Κουλετάκη Νίνα: "Η Ανναμπέλλα των πειρατών"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε συμβεί πάνω στο QAR, το καράβι του Μαυρογέννη

Καλησπέρα, Κύριε. Τυφλός και ζητιάνος εγώ, έρχομαι στο τραπέζι σας. Κεράστε με κάτι να πιω και ιστορίες θα σας πω που σαν κι αυτές δεν θα έχετε ξανακούσει. Μην κάθεστε πολύ κοντά μου κύριε, βρωμάω σαν ασβός, αλλά θα μιλάω δυνατά και καθαρά για να μ΄ακούτε. Αρκεί να μου δώσετε ένα ποτήρι μπράντυ, που τόσο λαχταρά η ψυχή μου ή μια μπύρα, αν αυτό σας φαίνεται ακριβό. Ευχαριστώ, Κύριε. Μακροημέρευση και για τους δυο μας! Και τώρα θα σας διηγηθώ πώς κατάντησα έτσι.

 Μια γυναίκα με έκανε έτσι, Κύριε, η Ανναμπέλλα με τ’ όνομα. Ναυτικός κι αυτή, σκληρή και άφοβη, όπως κι εγώ τότε, μόνο είκοσι χρόνια μεγαλύτερη. Σε γαλέρα πειρατική είμαστε, Κύριε, ο καπετάνιος μας ήταν ο φόβος και ο τρόμος της θάλασσας της Καραϊβικής, ο ξακουστός Καπετάν Μαυρογένης. Ντυμένη σαν άντρας η Ανναμπέλλα σφουγγάριζε το κατάστρωμα, σκαρφάλωνε στα άλμπουρα, μάζευε τα πανιά, βλαστημούσε όπως όλοι εμείς, απέφευγε τη στεριά, το νόμο, την οικογένεια. Είχε κότσια. Κρίμα που η φάτσα της δεν ταίριαζε με το όνομά της –Άννα η όμορφη- αλλά οι νεαροί άντρες θα γαμούσαν και τρύπες σε σανίδες, αν με εννοείτε Κύριε. Όλοι αυτοί που θέλησαν να κουνηθούν στην αιώρα της, μαζί της, την τρέλαναν. Αυτό το διαολεμένο θηλυκό μου έσπασε τη μύτη, Κύριε, με μια γροθιά. Κι όλο αυτό για τα μάτια ενός δεκατετράχρονου αγοριού που χαριεντιζόταν μαζί της.

Είναι παράξενο, Κύριε, πόσο ντροπαλή ήταν η Ανναμπέλλα, όταν ο ομορφονιός ήταν τριγύρω. Κόμπος δενόταν η γλώσσα της και δεν τον κοίταζε ποτέ στα μάτια. Όμως του μπάλωνε τα παντελόνια και κρατούσε τους κωλομπαράδες μακριά του. Πάνω στα κατάρτια ήταν ο σύντροφος που τον στήριζε, ήταν βλέπετε κοντούλης για ν’ ανεβεί μονάχος. Τις νύχτες έκλαιγε ο μικρός, όπως κι εγώ χρόνια πριν, όταν είχα πρωτομπαρκάρει. Μετά από κάμποσες γερές καμτσικιές ούτε που σκέφτηκα να ξανακλάψω, Κύριε. Αυτός, όμως, που θα μαστίγωνε το νεαρό Πρίγκηπα –έτσι τον λέγαμε- θα έπρεπε να περάσει πάνω από το πτώμα της Ανναμπέλλα πρώτα. Κανένας δεν τόλμησε.

Ήταν κακό για το αγόρι, Κύριε, να το αγαπάει η θηλυκιά τίγρης σαν να ήταν το κουτάβι της. Η μητρική της μανία το έπνιγε. Τ' αγόρια, ξέρετε Κύριε, μετά τα δέκα χρειάζονται άντρες για να τους μάθουν τους αντρικούς τρόπους. Α, γελάτε, Κύριε, θα με περάσατε για σοδομιστή. Ε , λοιπόν, βάλτε μου μια μπύρα ακόμα και θα σας εξηγήσω το λάθος σας. Ευχαριστώ.

Στη θάλασσα, που λέτε, επιβιώνουμε βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Αν ο Πρίγκιπας ήταν άσχημος θα με εμπιστευόταν σαν αδελφό. Η ομορφιά του, όμως, την είχε τραβήξει κοντά του όπως η ζάχαρη τις μύγες. Η ζωή του στο καράβι θα ήταν ευκολότερη, αν η Ανναμπέλλα τον απελευθέρωνε απ’ το αγκίστρι της. Όταν εκείνη δεν ήταν τριγύρω, όλο και κάποιος από τους άντρες θα του φώναζε κοροϊδευτικά: «Και πώς είναι σήμερα η σύζυγός σας, η Πριγκίπισσα;» ή «Δεν έχετε γένια, σήμερα, Κύριε. Φαντάζομαι η Βασιλομήτωρ θα σας ξύρισε την ώρα που κοιμόσαστε». Αν φταρνιζόταν, θα πεταγόταν κάποιος ναύτης και θα του έλεγε: «Ντύσου καλά! Αν κρυώσεις η βασιλική νοσοκόμα θα μας κάνει τη ζωή κόλαση». Τότε, έφευγε όλο το αίμα από το πρόσωπό του, γινόταν πιο άσπρος κι απ’ τα πανιά του καραβιού και ούρλιαζε: «Δεν είναι δίκαιο αυτό! Δε χρειάζομαι, δε θέλω, δε μου αρέσει αυτή η κωλόγρια!». Αυτά όλα, βέβαια, όταν η Ανναμπέλλα δεν ήταν παρούσα.

Στο τέλος φώναξα: «Σταματήστε, άντρες!». Ξάπλωσα κάτω με μια γροθιά τον Έιμπ τον Εβραίο, που τον πείραζε περισσότερο απ’ όλους, και απείλησα πως ο επόμενος που θα συνέχιζε θα δοκίμαζε κι εκείνος τη γροθιά μου. Από τότε ο Πρίγκιπας με εκτιμούσε πολύ. Και η Ανναμπέλλα το ίδιο. Μου έσφιξε θερμά το χέρι.

Ήρθε η βδομάδα -άλλο ένα ποτηράκι μπύρα, Κύριε;- που θα ήμουν υπεύθυνος στη γάμπια. Η Ανναμπέλλα και ο Πρίγκιπας ήρθαν βοηθοί μου. Την πρώτη μέρα ο Έιμπ ο Εβραίος φώναξε: «Κοιτάξτε εκεί ψηλά, στα κατάρτια, άντρες! Η μαμά, ο μπαμπάς και το μωρό, η Αγία Οικογένεια σε πλήρη σύνθεση! Τι γλυκειά εικόνα!». Του μαύρισα και τα δυο μάτια, Κύριε.

Έτσι, πριν την τελευταία της ανάσα, η Ανναμπέλλα δεν γνώριζε πως ευχόμουν το θάνατό της. Δεν το είχα σχεδιάσει, Κύριε. Μια ξαφνική ριπή ανέμου την άρπαξε και, καθώς δεν ήταν καλά στηριγμένη, έχασε την ισορροπία της. Πρόλαβε να κρατηθεί από το ένα της χέρι και άπλωσε προς εμένα το άλλο, σίγουρη για τη βοήθειά μου. Δεν έκανα τίποτα, Κύριε. Έμεινα να την κοιτάζω στα μάτια, να βλέπω μέσα τους τη σιγουριά να γίνεται φόβος, την είδα να πέφτει κλωτσώντας τον αέρα, μέχρι που έσκασε στο κατάστρωμα, ογδόντα πόδια πιο κάτω, χωρίς να βγάλει ούτε φωνή.

Αυτό το τέλος στη θάλασσα, Κύριε, δεν είναι ασυνήθιστο, πολλοί σύντροφοι έχουν πέσει από τα ξάρτια. Εγώ όμως ήξερα. Και ο Πρίγκιπας ήξερε, και δεν ήθελε να είναι φίλος μου πια. Το ότι τον έσωσα από την ασφυκτική αγκαλιά της Ανναμπέλλα, το ότι θα μπορούσε, πια, να γίνει άντρας ίσος προς ίσους, δεν το μέτρησε. Κι οι άλλοι, όμως, άρχισαν να μου φέρονται περίεργα, κι εγώ ο ίδιος άλλαξα, Κύριε. Δεν ανέβαινα πια, ανάλαφρα στα άλμπουρα, αλλά βαριά, σαν να έπρεπε να σπρώξω τον εαυτό μου με το ζόρι εκεί πάνω. Έχασα το κουράγιο μου, Κύριε, και το κουράγιο του ναυτικού είναι η τύχη του ξέρετε. Μέσα σε δυο μέρες είχα καταντήσει ο πιο κακοδιάθετος και βουβός ναύτης του πληρώματος.

Πριν συνεχίσω την ιστορία μου, χρειάζομαι ενίσχυση, Κύριε. Λίγο μπράντυ, τώρα, η μπύρα δε βοηθάει πια. Έχετε τις ευχαριστίες μου.

Όταν επισκευάζουμε τα άρμενα, ένα χρήσιμο εργαλείο είναι ένα σιδερένιο πηρούνι, που τα δόντια του απέχουν το ένα από το άλλο όσο τα μάτια μεταξύ τους στο πρόσωπό μας. Μια νύχτα ξύπνησα από πόνο φριχτό και δεν ξαναείδα το φως ποτέ. Έμεινα βδομάδες ξαπλωμένος στην αιώρα μου, ευχόμενος το πηρούνι αυτό να είχε τρυπήσει και το μυαλό μου, εκτός από τα μάτια. Δεν έμαθα ποτέ ποιός με τύφλωσε, ούτε και που μ’ ένοιαζε.

Οι σύντροφοί μου, τώρα που είχα τυφλωθεί, έγιναν ξανά ευγενικοί μαζί μου, μου έφερναν φαΐ και ρούμι. Ο Πρίγκιπας είχε γίνει τώρα ο βασιλιάς του μεσιανού καταρτιού. Πολλές φορές έπλενε αυτά που κάποτε ήταν τα μάτια μου. Δε μου μιλούσε ποτέ, αλλά γνώριζα το άγγιγμά του. Ο Έιμπ ο Εβραίος, αυτός ο περίεργος τύπος, καθόταν δίπλα μου και μου μιλούσε για το θεό, τον αποκαλούσε «Αναγκαιότητα». Μια φορά τον ρώτησα, από περιέργεια: «Ποιος με τύφλωσε, Έιμπ;». Ο Έιμπ απάντησε βλοσυρά: «Η ερώτηση αυτή είναι εντελώς άχρηστη. Το παρελθόν δεν αλλάζει. Δουλειά σου είναι να σφιχταγκαλιάσεις το ΤΩΡΑ, με κάθε τρόπο. Ξέχνα τα μάτια σου. Μέρες πριν τα χάσεις είχες πάψει να τα χρησιμοποιείς σωστά. Σε όλους μας λείπει η Ανναμπέλλα, αλλά χαιρόμαστε που εσύ δεν είσαι νεκρός. Δυο φόνοι στο ίδιο ταξίδι είναι μεγάλη γρουσουζιά για το καράβι».

Ειλικρινά μιλώντας σας, Κύριε, η ψυχή μου γέμισε αγαλλίαση, ακόμα γεμάτη είναι. Ομολογώ ότι η παραδοχή της αισχρής ενοχής μου με απελευθέρωσε. Η τιμωρία μου ήταν δίκαιη. Από τότε που βγήκα στη στεριά ζητιανεύω από πόρτα σε πόρτα κι από ταβέρνα σε ταβέρνα, απολαμβάνω τη ζωή όπως μπορώ, ένας άκακος γέρος πια.

Ίσως αυτή η ζοφερή ιστορία να νομίζετε πως δεν αξίζει τα λεφτά που δώσατε για τα ποτά μου, Κύριε. Διαφωνώ. Είναι η ιστορία της ζωής μου, βλέπετε. Και, όπως όλες οι ιστορίες ζωής, έχει κι αυτή την αξία της.

* Πρώτη δημοσίευση στο blog “Shine on, you crazy diamond”, τον Νοέμβριο του 2007.

Ετικέτες: Νίνα Κουλετάκη

Εκτύπωση