Από τα πρωτοσέλιδα στη σκοτεινή αίθουσα*

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Ειδικά Θέματα

Αληθινά εγκλήματα στον ελληνικό κινηματογράφο

του Γιάννη Ράγκου

Στο κείμενο αυτό καταγράφονται οι ελληνικές ταινίες που εμπνέονται από πολύκροτα ποινικά και πολιτικά εγκλήματα, πολλές από τις οποίες συγκαταλέγονται στις κορυφαίες δημιουργίες της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής των τελευταίων 50 ετών.

Το «Κιέριον» (1967/1974) του Δήμου Θέου είναι η πρώτη ελληνική ταινία που βασίζεται σε αληθινό έγκλημα, καθώς επεξεργάζεται μυθοπλαστικά τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, τον Μάιο του 1948 στη Θεσσαλονίκη. Ο Πολκ είχε φτάσει στην πόλη στις 7 Μαΐου, προκειμένου να πάρει συνέντευξη από τον αρχιστράτηγο του ΔΣΕ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο Μάρκο Βαφειάδη, αλλά στις 16 Μαΐου το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει στα ανοικτά του Λευκού Πύργου. Τον Απρίλιο του 1949, ως αυτουργοί της δολοφονίας καταδικάστηκαν ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος και ερήμην δύο στελέχη του ΚΚΕ, απόφαση που ωστόσο δεν έπεισε σχεδόν κανέναν, με αποτέλεσμα σήμερα όλες οι εκδοχές για τους πραγματικούς δράστες να παραμένουν ανοικτές.


Η αφίσα της ταινίας του Δήμου Θέου "Κιέριον" (1967/1974)

Ο σκηνοθέτης έγραψε με τον Κώστα Σφήκα «ένα υποτυπώδες σενάριο, περίπου 10 σελίδες», όπου «η δολοφονία του […] Πολκ, […] δίνει αφορμή για ανάπλαση μιας παρόμοιας υπόθεσης στις αρχές του 1967».[1] Θεωρείται ως το πρώτο ελληνικό αμιγώς πολιτικό φιλμ και για το λόγο αυτό η παραγωγή του αντιμετώπισε προβλήματα εξαιτίας του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Αρχικά παρουσιάστηκε στο εξωτερικό (Μ. Βρετανία, Φεστιβάλ Βενετίας 1968 κ.α.), ενώ στην Ελλάδα προβλήθηκε για πρώτη φορά με νέο μοντάζ στο 15ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1974).

H υπόθεση Πολκ απασχόλησε και άλλους δύο σκηνοθέτες: τον Άγγελο Μάλλιαρη στην ταινία μυθοπλασίας «Υπόθεση Πολκ» (1978) και τον Διονύση Γρηγοράτο στην ταινία-δοκίμιο «Ο φάκελος Πολκ στον αέρα» (1988), όπου παρουσιάζονται νέα στοιχεία για την υπόθεση ως αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας του σκηνοθέτη. 

Το 1969, ο Κώστας Γαβράς γυρίζει την ταινία «Ζ», που αναφέρεται στη δολοφονία του συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963 στη Θεσσαλονίκη και τις έρευνες του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη για τον εντοπισμό των ενόχων. Το σενάριο βασίστηκε, με μικρές αλλαγές, στο ομότιτλο non-fiction μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού (1966), ωστόσο λόγω της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, η ταινία γυρίστηκε στην πόλη του Αλγερίου -που θύμιζε, κάπως, τη Θεσσαλονίκη- κυρίως με Γάλλους ηθοποιούς και αποτελούσε γαλλοαλγερινή συμπαραγωγή.

Η «Αναπαράσταση» και οι «Μέρες του ’36»

Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Αναπαράσταση» «εγκαινιάζει» ουσιαστικά τον αποκαλούμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Η ταινία παίρνει ως αφορμή ένα έγκλημα που είχε διαπραχθεί το 1968 στο χωριό Πολυνέρι Θεσπρωτίας και είχε προκαλέσει αίσθηση. Η Αγγελική Πάντου με τη σύμπραξη του εραστή της Κώστα Τζώρτζη στραγγάλισαν το μετανάστη σύζυγο της Χαρίση, ο οποίος είχε επιστρέψει στο χωριό για ολιγοήμερη παραμονή, και έθαψαν το πτώμα στην αυλή του σπιτιού. Στη συνέχεια, επιχείρησαν να δημιουργήσουν άλλοθι μεταβαίνοντας στα Ιωάννινα, αλλά η επιμονή συγγενούς του θύματος ότι η «εξαφάνισή» του οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια και ένα μοιραίο λάθος των δραστών οδήγησαν στην εξιχνίαση.

Θόδωρος Αγγελόπουλος: "Αναπαράσταση" (1970)

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Αγγελόπουλος θα πει: «Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό όπου είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι, που ντρέπονταν γι’ αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους, μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο δυνατόν γρηγορότερα […]. Έφτασα απόγευμα και με ψιλόβροχο στη Βίτσα, στα Ζαγόρια. Κανείς στους δρόμους. […] Στο καφενείο, ένας γέρος μόνος του τραγουδούσε: “Μωρή κοντούλα λεμονιά, με τα πολλά λεμόνια” (σ.σ.: το τραγούδι ακούγεται στην αρχή και το τέλος της ταινίας)».[2] Για ευνόητους λόγους, ο σκηνοθέτης τοποθετεί τη δράση στο (ανύπαρκτο) χωριό Τυμφαία, ενώ αλλάζει και τα ονόματα των πρωταγωνιστών της ιστορίας.

Δύο χρόνια μετά, ο Αγγελόπουλος αντλεί και πάλι την έμπνευση από ένα πραγματικό περιστατικό για το σενάριο της δεύτερης ταινίας του «Μέρες του ’36». Αυτή τη φορά, επιλέγει την υπόθεση Παναγιώτη Μαρίνου, που είχε διαδραματιστεί στις φυλακές Συγγρού τον Απρίλιο του 1936, λίγους μήνες πριν από την κήρυξη της μεταξικής δικτατορίας. Συγκεκριμένα, το μεσημέρι της 17ης Απριλίου, ο καταδικασμένος σε ισόβια για δύο φόνους Μαρίνος αιχμαλώτισε υπό την απειλή όπλου τον βουλευτή Λάμπρο Ευταξία, απαιτώντας να του αποδοθεί βασιλική χάρις. Η είδηση της ομηρίας προκάλεσε πολιτικούς τριγμούς, με τον (κοινοβουλευτικό, ακόμα) πρωθυπουργό Ι. Μεταξά να απορρίπτει κάθε εισήγηση για ικανοποίηση του αιτήματος του κρατούμενου και να προκρίνει δυναμική λύση. Πράγματι, τα ξημερώματα της 18ης Απριλίου αστυνομικοί εισήλθαν αιφνιδιαστικά στο εσωτερικό του γραφείου όπου βρίσκονταν ο Μαρίνος με τον Ευταξία, για να ακολουθήσει ανταλλαγή πυρών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του πρώτου και τον ελαφρύ τραυματισμό του δεύτερου.

Εγκλήματα που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη

Το 1972, επίσης, ο Μάριος Ρετσίλας ολοκληρώνει σε σύντομο χρονικό διάστημα την ταινία «Οι Σατανάδες της νύχτας», που βασίζεται στην πολύ γνωστή υπόθεση Λυμπέρη. Το βράδυ της 4ης προς την 5η Ιανουαρίου 1972, ο Βασίλης Λυμπέρης μαζί με τρεις συνεργούς του πήγε στο σπίτι της εν διαστάσει συζύγου του Βασιλικής στο Χαλάνδρι και βάζοντας φωτιά έκαψε την ίδια, τη μητέρα της και τα δύο ανήλικα παιδιά τους. Τα άλλα τρία θύματα ξεψύχησαν ακαριαία, ενώ η Βασιλική μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου προτού εκπνεύσει αποκάλυψε στην αστυνομία την ταυτότητα του δράστη. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ο Λυμπέρης και ο συνεργός του Παύλος Αγγελόπουλος καταδικάστηκαν «τετράκις εις θάνατον», ενώ οι άλλοι δύο σε μικρότερες ποινές. Τελικά, η ποινή του Αγγελόπουλου μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, ενώ ο Λυμπέρης στήθηκε απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα στις 25 Αυγούστου 1972, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.

Μιλώντας στον γράφοντα πολλά χρόνια αργότερα, ο Ρετσίλας εξήγησε ότι «στις αρχές Ιανουαρίου, διαβάσαμε την είδηση στις εφημερίδες, […] και ο παραγωγός μου Τζέιμς Πάρις μού πρότεινε να την κάνουμε ταινία. […]. Με βάση τα εκτενή δημοσιεύματα των εφημερίδων, ο Β. Μανουσάκης έγραψε το σενάριο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες […]». Η προβολή της ταινίας είχε προγραμματιστεί για τα τέλη Απριλίου 1972, αλλά μετά από νομική παρέμβαση της οικογένειας του Λυμπέρη πραγματοποιήθηκε τελικά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και αφού είχε εκδικαστεί η υπόθεση. Σύμφωνα με τον Ρετσίλα, αυτό είχε ως αποτέλεσμα «να μην έχει την εμπορική επιτυχία που περιμέναμε. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως είχε περάσει ο χρόνος και το ενδιαφέρον του κόσμου […] είχε περιοριστεί».[3]

Μία ποινική υπόθεση χρησιμοποιεί ως αρχικό υλικό για την πρώτη ταινία της «Ιωάννης ο βίαιος» (1973) και η Τώνια Μαρκετάκη. Το βράδυ της 23ης Απριλίου 1964, η νεαρή Μαρία Μπαβέα δέχτηκε επίθεση με μαχαίρι στο Παγκράτι από έναν άντρα, ο οποίος εξαφανίστηκε αμέσως μετά. Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του, ωστόσο αντιμετώπισε το πρόβλημα της έλλειψης εμφανούς κινήτρου. Τρεις εβδομάδες μετά, η ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου (γνωστή, μεταξύ άλλων, από τη συμμετοχή της στην ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία»), παρέδωσε στους αστυνομικούς ένα ματωμένο μαχαίρι που ανήκε στον 19χρονο ανιψιό της Δημήτρη Ζάγκα, ο οποίος αρχικά ομολόγησε την πράξη του, όμως λίγο αργότερα ανασκεύασε την ομολογία του. Ο Ζάγκας, που δεν γνώριζε την Μπαβέα, αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και κατά δήλωσή του μισούσε όλες τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1965, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για το φόνο, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως ήταν «ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» κι έτσι διέταξε τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική.

Τώνια Μαρκετάκη: "Ιωάννης ο βίαιος" (1973)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι για τη συγγραφή του σεναρίου η Μαρκετάκη έκανε εκτεταμένη έρευνα, συλλέγοντας πολύτιμο υλικό από δημοσιεύματα, τα πρακτικά της δίκης, ιατροδικαστικές εκθέσεις κ.ά., που ο γράφων εντόπισε στο αρχείο της.[4]  

Το 1978, ο Ζυλ Ντασέν σκηνοθετεί την «Κραυγή Γυναικών»«Η άλλη Μήδεια» / «Α dream of passion»), που αποτελεί διασκευή της «Μήδειας» του Ευριπίδη από τον Μίνωα Βολανάκη. Μια ελληνίδα ηθοποιός επιστρέφει στην Ελλάδα για να ερμηνεύσει μια σύγχρονη εκδοχή της τραγωδίας και κατά την προετοιμασία της παράστασης γνωρίζει μία αμερικανίδα παιδοκτόνο, που βρίσκεται στη φυλακή. Αυτό το στοιχείο του σεναρίου βασίζεται στην υπόθεση της  Αμερικανίδας Νίτας Μπέικερ, η οποία το βράδυ της 27ης Μαΐου 1961 είχε στραγγαλίσει στο σπίτι της στο Καλαμάκι τα τρία ανήλικα παιδιά της και κατόπιν είχε αποπειραθεί, ανεπιτυχώς, να αυτοκτονήσει. Ως αιτία για την πράξη της αυτή είχε επικαλεστεί το γεγονός ότι την απατούσε ο άνδρας της, λοχίας του αμερικανικού στρατού που υπηρετούσε στην Ελλάδα. Το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο, όμως ο εισαγγελέας κήρυξε την απόφαση πεπλανημένη κι έτσι λίγους μήνες μετά η Μπέικερ κάθησε εκ νέου στο εδώλιο, με το δικαστήριο να την καταδικάζει αυτή τη φορά σε κάθειρξη 16 ετών. Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε χάρη και επέστρεψε στις ΗΠΑ.

Το 1980, ο Παύλος Τάσιος γυρίζει την «Παραγγελιά», μία από τις χαρακτηριστικότερες ταινίες της «κατηγορίας» αυτής. Το σενάριο βασίζεται στο πραγματικό περιστατικό που σημειώθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1973 στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» της Κυψέλης, όταν ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε τρεις ανθρώπους (οι δύο από αυτούς ήταν αστυνομικοί) και τραυμάτισε άλλους επτά για μία παραγγελιά. Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1973, με τον Κοεμτζή να καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε το 1996 και πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2011.

Παύλος Τάσιος: "Παραγγελιά" (1980)

Καθώς ο Κοεμτζής προερχόταν από αριστερή οικογένεια και εκδήλωνε ανοικτά την αντίθεσή του στην αστυνομία, η πράξη του έλαβε πολιτικά χαρακτηριστικά και ο ίδιος απέκτησε -χωρίς να έχει πρόθεση- «μυθικές» διαστάσεις. Σε αυτό συνέβαλλε, αναμφισβήτητα, τόσο η ταινία του Τάσιου όσο και το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (περιλαμβάνεται στον δίσκο «Ρεζέρβα», 1979).    

Την επόμενη χρονιά, ο Γιάννης Φαφούτης ολοκληρώνει τη μοναδική του ταινία μεγάλου μήκους «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» (μεταγενέστερος τίτλος: «Ο ληστής με τα λουλούδια»). Η ταινία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην ιστορία του «ληστή με τις γλαδιόλες» Θόδωρου Βενάρδου. Τους τελευταίους μήνες της απριλιανής δικτατορίας, ο Βενάρδος διέπραξε δύο ληστείες τραπεζών, τις πρώτες ένοπλες στην Ελλάδα, στη μία μάλιστα έχοντας κρύψει το όπλο του σ’ ένα μπουκέτο από γλαδιόλες. Συνελήφθη και απέδρασε με θεαματικό τρόπο, ενώ μέχρι την οριστική σύλληψή του (Ιούνιος 1974) πραγματοποιούσε εντυπωσιακές εμφανίσεις σε κοσμικά κέντρα συνοδευόμενος από όμορφες γυναίκες. Αργότερα κυκλοφόρησε η φήμη ότι είχε αναπτύξει αντιδικτατορική δράση, ενώ στη διάρκεια της φυλάκισής του έκανε συνεχείς καταγγελίες για τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων και ως αποτέλεσμα ψυχικού κλονισμού επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας, με αυτήν της 10ης Ιουλίου 1984 να αποδεικνύεται μοιραία για τη ζωή του.  

Η περίπτωση του Γιώργου Κατακουζηνού

Ξεχωριστή θέση στην «κατηγορία» αυτή κατέχει ο Γιώργος Κατακουζηνός, του οποίου δύο από τις τρεις ταινίες αναπλάθουν αληθινά εγκλήματα. Η πρώτη είναι ο «Άγγελος» (1982), που βασίζεται στην υπόθεση του Χρήστου Ρούσσου, ο οποίος στις 7 Απριλίου 1976 σκότωσε τον εραστή του επειδή, όπως ισχυρίστηκε, επιχειρούσε να τον εξωθήσει στην πορνεία. Η πράξη του σόκαρε την κοινωνία, η οποία ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την ομοφυλοφιλία και η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις. Ο Ρούσσος καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά για να αποφυλακιστεί εντέλει το 1990 με χάρη που του απένειμε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Καραμανλής μετά από πολυετείς αγώνες του ίδιου, αλλά και μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις. Κραδασμούς, πάντως, προκάλεσε και η ίδια η ταινία, καθώς το σενάριό της απορρίφθηκε αρχικά από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ αμέσως μετά την έναρξη προβολής της ο Ρούσσος κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας τη διακοπή της με το αιτιολογικό των σεναριακών αυθαιρεσιών. Εντούτοις, αργότερα, ο ίδιος αναγνώρισε ότι η ταινία και η ευρεία απήχησή της στο κοινό συνέβαλλαν αποφασιστικά στη μεταστροφή της κοινής γνώμης απέναντί του.


Γιώργος Κατακουζηνός: "Άγγελος" (1982)

Ο Κατακουζηνός ανέτρεξε και πάλι στα ποινικά χρονικά το 1995 για την ταινία του «Ζωή» (Μια ωραία πεταλούδα), η οποία βασίζεται στην υπόθεση της δολοφονίας και στη συνέχεια του τεμαχισμού της Ζωής Γαρμανή από τον σύζυγό της Παναγιώτη Φραντζή, το βράδυ της 24ης προς 25η  Ιουνίου 1987 στα Κάτω Πατήσια, που παραμένει έως σήμερα μία από τις «εμβληματικότερες» της εγχώριας εγκληματολογικής ιστορίας.


Γιώργος Κατακουζηνός: "Ζωή" (1995)

Ο «Δράκος του Σέιχ-Σου» και η λεωφορειοπειρατεία

Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1989, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αρβανίτης μόνταρε εκ νέου το υλικό της τηλεοπτικής σειράς του «Αθώος ή ένοχος;» (επτά επεισόδια, ΕΡΤ-1) για να δημιουργήσει την ομότιτλη ταινία. Σε αυτήν, παρουσιάζεται η υπόθεση του Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος συνελήφθη (1963), καταδικάστηκε σε θάνατο (1966) και εκτελέστηκε (1968) για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί στην περιοχή του δάσους Σέιχ-Σου στη Θεσσαλονίκη από το 1959 έως το 1963. Το σενάριο στηρίζεται σε στοιχεία που προέκυψαν από δημοσιογραφική έρευνα του Κ. Τσαρούχα και ενισχύουν την εκτίμηση περί αθωότητας του Παγκρατίδη.

Στις 28 Μαΐου 1999, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται παρακολουθώντας σε ζωντανή μετάδοση την πρώτη λεωφορειοπειρατεία στην Ελλάδα. Το πρωί εκείνης της μέρας, ο Αλβανός Φλαμούρ Πίσλι κατέλαβε με την απειλή όπλου και απασφαλισμένης χειροβομβίδας ένα υπεραστικό λεωφορείο του νομού Θεσσαλονίκης με 13 επιβάτες και το οδήγησε στην Αλβανία. Για να δικαιολογήσει την ενέργειά του, ο Πίσλι υποστήριζε πως είχε πέσει θύμα πλεκτάνης από τον Έλληνα εργοδότη του και ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από Έλληνες αστυνομικούς. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας σκοτώθηκε από πυρά της αλβανικής αστυνομίας, τα οποία τραυμάτισαν θανάσιμα και τον επιβάτη Γιώργο Κουλούρη. Την πρωτοφανή αυτή υπόθεση μετέφερε στην οθόνη το 2005 ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης με την ταινία «Όμηρος», αναλύοντας «με ρεπορταζιακό στυλ την απελπισία ενός ξένου που παλεύει μάταια να νικήσει τα στερεότυπα και τη ρατσιστική μανία των γύρω του».[5]  


Κωνσταντίνος Γιάνναρης: "Όμηρος" (2005)

Η τελευταία, έως σήμερα, ελληνική ταινία που βασίζεται σε πραγματική ποινική υπόθεση είναι «Ο θάνατος που ονειρεύτηκα» (2010), του Παναγιώτη Κράββα. Η ταινία αναφέρεται στην ιστορία των «Σατανιστών της Παλλήνης» (Ασημάκης Κατσούλας, Μάνος Δημητροκάλλης, Δήμητρα Μαργέτη), που το 1992-1993 δολοφόνησαν με «τελετουργικό» τρόπο δύο γυναίκες. Η δράση τους αποκαλύφθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου 1993, συνταράσσοντας την κοινή γνώμη. Τον Ιούλιο του 1995 οι Κατσούλης και Δημητροκάλης καταδικάστηκαν σε δις ισόβια και η Μαργέτη σε κάθειρξη 17 ετών. Σήμερα, και οι τρεις έχουν αποφυλακιστεί.  
____________________

Σημειώσεις

[1] Γιάννης Σολδάτος, Ένας αιώνας ελληνικός κινηματογράφος, 1ος τ. (1900-1970), Εκδόσεις Κοχλίας 2001, σ. 366. Για την ταινία, βλ. ακόμα την έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «Δήμος Θέος» (2006), επιμ. Στράτος Κερσανίδης.

[2] Αρχείο περιοδικού Περίστυλον, έκδοση του Πολιτιστικού Οργανισμού Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού, τχ. 6, Δεκέμβριος 2008.

[3] Από συνέντευξη του Μάριου Ρετσίλα στον γράφοντα στις 26 Νοεμβρίου 2001.

[4] Ελληνικό Λαογραφικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), Αρχείο Τώνιας Μαρκετάκη, φάκελος 1.

[5] Από το αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2011).

* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «πολάρ» (crime fiction theory), τχ. 1, Ιούνιος 2018, σσ. 93-97.
Αναδημοσιεύτηκε, σε αναπτυγμένη μορφή, στον τιμητικό τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Γιάννη Πανούση
«Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2020) υπό τον τίτλο
«Based on a true crime story – Όταν ο ελληνικός κινηματογράφος εμπνέεται από αληθινά εγκλήματα» (σσ. 1021-1034).

[UPDATE] Υπάρχουν ακόμα δύο ελληνικές ταινίες που οι δημιουργοί τους αναφέρουν ότι βασίζονται σε αληθινά εγκλήματα, χωρίς ωστόσο αυτά να κατονομάζονται και να είναι δυνατό να «ταυτοποιηθούν» εξ αρχής με τα πραγματικά περιστατικά.

Η μία είναι η (πρώτη μεγάλου μήκους) ταινία του Τάσου Ψαρρά «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» (1974), η οποία έχει ως αφηγηματική αφετηρία έναν φόνο που διαπράχθηκε σε καπνοχώρι της Μακεδονίας το 1953. Σύμφωνα με έρευνα του γράφοντα, το χωριό αυτό πιθανολογείται πως είναι το Άγιο Πνεύμα του νομού Σερρών, ωστόσο το στοιχείο δεν είναι διασταυρωμένο καθώς στον (πανελλαδικής κυκλοφορίας ή τοπικό) Τύπο της εποχής δεν έγινε δυνατό να εντοπιστεί κάποια σχετική είδηση.

Στη μυθοπλαστική εκδοχή, κατά την ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση και από τις καταθέσεις των μαρτύρων προκύπτει ότι τα πραγματικά αίτια δεν ήταν κάποιες συνήθεις κτηματικές διαφορές, όπως είχαν θεωρήσει αρχικά η χωροφυλακή κι ο εισαγγελέας, αλλά οι οικονομικές διαφορές και οι συγκρούσεις ανάμεσα σε καπνοκαλλιεργητές και καπνεμπόρους. Η διαμάχη αυτή οδήγησε στο έγκλημα, το οποίο είναι πλέον πολιτικό και όχι ποινικό, προκειμένου να ματαιωθεί η σύσταση μιας συνεταιριστικής οργάνωσης θα ενδυνάμωνε τη θέση των καλλιεργητών.  


Τάσος Ψαρράς: "Δι' ασήμαντον αφορμήν" (1974)

Η δεύτερη ταινία είναι της Αγγελικής Αντωνίου «Eduart» (2006), που όπως δηλώνεται είναι επίσης «βασισμένη σε αληθινά γεγονότα». Σύμφωνα με την περιγραφή της ταινίας «ο Eduart, ένας νέος άνθρωπος που έχει μεγαλώσει σ' ένα σκληρό και καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, εγκαταλείπει την Αλβανία με το όνειρο να γίνει ροκ τραγουδιστής και να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Η ορμή και τα πάθη της ηλικίας του τον οδηγούν στη διάπραξη ενός φόνου στην Αθήνα. Κυνηγημένος από όλους, αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό, φυλακίζεται κάτω από απίστευτα σκληρές συνθήκες. Ο Εduart με τη βοήθεια ενός Γερμανού γιατρού, μαθαίνει να νιώθει συμπόνοια για τους άλλους και ενοχή για το έγκλημα του. Η βαθιά του μεταμέλεια τον οδηγεί από το σκοτάδι στο φως».


Αγγελική Αντωνίου: "Eduart" (2006)

Εξηγώντας τον τρόπο που προσέγγισε την (αληθινή) ιστορία, η Αντωνίου σημειώνει ότι «τον Ιανουάριο του 2002 έπεσε στα χέρια μου το εκτενές άρθρο μιας εφημερίδας. "Νεαρός λαθρομετανάστης περνάει τα ελληνο-αλβανικά σύνορα και παραδίδεται οικειοθελώς στις ελληνικές αρχές, ομολογώντας το φόνο που είχε διαπράξει ένα χρόνο πριν στην Αθήνα." […] Προσπάθησα να μάθω πού κρατείται ο Έντουαρτ. Ήταν προφυλακισμένος στις φυλακές Κορυδαλλού. Μετά από τέσσερις μήνες κατόρθωσα να πάρω άδεια επίσκεψης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Όταν έφτασε η στιγμή για την πρώτη συνάντηση, έτρεμα στην ιδέα ότι θα αντιμετωπίσω ένα δολοφόνο. Κατανάλωσα στη διάρκεια της συνέντευξης όλη μου την ενέργεια για να κρύψω τα αρνητικά μου συναισθήματα.[…] Μετά από έξι μήνες επισκέφθηκα για πρώτη φορά το μέρος που μεγάλωσε ο Έντουαρτ και κατόρθωσα να μιλήσω με την αδερφή του και με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους που τον γνώριζαν. Ήθελα να σιγουρευτώ για τη μεταστροφή του Έντουαρτ, για τους λόγους της αφοπλιστικής του ενέργειας. Για έναν ολόκληρο χρόνο, διασταύρωνα γεγονότα, έπαιρνα συνεντεύξεις και έκανα έρευνα που έφτασε στα όρια του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Μπροστά μου δεν έβλεπα πια ένα τέρας, αλλά ένα νέο άνθρωπο που έχει συνειδητοποιήσει τη βαρύτητα και την ενοχή της πράξης του και που νιώθει βαθιά μετάνοια γι' αυτό που έκανε» (από το site της σκηνοθέτιδας).

Δεκέμβριος 2021

Ετικέτες: Γιάννης Ράγκος

Εκτύπωση