αυτοκίνητο με συνεπιβάτες τους Γκίγιαμ/Φόουν, σε ένα ρεσιτάλ χτυπημάτων μέσα σε κώδωνα, για να επιστρέψει στο κενό επισκεπτών σπίτι ...της Λίζι και να  εξαφανιστούν, μαζί, σ’ ένα ξενοδοχείο μηδενικών αστέρων. Το τέλος, ουσιαστικά. Η (νέα) εξαφάνιση του Τζέρι δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στον Σμάιλι. Όλοι τον πιέζουν να δράσει, οι Εξάδελφοι, ιδιαίτερα. Τα μηνύματα είναι  ότι Ντρέικ και Τιου είναι “φωλιασμένοι” στο σκάφος τού Ντρέικ. Εντολές στους Εξαδέλφους να ψάξουν τον Τζέρι, με το ψευδώνυμό του. Ζητούν τη βοήθεια του γέρο-Κρόου. Οτιδήποτε. Ο ταχυδακτυλουργός Τζέρι θα βρει το σκάφος που θα τους πάει στο Πο Τόι. Γιατί εκεί; πώς το έμαθε; “...μια φαφούτα γριά καθισμένη στο σαμπάν της να του χαμογελά μες στην ομίχλη(σελ. 600). Είχε απαντήσει στην ερώτησή του «Κο. Ναύαρχος Νέλσον; (το σκαρί του Ντρέικ) Κο;» Θα βγουν για τ’ ανοιχτά. Περιγραφές που, όχι απίθανο, θα ζήλευε και ο Conrad: “Πέρασαν κι άλλο ακρωτήρι. Καθώς η θάλασσα αγρίευε, σταμάτησαν να σκαμπανεβάζουν και το σύννεφο από πάνω τους χαμήλωσε ώσπου η βάση του απείχε ελάχιστα από τον ιστό, και για λίγο έμειναν σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο προχωρώντας από κάτω του προφυλαγμένοι. Η ομίχλη έπαψε ξαφνικά, αφήνοντάς τους στο ηλιόφως που χόρευε. Νότια, σε λόφους με οργιώδη βλάστηση, ένας πορτοκαλής φανός πλοήγησης αναβόσβησε κάνοντάς τους σήμα στο διαυγή αέρα(σελ. 604), ήΚαβάτζαραν το τελευταίο ακρωτήρι, σκαμπανεβάζοντας και τρίζοντας μες στον αφρό. Κάποια στιγμή, μ’ ένα μουγκρητό, οι προπέλες βγήκαν από το νερό. Καθώς ξανάπεφταν στη θάλασσα, η μηχανή έκανε μ’ έναν πνιχτό ήχο να σταματήσει αλλά τελικά αποφάσισε να ζήσει κι άλλο. Αγγίζοντας τον ώμο της Λίζι, ο Τζέρι έδειξε μπροστά τους, εκεί που η γυμνή απόκρημνη νήσος Πο Τόι ορθωνόταν σαν ψαλιδισμένη σε χαρτόνι μπροστά στον κομματιασμένο από σύννεφα ουρανό· δύο κορυφές, κατακόρυφες μέσα στο νερό, η μεγαλύτερη προς το Νότο, κι ένας αυχένας ανάμεσα. Η θάλασσα είχε πάρει την απόχρωση του μπλε, την ονομαζόμενη πρωσική, και ο άνεμος λυσσομανούσε από πάνω της κόβοντάς τους την ανάσα και πετώντας τους αφρό σαν χαλάζι(σελ 606). Θα αποβιβαστούν στο νησί και η Λίζι θα οδηγήσει τον Τζέρι στην κορυφή, όπου, παλιότερα, Ντρέικ και Τιου κατόπτευαν την ακτή· την ίδια που έπιασε ο Ντρέικ το ’51, φυγάδας από την Κίνα. Ο Τζέρι θα επιμείνει και θα διώξει τη Λίζι. Θα συμφωνήσουν να συναντηθούν την επομένη, στο Χογκ Κογκ. Μόνη δική της απαίτηση “Πες του ότι δε τον πούλησα. Ότι τήρησα τη συμφωνία. Αν τον δεις πες του: «Η Λίζε τήρησε τη συμφωνία»(σελ. 615). Το σήμα των Εξαδέλφων είναι “Η υπηρεσία πληροφοριών του ναυτικού λέει ότι ο στόλος από τζόγκες ταξιδεύει με ταχύτητα περίπου έξη κόμβων ολόισια στην πορεία του(σελ. 616). Που σημαίνει ότι ο Νέλσον πλησιάζει; Και η Λίζι θα έχει συλληφθεί, με την αποβίβασή της στο Χογκ Κογκ. «Πού είναι ο άλλος»; «Τσακωθήκαμε και γύρισε με άλλο σκάφος». Κάτι που δεν αποδεικνύεται.  Έντρομοι, όλοι, ότι ο Τζέρι θα χαλάσει τη δουλειά. Ο Μαρτέλο σε παράκρουση «Με ποιο σκοπό; Τζορτζ, με τι πρόθεση παραμένει αυτός ο άνθρωπος σ’ αυτό το νησί;». «Περιμένει». «Για ποιο λόγο;» «Ό,τι κι αν κάνουμε, πρέπει να αφήσουμε τον Νέλσον να αποβιβαστεί» (σελ. 617).   Κι ο Τζέρι θα κατέβει στην παραλία. Στο σκοτάδι θα δει την πλώρη ενός σαμπάν να λικνίζεται αγκυροβολημένο. Και τους Nτρέικ και Τιου να βγαίνουν στην ακτή. Το Σάρατ θα αποδειχθεί χρήσιμο. Θα επιτεθεί στον Τιου, λαντζέρη και δολοφόνο· και στην ώση της γροθιάς του θα “συμβάλει” ο Φροστ. Και ο Λουκ... Και ο Τζέρι θα διαπραγματευτεί με τον Ντρέικ τη Λίζι, έναντι της αποκάλυψης “«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Θέλουν τον Νέλσον. Δεν πρέπει να τον πάς πίσω στο Χογκ Κογκ. Τα ‘”χουν κανονισμένα όλα. Έχουν σχέδια γι αυτόν, για όλη του τη ζωή. Και για σένα. Κάνουν ουρά ποιος θα σας πρωτοπάρει»” (σελ. 621). Για να ακολουθήσει η επίθεση εξ ουρανού... Δεν θα τολμήσω να προτείνω (έστω και) δύο σειρές από τις τελευταίες τρεις σελίδες τού Κεφαλαίου 21 (σελ. 623-625). Οφείλετε να τις (ξανα) διαβάσετε... Τα βραβεία μοιράστηκαν σε Αγγλία και Αμερική. Σε άλλους λίγο περισσότερα, σε άλλους λίγο λιγότερα. Και ο Σμάιλι εξαφανισμένος. “Αυτό που ήταν παράξενο και κατά κάποιον τρόπο τρομερό ήταν ότι κανένας τους δεν σκέφτηκε να περάσει από το σπιτάκι στην οδό Μπαϊγουότερ κι απλώς να χτυπήσει το κουδούνι. Αν το είχαν κάνει, θα έβρισκαν εκεί τον Σμάιλι, μάλλον με τη ρόμπα του, είτε να πλένει πιάτα είτε να μαγειρεύει φαγητό που θα έμενε αφάγωτο. Μερικές φορές, συνήθως το σούρουπο, πήγαινε για έναν μοναχικό περίπατο στο πάρκο και κοιτούσε τους ανθρώπους σαν να τους μισοαναγνώριζε, έτσι κι αυτοί τον κοιτούσαν επίσης και μετά χαμήλωναν τα μάτια. Ή πήγαινε σε κάποιο από τα πιο φτηνά καφέ στην Κιγκ’ς Ρόουντ, μ’ ένα βιβλίο για συντροφιά, κι έπινε τσάι με ζάχαρη, γιατί είχε πάψει να βάζει ζαχαρίνη αντί για ζάχαρη για να αδυνατίσει. Θα πρόσεχαν ότι περνούσε πολύ χρόνο κοιτώντας τα χέρια του, καθαρίζοντας με τα γυαλιά του τη γραβάτα του ή ξαναδιαβάζοντας το γράμμα που του άφησε η Ανν, που ήταν πολύ μακρύ αλλά μόνο εξαιτίας των επαναλήψεων(σελ. 630). Μιλήσαμε στην αρχή αυτού τού Σημειώματος για αδυναμίες. Συνήθως, αυτές, κρύβονται στο τέλος. Και είναι περίπου φυσικό. Όταν ένας μύθος χτίζεται, κλιμακώνεται, κατά τρόπο μαστορικό έως ιδιοφυή, κι αυτό επί 600 τόσες σελίδες, το προσδοκώμενο κλείσιμο εύλογα εικάζεται ότι δεν μπορεί να είναι λιγότερο από “μνημειώδες”. Οτιδήποτε “μετριοπαθέστερο” προβάλλει σαν αδυναμία. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν πρακτικά άτρωτο μύθο, “600 τόσων σελίδων”, με έναν μίτο που κινδυνεύεις να χάσεις, περνώντας επιδερμικά πάνω από περισσότερες της μιας σελίδας, και με απαιτήσεις απομνημόνευσης εικόνων, γεγονότων, μετακινήσεων και ονομάτων, που, εύκολα, θα συνιστούσαν ένα τεστ πρόσληψης στο Σέρκους (συν τη μαγεία, αλλά αυτό, υποψιάζομαι, δεν είναι από τα προαπαιτούμενα, στην ΜΙ6). Έναν “πρακτικά άτρωτο μύθο”, το τέλος τού οποίου έρχεται λιγουλάκι “μοιραία”. Να αποκλείαμε το ενδεχόμενο, το τέλος τού βιβλίου, να αποτελεί τον βατήρα για την αποκορύφωση του μεγάλου Τζορτζ, στο τελευταίο μέρος τής τριλογίας, “Οι άνθρωποι του Σμάιλι”; Όμως υπάρχει και ένα συγκεκριμένο, αχίλλειο, κατά τη γνώμη μου, σημείο: Ο Τζέρι Γουέστερμπι, υπνώττον θύμα τής κόμπρα-Λίζι, θα συμμαχήσει/συνεργήσει, στο τέλος, με τον Ντρέικ, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα της σειρήνας. Πόσο πειστικό είναι αυτό; Τι θα ενοχλούσε τον Σμάιλι, αν με το αίσιο πέρας της απαγωγής τού Νέλσον, ο πρωταγωνιστής -στο πεδίο τουλάχιστον- αυτής τής καταπληκτικής ιστορίας, αποσυρόταν με το χρυσόμαλλον δέρας; Έπρεπε, ο Τζέρι, να υπονομεύσει όλη την επιχείρηση, γι αυτό; Όμως, ο le Carré, “χρειαζόταν” τον Γουέστερμπι στο Χογκ Κογκ, για το πέσιμο της αυλαίας του. Και αυτή του η ανάγκη επέβαλε, πιστεύω, μία απόχρωση συμβιβασμού5. Το στοίχημα που έβαλε ο συγγραφέας με τον εαυτό του είναι να απλώσει την ιστορία του στους γεωγραφικούς -και όχι μόνον- αντίποδες. Η ανάπτυξη του κάθε πόλου είναι άψογη και ο le Carré παραμένει πάντα στο ύψος τού εξωτικού ντεκόρ τής ιστορίας του (περισσότερο από χαλάλι οι πάνω από 18 μήνες έρευνας, in situ!). Αλλά, για κάποιον δυσερμήνευτο λόγο, η συνοχή, πάσχει. Ίσως δεν έχει να κάνει με τον μύθο, αλλά με τον αναγνώστη. Αυτό το συνεχές μπρος-πίσω, Λονδίνο-Άπω Ανατολή-Λονδίνο (πολλές φορές και στο ίδιο Κεφάλαιο και με την απόσταση μιας παραγράφου), δρα  ενάντια στη ροή, όπως τουλάχιστον την προεξοφλεί ο μέσος αναγνώστης. Και, για να εστιάσουμε, ακριβώς, στο τελευταίο. Πόσο, ο le Carré, αποτείνεται στον μέσο αναγνώστη; Προσωπικά, έχω καιρό να διαβάσω le Carré· να περιορίσω, λοιπόν, την ερώτηση: Πόσο η “Τριλογία του Κάρλα” αποτείνεται στον μέσο αναγνώστη; Ίσως, η πλειοψηφία απαντήσει: Πολύ λίγο. Ναι, αλλά η “Τριλογία του Κάρλα” κυκλοφορεί σε εκατομμύρια αντίτυπα, σε όλον τον κόσμο. Υπάρχουν τόσα εκατομμύρια άνω του μέσου -αν όχι, πολύ άνω του μέσου- αναγνώστες; Τελικά, μήπως η ηδονή τού αναγνώστη έχει να κάνει περισσότερο με τη μαγεία, παρά με την κατανόηση του κειμένου; Έκλεισα αυτό το εξαίσιο βιβλίο και με αυτό το ερώτημα-επίγευση. Κι ένα σύντομο, πάρθιο, υστερόγραφο: Στον Πρόλογο μιας από τις πρόσφατες εκδόσεις τού βιβλίου, ο leCarré θα γράψει ότι η ροή τού μύθου θα ήταν “περισσότερο ομαλή” αν είχε παραλείψει τoν Σμάιλι, αφού οι εμφανίσεις τού μεγάλου Τζορτζ αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη, από τον Γουέστερμπι (!)      Το απόσπασμα που ακολουθεί “δείχνει” προς μία ιστορία-δορυφόρο, και, πάντως, έξω από τον γεωγραφικό και “λειτουργικό” πυρήνα τού μύθου. Ας πούμε ότι είναι μία εκκεντρική έδρα, στο πρίσμα του “Μαθητή”. Όμως, η περίφημη “μαγεία”, είναι πάντα εδώ: Θυμόταν την ημέρα που τη γνώρισε. Έλεγε συχνά στον εαυτό του αυτή την ιστορία, επειδή η καλοτυχία στις γυναίκες σπάνιζε στη ζωή του Τζέρι, κι όταν συνέβαινε του άρεσε να τη γεύεται ξανά, όπως έλεγε. Μία Πέμπτη. Είχε πάει όπως συνήθως με αμάξι στην πόλη για να κάνει λίγα ψώνια ή ίσως για να δει καινούργια πρόσωπα και να ξεφύγει για λίγο από το μυθιστόρημα ή ίσως απλώς για να δραπετεύσει από την ανεμόδαρτη μονοτονία αυτού του άδεια τοπίου που πιο συχνά ήταν γι’ αυτόν σαν φυλακή και μάλιστα μοναχική. Ή θα μπορούσε ίσως να ψαρέψει καμιά γυναίκα, κάτι που συνήθως έκανε πηγαίνοντας στο μπαρ του τουριστικού ξενοδοχείου. Καθόταν λοιπόν και διάβαζε στην τρατορία στην πλατεία της πόλης, με μια καράφα, ένα πιάτο χοιρομέρι και ελιές, και ξαφνικά πρόσεξε αυτή την ψηλή και κοκκαλιάρα πιτσιρίκα, κοκκινομάλλα, συνοφρυωμένη, με καφετί φόρεμα σαν ράσο μοναχού και μ’ ένα κρεμαστό σάκο από υλικό σαν αυτό των χαλιών. Δείχνει γυμνή χωρίς μια κιθάρα, σκέφτηκε. Αόριστα του θύμιζε την κόρη του την Κατ, που ήταν υποκοριστικό του Κατερίνα αλλά μόνον αόριστα, επειδή είχε δέκα χρόνια να δει την Κατ, απ’ όταν δηλαδή ο πρώτος του γάμος κατέρρευσε. Ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να πει γιατί δεν την είχε δει. Μες στο πρώτο σοκ του χωρισμού, μια συγκεχυμένη αίσθηση ιπποτισμού του είπε ότι η Κατ θα ήταν προτιμότερο να τον ξεχνούσε. Καλύτερα να με ξεγράψει. Η καρδιά της να ανήκει κει που είναι το σπίτι της. Όταν η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, τα επιχειρήματα υπέρ της αυταπάρνησης έδειχναν ακόμα πιο ισχυρά. Αλλά μερικές φορές του έλειπε πολύ και μάλλον γι’ αυτό, έχοντας τραβήξει η κοπέλα το ενδιαφέρον του, το συγκράτησε. Άραγε η Κατ τριγυρνούσε έτσι, μόνη και κουρασμένη; Είχε ακόμα φακίδες η Κατ, και πιγούνι σαν χαλίκι; Αργότερα η κοπέλα του είπε ότι το είχε σκάσει. Είχε βρει δουλειά ως γκουβερνάντα σε μια πλούσια οικογένεια στη Φλωρεντία. Η μητέρα ήταν πολύ απασχολημένη με τους αγαπητικούς της για να νοιαστεί για τα παιδιά, αλλά ο σύζυγος είχε άφθονο χρόνο για την γκουβερνάντα. Έτσι κι αυτή βούτηξε ό,τι λεφτά  μπόρεσε να βρει, το ‘βαλε στα πόδια και να την χωρίς αποσκευές με την αστυνομία ειδοποιημένη, κι έχοντας ξοδέψει το τελευταίο της χαρτονόμισμα για να φάει ένα φαΐ της προκοπής πριν από την αιώνια καταδίκη. Δεν υπήρχαν πολλές υποψήφιες ντάμες στην πλατεία εκείνη την ημέρα      -ποτέ δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα- και, με το που κάθισε η κοπέλα, όποιος αρσενικός δεν είχε κουσούρι, από τα γκαρσόνια και πάνω, της κόλλησε λέγοντάς της παθιάρικα «ομορφιά μου εσύ» και πολύ πιο χοντρά πράγματα, που του Τζέρι του διέφευγε το ακριβές τους νόημα αλλά που τους έκαναν όλους να γελούν σε βάρος της. Τότε ένας προσπάθησε να της τσιμπήσει το στήθος κι ο Τζέρι σηκώθηκε και πήγε στο τραπέζι της. Δεν ήταν κάνας μεγάλος ήρωας-το αντίθετο, πίστευε βαθιά μέσα του ο ίδιος-, αλλά κλωθογύριζαν πολλά πράγματα στο μυαλό του και θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν η Κατ που είχε στριμωχτεί σε μια γωνιά. Έτσι, ναι, θύμωσε. Κατέβασε το λοιπόν το χέρι του στον ώμο του μικροκαμωμένου σερβιτόρου που πήγε να την τσιμπήσει και το άλλο του χέρι στο ώμο του μεγαλόσωμου άντρα που επικρότησε αυτή την ψευτοπαλληκαριά, και τους εξήγησε σε κακά ιταλικά αλλά με τρόπο αρκετά λογικό ότι έπρεπε να σταματήσουν να ενοχλούν και ν’ αφήσουν την όμορφη δεσποινίδα να φάει με την ησυχία της το φαΐ της. Ειδάλλως θα τους έσπαζε τους λιγδιάρικους λαιμούς τους. Ύστερα η ατμόσφαιρα δεν ήταν και πολύ καλή κι ο μικροκαμωμένος έμοιαζε να πηγαίνει φιρί φιρί για καβγά γιατί το χέρι του έμπαινε συνεχώς στην κωλότσεπή του και τραβούσε το σακάκι του, ώσπου ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Τζέρι άλλαξε γνώμη. Ο Τζέρι πέταξε μερικά λεφτά στο τραπέζι, πήρε το σάκο της, γύρισε να πάρει και τον δικό του με τα βιβλία και την οδήγησε από το μπράτσο, σχεδόν σηκώνοντάς τη στον αέρα, στην άλλη μεριά της πλατείας στον Απόλλωνα. «Είσαι Εγγλέζος;» τον ρώτησε καθ’ οδόν. «Από την κορφή ως τα νύχια», φρούμαξε ο Τζέρι κι ήταν η πρώτη φορά που  είδε το χαμόγελό της. ‘Ήταν ένα χαμόγελο που άξιζε να μοχθήσεις γι’ αυτό· το κοκκαλιάρικο προσωπάκι της φωτίστηκε σαν χαμινιού μέσα από τη βρόμα. Έτσι, κατευνασμένος τώρα, ο Τζέρι την τάισε και, ηρεμώντας, άρχισε να της λέει την ιστορία του γιατί ήταν φυσικό να κάνει μια προσπάθεια να τη διασκεδάσει ύστερα από τόσες εβδομάδες που δεν είχε σε ποιον να μιλήσει. Εξήγησε ότι ήταν δημοσιογράφος που τον σχόλασαν και που τώρα έγραφε ένα μυθιστόρημα, ότι ήταν η πρώτη απόπειρα αν και είχε από παλιά το μεράκι και ότι επίσης είχε ένα κομπόδεμα, που λιγόστευε, από την αποζημίωση όταν σε μια μείωση του προσωπικού τον απέλυσαν ως πλεονάζοντα, που ήταν αστείο, είπε, γιατί όλη του τη ζωή ήταν πλεονάζων. «Σαν εφάπαξ», είπε. Έδωσε μεριά ως προκαταβολή για το σπίτι, τεμπέλιασε λιγάκι και τώρα από το κομπόδεμα έμεναν ψίχουλα. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που η κοπέλα χαμογέλασε,. Ενθαρρυμένος, μίλησε φευγαλέα για τη μοναχική φύση της ζωής του δημιουργού. «Αλλά, Χριστέ μου, δεν θα πίστευες τι μόχθος χρειάζεται για να μπορέσεις...... να μπορέσεις να το βγάλεις από μέσα σου όλο....» «Σύζυγοι;» τον ρώτησε διακόπτοντάς τον. Για μια στιγμή  εκείνος υπέθεσε ότι ρωτούσε για το μυθιστόρημα. Μετά όμως την είδε να περιμένει κοιτώντας καχύποπτα, έτσι απάντησε προσεχτικά. «Καμία ενεργή», είπε λες και οι σύζυγοι ήταν ηφαίστεια, που δηλαδή κατά τη γνώμη του Τζέρι ήταν. Μετά το φαΐ, καθώς περιφέρονταν λίγο μεθυσμένοι στην άδεια πλατεία με τον ήλιο να του σφυροκοπεί, έκανε μια μοναδική δήλωση για τους στόχους της. «Ό,τι έχω είναι μέσα σ’ αυτόν το σάκο, εντάξει;» είπε. Ήταν ο σάκος από υλικό σαν αυτό των χαλιών. «Κι έτσι σκοπεύω να παραμείνω. Δεν θέλω να μου φορτώσει κανένας κάτι που δεν θα μπορώ να κουβαλήσω. Το ’πιασες;» Όταν έφτασαν στη στάση του λεωφορείου του, εκείνη δεν έφυγε, κι όταν το λεωφορείο ήρθε, επιβιβάσθηκε μαζί του, τον άφησε να της πληρώσει το εισιτήριο, και στο χωριό κατέβηκε και ανηφόρισε μαζί του το λόφο, ο Τζέρι με το σάκο του με τα βιβλία, η κοπέλα με τον κρεμαστό  της σάκο, και να πως έγινε. Τρεις νύχτες και την περισσότερη μέρα κοιμόταν, και την τέταρτη νύχτα ήρθε σ’ αυτόν. Δεν την περίμενε, τόσο που είχε κλειδώσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, γιατί σε σχέση με τις πόρτες και τα παράθυρα είχε μια μικρή ανησυχία και ιδιαίτερα τη νύχτα. Έτσι αναγκάστηκε να κοπανήσει την πόρτα και να φωνάξει: «Θέλω να πέσω στο αναθεματισμένο κρεβάτι σου, για τ’ όνομα του Θεού!» προτού εκείνος της ανοίξει. «Μόνο μη μου πεις ποτέ ψέματα», τον προειδοποίησε και χώθηκε στο κρεβάτι του σαν να είχαν οι δυο τους ιδιωτικό γλέντι σε κοιτώνα. «Ούτε λόγια ούτε ψέματα. Το ’πιασες;» Ως ερωμένη ήταν σαν πεταλούδα, θυμόταν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Κινέζα. Αβαρής, πάντα σε κίνηση και τόσο απροστάτευτη που τον έφερνε σε απελπισία. Όταν έβγαιναν οι πυγολαμπίδες, οι δυο τους γονάτιζαν στο κάθισμα στο παράθυρό και τις έβλεπαν, και ο Τζέρι συλλογιόταν την Ανατολή. Τα τζιτζίκια βοούσαν και οι βάτραχοι ρεύονταν, τα φώτα των πυγολαμπίδων βουτούσαν κι εποστρακίζονταν γύρω από μια κεντρική λίμνη σκοτεινιάς, κι εκείνοι, γονατισμένοι εκεί για μία ώρα ή και παραπάνω, γυμνοί, έβλεπαν και άκουγαν καθώς το φλόγινο φεγγάρι έπεφτε προς τις κορυφές των λόφων. Δεν μιλούσαν ποτέ εκείνες τις φορές ούτε έφταναν σε συμπεράσματα απ’ όσο ήξερε ο Τζέρι. Αλλά έπαψε να κλειδώνει την πόρτα του.     Η μουσική και το κοπάνημα είχαν σταματήσει, ένας σαματάς όμως από καμπάνες εκκλησίας είχε αρχίσει για τον εσπερινό, φαντάστηκε ο Τζέρι. Η κοιλάδα δεν ήταν ποτέ γαλήνια, αλλά οι καμπάνες ηχούσαν πιο βαριές εξαιτίας της υγρασίας. Πήγε με το πάσο του στη δεμένη μπάλα, τράβηξε το σχοινί μακριά από τον μεταλλικό στύλο και μετά, με την παλιά καστόρινη μπότα του, κλότσησε το γρασίδι γύρω από τη βάση θυμούμενος το μικρό λυγερό της κορμί να τρέχει από μπαλιά σε μπαλιά με το ράσο του μοναχού να ανεμίζει. «Η Γκάρντιαν είναι σπουδαία», του είχαν πει. «Η Γκάρντιαν θα σημάνει το δρόμο του γυρισμού» Για μια στιγμή ακόμα ο Τζέρι δίστασε κοιτώντας χαμηλά ξανά την κυανή πεδιάδα όπου ο δρόμος, αυτός διόλου μεταφορικός, οδηγούσε λαμπερός κι ευθύς σαν κανάλι προς την πόλη και το αεροδρόμιο. Ο Τζέρι δεν ήταν αυτό που ο ίδιος θα έλεγε σκεπτόμενος άνθρωπος. Μια παιδική ηλικία ξοδεμένη στο να ακούει τα μουγκρητά του πατέρα του τού είχε διδάξει νωρίς την αξία των μεγάλων ιδεών καθώς και των μεγάλων λόγων. Ίσως αυτό ήταν που κατ’ αρχάς τον έφερε κοντά στην κοπέλα. Αυτό που του είπε: «Μη μου φορτώσεις τίποτα που δεν θα μπορώ να κουβαλήσω». Ίσως. Ίσως όχι. Θα βρει κάποιον άλλον. Πάντα αυτό κάνουν. Είναι καιρός, σκέφτηκε. Τα λεφτά εξανεμίστηκαν, το μυθιστόρημα είναι θνησιγενές, η κοπέλα παραείναι νέα. Τι θες λοιπόν; Είναι καιρός. Καιρός για τι; Καιρός! Καιρός να βρει η κοπέλα ένα ταυρί αντί να εξαντλεί τον γερο-ταύρο. Καιρός να τα μαζεύει. Να ξυπνήσει τις καμήλες. Να πάρει τους δρόμους. Ένας Θεός ξέρει αν δεν θα το είχε ήδη κάνει μια δυο φορές. Στήνεις τη σκηνή σου, μένεις λίγο, προχωράς· συγγνώμη, κορίτσι μου. Είναι προσταγή, είπε από μέσα του. Δεν είναι δική μας δουλειά να την αμφισβητήσουμε. Η σφυρίχτρα ηχεί, τα παλικάρια συντάσσονται. Τέλος της συζήτησης. Η Γκάρντιαν. Παράξενο παρ’ όλα αυτά πως είχε προαισθανθεί ότι θα συνέβαινε, σκέφτηκε κοιτώντας ακόμα τη θολή πεδιάδα. Όχι κάνα σπουδαίο προαίσθημα, τέτοιου είδους αηδίες απλώς, ναι, μια αίσθηση ότι ήταν καιρός. Ήταν ώρα. Μια αίσθηση της εποχής. Όμως, στη θέση ενός χαρούμενου ζωντανέματος, νωθρότητα κατέλαβε το κορμί του. Ξαφνικά ένιωθε πολύ κουρασμένος, πολύ παχύς, πολύ υπναλέος για να κουνηθεί ποτέ ξανά. Θα μπορούσε να ξαπλώσει εδώ, δω πέρα που στεκόταν. Θα μπορούσε να κοιμηθεί στο τραχύ γρασίδι ώσπου εκείνη να τον ξυπνούσε ή να σκοτείνιαζε. Αηδίες, είπε από μέσα του. Σκέτες αηδίες. Βγάζοντας το τηλεγράφημα από την τσέπη του μπήκε με ζωηρό βήμα στο σπίτι φωνάζοντας το όνομά της. «Ε, κορίτσι μου! Γριούλα μου! Που κρύβεσαι; Κακά μαντάτα» Της το έδωσε «Πανωλεθρία», είπε και πήγε στο παράθυρο για να μην τη βλέπει να το διαβάζει. Περίμενε ώσπου άκουσε το θρόισμα του χαρτιού που έπεσε στο τραπέζι. Μετά γύρισε επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει. Εκείνη δεν είπε λέξη, όμως είχε χώσει τα χέρια στις μασχάλες της και μερικές φορές η γλώσσα του κορμιού της ήταν εκκωφαντική. Ο Τζέρι είδε πως τα δάχτυλά της κουνιόνταν τυφλά προσπαθώντας να γραπωθούν κάπου. «Γιατί δεν πας στης Μπεθ για λίγο;» της πρότεινε. «Θα σε καλοδεχτεί η Μπεθ. Σου ’χει μεγάλη εκτίμηση. Θα σε φιλοξενούσε όσο θα σου ’κανε κέφι». Είχε τα χέρια της σταυρωμένα μέχρι που εκείνος κατέβηκε να στείλει το τηλεγράφημά του. Όταν γύρισε, αυτή είχε βγάλει το κουστούμι του, το μπλε που πάντα το κορόιδευαν κι εκείνη το αποκαλούσε ρούχο φυλακής, αλλά τώρα έτρεμε και το πρόσωπό της ήταν πανιασμένο, άρρωστο, όπως όταν έχτισε ο Τζέρι τις σφήκες. Όταν δοκίμασε να τη φιλήσει, ήταν κρύα σαν μάρμαρο, έτσι την άφησε. Τη νύχτα κοιμήθηκαν μαζί και ήταν χειρότερα από  το να είναι μόνοι.  Η μάμα Στέφανο ανακοίνωσε ξέπνοη το νέο την ώρα του μεσημεριανού. Ο εντιμότατος μαθητής έφυγε, είπε. Φορούσε το κουστούμι του. Είχε μια βαλιτσούλα, τη γραφομηχανή του και το σάκο με τα βιβλία. Ο Φράνκο τον πήγε στο αεροδρόμιο με το φορτηγάκι του. Η ορφανή πήγε μαζί τους αλλά μόνον ως την παρακαμπτήριο προς την αουτοστράντα. Όταν βγήκε, δεν είπε καν αντίο, απλώς, σαν σκουπίδι που ήταν, κάθισε στο πλάι του δρόμου. Για λίγο, αφότου την παράτησαν, ο μαθητής ήταν αμίλητος, κλεισμένος στον εαυτό του. Καλά καλά δεν πρόσεχε τις ευφυείς δηκτικές ερωτήσεις του Φράνκο και τραβούσε πολύ το καστανόξανθο τσουλούφι του, που η Σάντερς το είχε πει ψαρό. Στο αεροδρόμιο, έχοντας μια ώρα να σκοτώσει πριν από την απογείωση, ήπιαν ένα μπουκαλάκι μαζί κι επίσης έπαιξαν ντόμινο, αλλά όταν ο Φράνκο δοκίμασε να τον κλέψει στο κόμιστρο, ο μαθητής έδειξε ασυνήθιστη αυστηρότητα, παζαρεύοντας επιτέλους όπως οι αληθινά πλούσιοι. Ο Φράνκο της τα ’πε, είπε. Ο επιστήθιος φίλος της. Ο Φράνκο, που τον κακολογούσαν ότι ήταν παιδεραστής. Τόσο κομψός άντρας, και η ίδια δεν τον υπερασπιζόταν πάντα, τον Φράνκο, τον πατέρα του βλάκα του γιου της; Είχαν τις διαφωνίες τους, και ποιος δεν είχε; Αλλά ας της κατονόμαζαν αν μπορούσαν, σε όλη την κοιλάδα, έναν άντρα πιο έντιμο, πιο φιλόπονο, πιο κομψό, πιο καλοντυμένο από τον Φράνκο, τον φίλο της κι αγαπητικό της!   Ο μαθητής είχε γυρίσει για την κληρονομιά του, είπε.

Αθήνα, Φεβρουάριος, 2012

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Σχετικά με τα βιογραφικά στοιχεία τού συγγραφέα, ανατρέξτε στις Σημειώσεις με θέμα το "Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι" (Καστανιώτης) (“Tinker, tailor, soldier, spy”).

[2]Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι”, σελ. 29, 39 και 101, αντίστοιχα.

[3] Λαγουμιτζής (ή, Τρωγλοδύτης / Burrower): Ερευνητής τού Σέρκους (ειδικοί συνεργάτες συνήθως στρατολογημένοι στα πανεπιστήμια).

[4] Ο Conrad αναφέρεται σε τρία σημεία στον “Εντιμότατο μαθητή” (σελ. 125, 398, 478). Πάντα, εύφημα. Χτυπήστε και στο Google, “Conversations with John le Carré Conrad” και ανοίξτε τη μερίδα “Conversations with John le Carré”. Έπειτα, ανεβείτε στη σελίδα 38, όπου, μεταξύ άλλων και η αναφορά/εξήγηση στη χρήση τού σχήματος “Εντιμότατος μαθητής” (βλ. και Υποσημείωση Νο 5).

[5] Θα ήταν χρήσιμη, στο σημείο αυτό, η παραπομπή σε ένα απόσπασμα της συνέντευξης που εμφανίζεται στον ιστοτόπο τής Υποσημείωσης Νο 4. Η ερώτηση ήταν: «Πόσο ειρωνικά εννοείτε τον τίτλο “Ο εντιμότατος μαθητής”; Και η απάντηση: «(Ο Τζέρι) είναι ένας έντιμος άνθρωπος· όμως όχι κι ώριμος. Και απέτυχε στο να σκεφτεί σοβαρά τα προβλήματά του. Προτίμησε να υπηρετεί τυφλά, αντί να σκέπτεται ανεξάρτητα, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέμεινε ένα νήπιο. Όσο για το “Εντιμότατος”, μμμμ, θα έλεγα ότι προσπαθούσε». Εξαίρετο “μπάλωμα”, σε απόχρωση· γνησιότερος le Carré, δεν γίνεται!

Εκτύπωση