Ράγκος Γιάννης

Είναι μια διαπίστωση που έκανα εκ των υστέρων: από νεαρή ηλικία με έλκυαν οι άνθρωποι (στην μυθοπλασία αλλά και στον πραγματικό κόσμο) με τραγικό πεπρωμένο. Δηλαδή, άνθρωποι που έκαναν μια εξαναγκαστική ή οικειοθελή κατάβαση στην κόλαση.

Στην εφηβεία μου, το στοιχείο αυτό βρισκόταν ακόμα υπό διαμόρφωση και συνυπήρχε με μια φιλοπερίεργη διάθεση και την, σχεδόν ενστικτώδη, τάση να αναζητώ αυτό που κρύβεται κάτω από την κρούστα των φαινομένων. Ίσως ήταν η ίδια τάση, που αρκετά αργότερα με έκανε να στραφώ στην ερευνητική δημοσιογραφία.

Ταυτόχρονα, καθώς με είχε κερδίσει ήδη η τέχνη της ανάγνωσης, μπήκα στον πειρασμό (στον οποίο καλό είναι να υποκύπτει κάποιος προτού εξαφανιστεί, σύμφωνα με τον Επίκουρο) να δοκιμάσω, μεταξύ άλλων, και την αστυνομική λογοτεχνία. Έτσι, όρμηξα στην οικογενειακή βιβλιοθήκη και ανέσυρα την Άγκαθα Κρίστι, τον Κόναν Ντόυλ, τον Ρεξ Στάουτ. Τι με γοήτευσε; Αρχικά, το προφανές: το μυστήριο, η αποθέωση της λογικής για την αναζήτηση της αλήθειας, η δράση, οι σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης. Ήταν μια αποκάλυψη, που με συνεπήρε.  

Στα τελειώματα του λυκείου -γύρω στα 18 μου- υπήρξε μια τομή. Ο πατέρας μου, που είχε διαπιστώσει την έφεσή μου σε τέτοιου είδους αναγνώσματα, με προέτρεψε να ρίξω μια ματιά στους Χάμετ, Τσάντλερ, Μακντονάλντ, Σιμενόν, Χάισμιθ και, ασφαλέστατα, στον Μαρή. Τους πήρα αμπάριζα και πολύ σύντομα βρέθηκα σε έναν θαυμαστό, νέο κόσμο. Ακόμα έχω στο μυαλό μου τη γεύση που μου άφησε η περιήγησή μου στη «συγγραφική κουζίνα» των συγκεκριμένων και στη συνέχεια πολλών άλλων κορυφαίων συγγραφέων του είδους: ξαφνικά είχα ανακαλύψει με απολύτως απτό τρόπο ότι τα «αστυνομικά» ήταν κάτι πολύ περισσότερο από καλοφτιαγμένα αινίγματα, δίκην σταυρολέξων για «έμπειρους λύτες». Είχα βρεθεί σε μια κατάφωτη λογοτεχνική λεωφόρο, που μολονότι οδηγούσε σε τοπία του ζόφου, με είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό! Μεγαλώνοντας, βεβαιώθηκα ότι η αστυνομική λογοτεχνία -προφανώς, στις ευτυχείς στιγμές της- συνιστά μια έκκληση να διανύσουμε ολόκληρη τη διαδρομή της ανθρώπινης φύσης μέχρι τα έσχατα όριά της· όπως ακριβώς κάνει και η αρχαία τραγωδία από μια άλλη σκοπιά. Ο τραγικός άνθρωπος είχε εμφανιστεί μπροστά μου, διαυγέστερος από ποτέ.

Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν, το είδος είχε αρχίσει να στρέφεται όλο και πιο εμφατικά προς την κοινωνική παρατήρηση, καταλαμβάνοντας σχεδόν εξ εφόδου τον «δημόσιο χώρο» που είχε απελευθερώσει η εν πολλοίς ομφαλοσκοπική μοντέρνα (και μεταμοντέρνα) τέχνη -δηλαδή, είχε περάσει σταδιακά από την ανατομία ενός εγκλήματος στην ανατομία μιας κοινωνίας, σε αναλογία προς αυτό που τον 19ο αιώνα χαρακτηριζόταν ως κοινωνικό μυθιστόρημα.

Διαμόρφωσα, έτσι, την αντίληψη (ή μήπως πρέπει να πω πεποίθηση;) ότι ίσως αποτελεί το μόνο λογοτεχνικό είδος, το οποίο σχεδόν προγραμματικά συναιρεί δύο, φαινομενικά αντίρροπες, συνθήκες: από τη μία βυθίζεται έως τα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης και από την άλλη σηκώνει τα μάτια για να κοιτάξει κατάματα τις κοινωνικές (επομένως, κατ’ εξοχήν πολιτικές) παθογένειες. Ποιο προσφορότερο πεδίο να αναζητήσει κάποιος συγγραφέας για να αναπτύξει τις ιδέες του;

Ποιος είναι ο Γιάννης Ράγκος

Ετικέτες: Γιάννης Ράγκος

Εκτύπωση