«Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές»: Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Σχετικά με την την Ξένη Αστυνομική Λογοτεχνία

της Μαίρης Μαργαρίτη

Το «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» (Murder on the Orient Express) είναι αστυνομικό μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι που εκδόθηκε το 1934. Στις Η.Π.Α κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φόνος στην κλινάμαξα του Καλαί» για να μην μπερδευτούν οι αναγνώστες με το «Orient Express» του Γκράχαμ Γκρην που είχε κυκλοφορήσει το 1932. Ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό για την εποχή δρομολόγιο τρένου που εκτελούσε τη διαδρομή Παρίσι-Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα. Το τρένο μετονομάστηκε επίσημα σε Όριεντ ή Οριάν Εξπρές (Οrient Express = Εξπρές Ανατολής) το 1891 και συνέχισε να λειτουργεί ως και το 1977 εκτός από το διάστημα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

[Προσοχή: Στο κείμενο αναφέρεται η λύση της υπόθεσης του βιβλίου]

Το δρομολόγιο Όριεντ Εξπρές το είχε οργανώσει μια διεθνής εταιρεία που είχε πάρει άδεια για να χρησιμοποιεί τα κρατικά σιδηροδρομικά δίκτυα δημιουργώντας μια πολυτελή αμαξοστοιχία που διέσχιζε την Ευρώπη. Έμεινε γνωστό επειδή για δεκαετίες ήταν το βασικό μέσο μεταφοράς βασιλιάδων, αρχηγών Κρατών και γενικά επιφανών επιβατών αλλά και λαθρεμπόρων, εγκληματίων, παράνομων ζευγαριών κ.τ.λ. γι’ αυτό και δεν άργησε να γίνει πόλος έλξης για ντετέκτιβ, πράκτορες και δημοσιογράφους. Η ίδια η Αγκάθα Κρίστι είχε ταξιδέψει με το Όριεντ Εξπρές για να συναντήσει τον αρχαιολόγο σύζυγό της που εργαζόταν στη Μέση Ανατολή.

Στον χάρτη που ακολουθεί σημειώνεται με έντονη κόκκινη γραμμή η διαδρομή του τρένου που αναφέρεται στο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι. Η αφετηρία είναι η Κωνσταντινούπολη και το τέρμα το Καλαί. Το έγκλημα συνέβη σε ένα απροσδιόριστο σημείο λίγο μετά το Βινκόβτσι της Κροατίας.


Χάρτης της διαδρομής του τρένου.

Το «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» και η υπόθεση Λίντμπεργκ

Η Αγκάθα Κρίστι παρότι δεν το συνήθιζε, είχε εμπνευστεί την υπόθεση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος από μια αληθινή ιστορία, την πολύκροτη υπόθεση απαγωγής του μωρού του διάσημου αεροπόρου Τσαρλς Λίντμπεργκ. Η απαγωγή του 20 μηνών γιου του Τσαρλς και της Άνν Λίντμπεργκ συνέβη την 1η Μαρτίου του 1932. Το μωρό απήχθη από την έπαυλη της οικογένειας Λίντμπεργκ στα περίχωρα της Νέας Υόρκης και ζητήθηκαν λύτρα. Στην πορεία, και ενώ τα λύτρα πληρώθηκαν, το μωρό δεν επιστράφηκε ενώ λίγο αργότερα εντοπίστηκε νεκρό. Επίσης, επειδή υπήρχαν στον Τύπο υπόνοιες ότι εμπλέκεται στην απαγωγή η καμαριέρα, εκείνη αυτοκτόνησε βυθίζοντας στο πένθος τους οικείους της.

Αυτή η ιστορία αποτέλεσε τον πυρήνα της υπόθεσης στο μυθιστόρημα «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές». Ο εγκέφαλος της απαγωγής της μικρής Νταίζη Άρμστρογκ ταξιδεύει πέντε χρόνια μετά με το Όριεντ Εξπρές ως επιχειρηματίας με το όνομα Ράτσετ. Και ενώ στην υπόθεση Λίντμπεργκ ουδέποτε συνελήφθη ο ένοχος, στο μυθιστόρημα της Α.Κρίστι ο ένοχος έχει περάσει από μια παράτυπη δίκη και έχει αθωωθεί. Στο ίδιο τρένο ταξιδεύει ο Ηρακλής Πουαρώ και άλλοι δώδεκα άνθρωποι, οι οποίοι, όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, συνδέεονται κατά κάποιο τρόπο με την υπόθεση Άρμστρογκ. Λίγο μετά το Βινκόβτσι της Κροατίας το τρένο ακινητοποιείται λόγω χιονοθύελλας και τότε ανακαλύπτεται το πτώμα του Ράτσετ που είχε δολοφονηθεί την προηγούμενη νύχτα. Ο Πουαρώ αναλαμβάνει να ερευνήσει την υπόθεση και να βρει τον ένοχο που θα παραδώσει στις Αρχές της επόμενης στη διαδρομή πόλης.

Χώρος και Χρόνος Μηδέν

Στο «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» της Αγκάθα Κρίστι το ταξίδι ξεκινά από τη Συρία και καταλήγει στην τότε Γιουγκοσλαβία ενώ ο χρόνος της ιστορίας είναι τέσσερις μέρες. Παρόλο που το εύρος της γεωγραφικής περιοχής που καλύπτει το έργο είναι μεγάλο, εντούτοις αναφέρονται μόνο εννιά τοπωνύμια και δεν υπάρχει καμιά περιγραφή. Ο χρόνος, έτος και ημερομηνίες, επίσης, είναι απροσδιόριστος. Η εποχή πάντως είναι χειμώνας. Κάποια στιγμή το τρένο σταματά και παγώνει στον χρόνο και στον τόπο, κάπου ανάμεσα σε Βινκόβτσι στην σημερινή Κροατία  και Μπροντ. Με την ακινητοποίηση του τρένου ο ασταμάτητος χρόνος και ο ατελείωτος χώρος συμπίπτουν.

Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εξελίσσεται στον περιορισμένο χώρο του τρένου που είναι ένας απόλυτος κόσμος από μόνος του. Η αμαξοστοιχία περιβάλλει τους επιβάτες αποσπώντας τους από τον έξω κόσμο. Με άλλα λόγια το τρένο λειτουργεί ως ένα δίχτυ που τυλίγει τους χαρακτήρες, οι οποίοι είναι από διαφορετικές εθνικότητες, κοινωνικές τάξεις, τόπους διαμονής, ηλικίες και οικονομική επιφάνεια. Πρόκειται για μια σύνθεση ολόκληρου χώρου έντεχνα μειωμένη. Δηλαδή είναι μια χώρα συγκεντρωμένη σε μια πόλη, η οποία με τη σειρά της γίνεται σταθμός, συνοψίζεται σε μια πλατφόρμα και τελικώς γίνεται βαγόνι τρένου.

Το τρένο σταματά ανάμεσα σε δυο σταθμούς λόγω του χιονιού. Τότε εκτελείται ο φόνος. Η τοποθεσία αυτή είναι το πουθενά. Ούτε προσδιορίζεται με ακρίβεια ούτε ανήκει σε κάποιον, είναι χιόνι πάνω σε χιόνι. Είναι ένας χώρος που δεν έχει χρώμα. Έτσι, το βαγόνι του τρένου τρέπεται σε ετεροτοπία που δεν έχει καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο.

Οι χαρακτήρες της ιστορίας

Στο Όριεντ Εξπρές δεν υπάρχουν ούτε Ανατολίτες ούτε Ανατολή, μόνο ο μύθος του Όριεντ Εξπρές, στο περιβάλλον του οποίου κυριαρχούν οι Δυτικοί. Τοποθετώντας την πλοκή μέσα σ’ ένα βαγόνι τρένου η Α. Κρίστι αποφεύγει να εμφανίσει ντόπιους. Οι χαρακτήρες της ιστορίας, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, ανήκουν σε διαφορετική εθνικότητα, κοινωνική τάξη, ηλικία κ.τ.λ.

Αυτή η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων είναι αναμενόμενη σε μια αμαξοστοιχία. Το απίθανο που συμβαίνει στο μυθιστόρημα, είναι ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες γνωρίζονται μεταξύ τους πριν το ταξίδι και είναι συνδεδεμένοι με κάποιο τρόπο ενώ είναι άγνωστοι στον Πουαρώ. Η έρευνα θα δείξει πως όλοι οι χαρακτήρες συμμετέχουν στην προσχεδιασμένη δολοφονία του Ράτσετ. Το γεγονός πάντως ότι ήδη από την αρχή της έρευνας εντοπίζονται δυο άτομα που σίγουρα σχετίζονται με την υπόθεση Άρμστρονγκ, έντεχνα μπαίνει στο περιθώριο για να χρησιμοποιηθεί από την Α. Κρίστι τη στιγμή που πρέπει.

Το «Έγκληµα στο Όριεντ Εξπρές» είναι δοµηµένο άκρως συµµετρικά. Υπάρχουν, λοιπόν, τρεις βασικοί χαρακτήρες: ο ένας είναι το θύμα, ο απαγωγέας Ράτσετ, ο άλλος είναι ο ιδιωτικός ερευνητής Πουαρώ και ο τρίτος είναι η ομάδα των δώδεκα επιβατών στο ρόλο του δολοφόνου. Ο Πουαρώ θα φτάσει στη λύση της υπόθεσης ανακαλύπτοντας τον τρόπο με τον οποίον συνδέεται ο κάθε ύποπτος με το θύμα και άρα το κίνητρό του.

Παρουσιάζοντας δώδεκα υπόπτους ως ενόχους η Αγκάθα Κρίστι προβαίνει σε μια αξιοπρόσεκτη καινοτοµία και αντιστρέφει µία σύµβαση του αστυνοµικού µυθιστορήµατος που θέλει µόνο ένας εκ των υπόπτων να είναι ο ένοχος. Επιπλέον, ενώ σε κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα υπάρχει ξεκάθαρα ο δολοφόνος και ο δολοφονημένος, στο «Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές» η διάκριση αυτή παύει να υφίσταται. Οι τωρινοί δολοφόνοι είναι τα θύματα μιας παλιάς υπόθεσης απαγωγής και το τωρινό θύμα είναι ο παλιός δολοφόνος.


Το Όριεντ Εξπρές σήμερα, στο Καραγάτς της Ανδριανούπολης.

Η ιδιαιτερότητα του εγκλήματος στο Όριεντ Εξπρές

Ο φόνος που συντελείται στο Όριεντ Εξπρές έχει δυο ιδιαιτερότητες: πρώτον, είναι συλλογικός δηλαδή εκτελείται από δώδεκα δολοφόνους και δεύτερον, παραμένει ατιμώρητος διότι ο Πουαρώ δεν αποκαλύπτει τους πραγματικούς ενόχους στις Αρχές αλλά ο φόνος αποδίδεται σε άγνωστο δράστη που διέφυγε από το βαγόνι του τρένου.

Αυτό που κάνει, λοιπόν, το συγκεκριµένο αστυνοµικό µυθιστόρηµα να ξεχωρίζει είναι ότι όλοι οι ύποπτοι αποδεικνύονται στο τέλος ότι είναι δολοφόνοι. Ο φόνος που εκτελούν οι δώδεκα επιβάτες του τρένου είναι ένας φόνος «κάθαρσης». Είναι η ύστατη ελπίδα δικαίωσης αφού ούτε η δικαιοσύνη δεν καταδίκασε τον ένοχο.

Τελικώς, ο Πουαρώ αποφασίζει να μην αποκαλύψει στην Αστυνομία τους ενόχους και επομένως ο φόνος μένει ατιμώρητος. Αυτό θυμίζει τη μεταγενέστερη Πατρίτσια Χάισμιθ που στα μυθιστορήματά της δεν ενδιαφερόταν για τη σύλληψη του ενόχου. Όμως εδώ τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο Πουαρώ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ηθικό δίλημμα και παίρνει μια δύσκολη απόφαση.

Οι δολοφόνοι του Όριεντ Εξπρές δεν έχουν καν το ελαφρυντικό πως εκτελούν μια πράξη εν θερμώ αφού το έγκλημα είναι προμελετημένο. Στην ουσία το θύμα δεν έχει βλάψει προσωπικά κανέναν από τους δράστες, είναι μόνο συναισθηματικά τραυματισμένοι. Και όμως οι δολοφόνοι του Όριεντ Εξπρές είναι συμπαθείς στον αναγνώστη γιατί το θύμα της δολοφονίας έχει διαπράξει ένα χειρότερο έγκλημα, έχει σκοτώσει ένα μωρό μεταξύ άλλων που στην κοινωνία μας αντιπροσωπεύει κάτι αγνό και αθώο. Οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων δε γίνονται αποδεκτοί ούτε από τους συγκρατούμενούς τους στη φυλακή αλλά διώκονται ή βιάζονται.

Η Α. Κρίστι φυσικά και δεν προτρέπει στη λύση της αυτοδικίας αντί της θεσμικής δικαιοσύνης αλλά δείχνει τη συναισθηματική πλευρά του Πουαρώ, την αδύναμη ανθρώπινη φύση του. Η συγγραφέας μεταφέρει το μήνυμα ότι η ηθική δεν είναι άσπρο ή μαύρο αλλά έχει διαβαθμίσεις και πως όταν γίνεται λόγος για ανθρώπινα όντα, κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτος.

Βιβλιογραφία

* Δημοσιεύτηκε στο site artic.gr στις 4 Φεβρουαρίου 2020.

Εκτύπωση