Δρακονταειδής Δ. Φίλιππος: "Διασχίζοντας το ρυάκι"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

1.

Ναι, βέβαια!

Η ιστορία είναι εκείνο το παιδί, θέλω να πω πως παιδί ήταν τότε, μόλις είχε πάρει απολυτήριο στρατού.

Όχι, βέβαια. Δεν έχουν περάσει δέκα χρόνια, περισσότερα έχουν περάσει, είκοσι ίσως, εμείς που μεγαλώσαμε έχουμε ξεμάθει να λογαριάζουμε.

Ναι, θυμάμαι πολύ καλά: μου είχε τηλεφωνήσει ο κύριος Πρόεδρος να με παρακαλέσει να προσλάβουμε το παιδί. Όχι, δεν είναι ακριβές ότι με παρακάλεσε, μου το ζήτησε με τον τρόπο του. Και μόλις είχε λήξει το τηλεφώνημα με τον κύριο Πρόεδρο, άνοιξε την πόρτα του γραφείου μου η Νανά -η γραμματέας μου- και μου ανάγγειλε ότι μια κυρία είχε φτάσει, όπως της είχε υποδείξει ο κύριος Πρόεδρος. Η κυρία περίμενε να πληροφορηθεί ότι ο κύριος Πρόεδρος είχε τηλεφωνήσει, πριν καλέσει τον ανελκυστήρα και χτυπήσει το κουδούνι της επαγγελματικής μου στέγης.

 

Να περιμένει, είπα, να περιμένει στην αίθουσα συσκέψεων, να της προσφέρεις καφέ και να με περιμένει. Θα της πω πως είσαστε απασχολημένος, συμφώνησε η Νανά.

Μέτρησα αργά ως το εκατό, χαζεύοντας το ταβάνι του γραφείου μου: κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο φωτισμός της οροφής χρειαζόταν ανανέωση. Ήρεμος μετά από αυτή την άσκηση, προχώρησα προς την αίθουσα συσκέψεων, σφίγγοντας τον κόμπο της γραβάτας μου.

Όχι, η κυρία δεν ήταν από εκείνες που συνήθιζε να μου στέλνει ο κύριος Πρόεδρος προς αποκατάσταση. Φορούσε ακριβό άρωμα, ήταν η μητέρα του παιδιού, έσπρωξε προς το μέρος μου το βιογραφικό του γιου της, λέγοντας πως ο γιος της δεν θα με απογοήτευε, ήταν περήφανη που είχε τέτοιο γιο, άριστο μαθητή του Κολεγίου, άριστο φοιτητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου, άριστο στρατιώτη της πατρίδας.

«Πολέμησε;» ρώτησα, αντιλαμβανόμενος από τον τόνο της φωνής της πως το παιδί είχε λάβει μέρος σε κάποια από εκείνες τις στρατιωτικές αποστολές σε τόπους μακρινούς και αφιλόξενους, όπου η χώρα μας προσφέρει υπηρεσίες ανακούφισης των αμάχων από τις παράπλευρες απώλειες. «Όχι», απάντησε η κυρία, «έκανε τη θητεία του στο στρατόπεδο απέναντι από το σπίτι μας». Α, ανέκραξα, μένετε απέναντι από στρατόπεδο. «Μένουμε στην οδό Ηρώδου του Αττικού», με διευκόλυνε η κυρία, «το στρατόπεδο της Προεδρικής Φρουράς είναι απέναντι από το διαμέρισμά μας, μένουμε στον τρίτο όροφο, αν μέναμε στον τέταρτο θα μπορούσαμε να βλέπαμε καλύτερα την αυλή του στρατοπέδου».

Ναι, οφείλω να διευκρινίσω πως η λογίστρια ασκούσε τότε τα καθήκοντα προσωπάρχη. Την κάλεσα στην αίθουσα συσκέψεων και έσπρωξα προς το μέρος της το βιογραφικό του παιδιού. Χωρίς να το πάρει στα χέρια της, φορώντας τα μυωπικά γυαλιά της, αναστέναξε: «Πάλι;» Σσσς, την αποπήρα, η μαμά του μόλις βγήκε από εδώ μέσα, δεν θέλω να σε ακούσει. «Τι θα το κάνουμε αυτό το παιδί», βαρυγκώμησε η λογίστρια, βγάζοντας τα μυωπικά γυαλιά της, «έχουμε κάνει άλλες τρεις τέτοιες προσλήψεις, έχουμε φορτωθεί τρεις ρεμπεσκέδες, που ξύνονται ολημερίς και δίνουν το κακό παράδειγμα σε όλους τους άλλους, που σκοτώνονται στη δουλειά». Τους πληρώνει όμως ο Πρόεδρος, της θύμισα. «Πάνε πέντε μήνες που δεν μας έχει δώσει νέα σύμβαση και χρωστάει εδώ και δέκα μήνες υπόλοιπα από τις συμβάσεις που έχουμε ολοκληρώσει», κλαψούρισε η λογίστρια. Είναι προεκλογική περίοδος, δήλωσα για να σταματήσει εκείνη η συζήτηση.

Η λογίστρια πέθανε.

Ήρθε ο σύζυγός της με μαύρο περιβραχιόνιο, ένας μουστακαλής προγάστορας. Μπήκε στο γραφείο μου παραμερίζοντας τη Νανά και, με σφιγμένα δόντια, σαν να τον έσφαζαν κοιλιακοί πόνοι, μου είπε πως εμείς, η εταιρεία, εγώ, είχαμε ξεκάνει τη γυναίκα του, αφήνοντας τα παιδιά της στο δρόμο, ενώ ξέραμε πως εκείνος είχε αναπηρία, επειδή είχε κάνει σε λατομείο, βαρύ και ανθυγιεινό επάγγελμα, έβαζε φουρνέλα, έσκασε ένα την ώρα που δεν έπρεπε να σκάσει και του είχε πάρει το μισό δεξί μάτι, του είχε κουφάνει το αριστερό αυτί και του είχαν περάσει δέκα ράμματα στην σπονδυλική στήλη.

Του είπα πως η περίπτωσή του είναι συνήθης στη χώρα μας και συνεπώς μπορούσε, έτσι όπως ήταν, ανάπηρος και χήρος, να περάσει από το ταμείο, σε αναγνώριση του πένθους της εταιρείας και εμού προσωπικώς για την απώλεια της λογίστριας.

Κάλεσα τη Νανά και της ζήτησα να πληροφορήσει τον ταμία πως ο κύριος θα περνούσε από το ταμείο ως συνήθης περίπτωση άνευ ετέρου ευεργετήματος, θα έπρεπε να υπογράψει ότι έλαβε το ποσόν που επρόκειτο να λάβει και δεν είχε καμία άλλη απαίτηση. Ο κύριος είναι ανάπηρος και χήρος, επανέλαβα, για να καταλάβει η Νανά. «Μανώλης», διευκρίνισε ο μουστακαλής και ρώτησε πού ήταν το ταμείο.

«Δεν έχει μαζί του το πιστοποιητικό θανάτου της λογίστριας», μου τηλεφώνησε στην εσωτερική γραμμή ο ταμίας, «πού ξέρω εγώ ότι αυτός είναι αυτός και δεν είναι άλλος». «Σημείωσε τα στοιχεία της ταυτότητάς του», συμβούλευσα. «Τέτοια δαπάνη δεν αναγνωρίζεται από την εφορία», γκρίνιασε ο ταμίας. «Ο Έφορος δείχνει κατανόηση», εξήγησα, υπενθυμίζοντας το αυτονόητο.

Ναι, βέβαια, αυτά είναι εκ περισσού, αλλά όσο μεγαλώνουμε, τόσο μας αρέσει να μιλάμε και σταματημό να μην έχουμε. Όχι, αυτά που σας λέω δεν είναι άσχετα με το παιδί, δεν ξεχνώ το όνομά του. Πώς είπατε; Νικόλαος, βέβαια. Νικόλαος, όχι Νικόλας. Αν κάποιος τον φώναζε Νικόλα, το παιδί τον διόρθωνε: «Νικόλαος!». Ο κύριος Πρόεδρος ενδιαφερόταν σαν να ήταν δικό του παιδί. Μια φορά το μήνα ζητούσε να μου μιλήσει, «μη μου πείτε ότι είναι σε σύσκεψη», έλεγε αγριεμένος στη Νανά, δεν περίμενα την ερώτησή του, έδινα την απάντηση που περίμενε.

Μια μέρα ανίας, μέρα διακεκαυμένη, κουρασμένος από την υγρασία της φωνής του κυρίου Προέδρου, λες και το σάλιο του ράντιζε το πρόσωπό μου, δίχως να το καταλάβω, σαν να ενδιαφερόμουν πράγματι για τον Νικόλαο, ξεστράτισα σε σχόλια, ότι δηλαδή ο Νικόλαος θα μπορούσε να είναι περισσότερο αποτελεσματικός, δεν χρειαζόταν να αποδίδει τη σκέψη του με μεγάλες φράσεις, όπου η στίξη δεν ήταν επαρκής και, συνεπώς, η κατανόηση δυσχερής. Ο κύριος Πρόεδρος έκανε «ααα» και «εεε», νόμιζα πως άκουγα ένα γάτο να ρουθουνίζει, επειδή του χάιδευα τα αυτιά.

Όμως, δεν είχαν περάσει δύο μέρες, το θυμάμαι καλά. Δεν είχαν περάσει δύο μέρες και η Νανά άνοιξε την πόρτα του γραφείου μου για να μου ανακοινώσει πως ο πιτσιρικάς, δηλαδή ο Νικόλαος, ζητούσε να με δει για ένα θέμα που τον απασχολούσε. Αργότερα, είπα, να έρθει σε μισή ώρα, πες του πως έχω δουλειά.

Δεν είχαν περάσει τριάντα λεπτά και η Νανά άνοιξε την πόρτα του γραφείου μου για να μου δηλώσει πως ο πιτσιρικάς με περίμενε στην αίθουσα συσκέψεων, αυτό της είχε πει να μου πει. Πήγαινε να του πεις ότι απολύεται, μουρμούρισα. «Και τι θα πείτε στον Πρόεδρο;» αναρωτήθηκε περιδεής η Νανά, «η σύμβαση που μας έστειλε είναι χειρόγραφη, ορνιθοσκαλίσματα, έχει διαφορές στα ποσά –ξέρετε- χρειάζομαι δύο μέρες για να την καθαρογράψω, θα χρειαστούν άλλες δέκα μέρες ώσπου να συμφωνήσει λογιστικώς τα ποσά –ξέρετε- και να την υπογράψει».

Πες λοιπόν σε αυτό το παλιόπαιδο να έρθει εδώ. «Στο γραφείο σας!» αγανάκτησε η Νανά, «αλίμονο αν μπαίνει ο καθένας στο γραφείο σας! Πηγαίνετε στην αίθουσα του αρχείου, θα σας τον φέρω εκεί, ανοίχτε έναν φάκελο αρχείου, να έχετε κάτι μπροστά σας».

Μάλιστα! Ήταν καλοντυμένος: σακάκι της μόδας, σοβαρή γραβάτα, ήθελε να μου εκφράσει τα παράπονά του: έβρισκε περίεργο και μάλλον ανεπίτρεπτο, θα μπορούσε μάλιστα να πει ότι έβρισκε ανάρμοστο, για να μην πει ότι του φαινόταν επιεικώς απαράδεκτο να γίνονται σχόλια για το άτομό του σε τρίτα πρόσωπα, σχόλια τα οποία μεταφέρθηκαν, όπως ήταν φυσικό, στη μητέρα του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αρνητική κατάσταση, πολύ περισσότερο μάλιστα που εκείνα τα σχόλια είχαν σχέση με την επαγγελματική του αξιοπρέπεια, η οποία αποτελούσε την λυδία λίθο της προσωπικότητάς του.

Φτάνει, είπα. «Δεν τελείωσα», ύψωσε τη φωνή. Στα αρχίδια μου, είπα, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής μου. «Δεν μπορείτε να μου μιλάτε έτσι», ύψωσε λίγο περισσότερο τη φωνή του, η πόρτα της αίθουσας του αρχείου ήταν κλειστή. Στα αρχίδια μου, επανέλαβα και σηκώθηκα απότομα. Αν η Νανά δεν με είχε πληροφορήσει πως θα χρειάζονταν δέκα μέρες ώσπου να συμφωνήσει λογιστικώς ο Υπουργός –ήξερα- τη νέα σύμβαση, θα είχα χειροδικήσει σε βάρος του πιτσιρικά: θα τον χαστούκιζα.

Πήγαινε στο γραφείο σου, διέταξα. Γύρισε την πλάτη του και άνοιξε την πόρτα: είχε αφήσει πίσω του μία βρώμα. Κρίμα, σκέφτηκα, ο Νικολάκης θα μπορούσε να ήταν ένα καλό παιδί, το κωλόπαιδο.

2.

«Οι υπουργοί αλλάζουν, εμείς μένουμε», συλλάβισε ο κύριος Έφορος, τονίζοντας την τελευταία λέξη στη λήγουσα, σαν να έβαζε τελεία και παύλα. «Οι καταγγελίες», ψιθύρισε, τρίβοντας τη γροθιά του δεξιού χεριού του στην αριστερή παλάμη του, προκαλώντας έτσι έναν ήχο φύλλων λογιστικών κατάστιχων που ξεφυλλίζονταν.

Στα αυτιά μου, εκείνος ο ήχος ήταν ήχος δεσμίδας χαρτονομισμάτων που, με αφόρητη ηδονή, κάποιος είχε βαλθεί να μετρήσει, όχι επειδή δεν γνώριζε το ύψος του ποσού, αλλά επειδή, με το μέτρημα, το απολάμβανε.

«Οι καταγγελίες», επανέλαβε ο κύριος Έφορος. Δεν μας προειδοποιήσατε, αντέδρασα μαλακά, άρα δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τους ελεγκτές σας, είχαμε συμφωνήσει ότι θα μας προειδοποιούσατε. «Η προειδοποίηση δεν μπορεί να είναι μια διαρκής διαδικασία», σχολίασε ο κύριος Έφορος, απλώνοντας τα χέρια του ως επίσκοπος που προσεύχεται υπέρ του απωλολότος ποιμνίου του. Πράγματι, συμφώνησα, αλλά είναι κρίμα να διακόπτονται οι φιλικές χειρονομίες (και έτριψα τον αντίχειρα με τον δείκτη του αριστερού χεριού –είμαι αριστερόχειρας- προσέχοντας αυτή η κίνηση να μην περάσει απαρατήρητη). «Αυτή τη φορά», χαμογέλασε ο κύριος Έφορος και ένευσε θετικά, κλίνοντας την κεφαλή ως επίσκοπος που δεν είχε λάβει την εξ ουρανού παραγγελία να σώσει το απολωλός πρόβατο καθισμένο απέναντί του, «θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε», ψιθύρισε.

Φυσικά: ο κύριος Έφορος δεν μου ήταν άγνωστος. Δεν έδινα σημασία στις φήμες που τον συνόδευαν, οι συναλλαγές μας ήταν καθαρές και ανεπίληπτες, ποτέ δεν ασχολήθηκα με το περιεχόμενο του φακέλου που παρελάμβανε ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης του, ο οποίος περίμενε, σε διαφορετικό χώρο κάθε φορά, να περάσω εποχούμενος, να σταματήσω το αυτοκίνητό μου μπροστά του, να βγάλω το χέρι μου από το κατεβασμένο παράθυρο του οχήματος και να ρίξω στα πόδια του το δεματάκι, το οποίο έσκυβε και σήκωνε με ευλάβεια, το έριχνε στην τσέπη του ταλαιπωρημένου επενδύτη του, όποια εποχή του χρόνου και αν διανύαμε και, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι που δεν του ήταν απαραίτητο για το βάδισμά του, αλλά πρόχειρο για την προστασία του από πιθανό παρείσακτο, προχωρούσε ως το πρώτο περίπτερο, από όπου έκανε μια σύντομη συνθηματική κλήση του τύπου «έχω να σου φέρω τα ζαρζαβατικά από το μποστάνι».

Όχι, δεν πρόκειται για προϊόν της φαντασίας μου. Μια φορά που συνέβη να συναντήσω τον κύριο Έφορο στον αποκριάτικο χορό των αποφοίτων του Κολεγίου, στις μικρές ώρες της νύχτας όπου είχε καταναλώσει ικανή ποσότητα οινοπνευματωδών, μισοκοιμισμένος εγώ –ασυνήθιστος καθώς είμαι από ξενύχτια- με τα μάτια ωστόσο ανοιχτά και στραμμένα στην Αλεξάνδρα, που είχε παραιτηθεί προ εβδομάδος από την εταιρεία και συνεπώς δεν υπήρχε παραβίαση του εσωτερικού κανονισμού, ο οποίος απαγορεύει ρητά τις μη επαγγελματικές σχέσεις της Διοίκησης με το υπό τις εντολές της Προσωπικό, με τα μάτια λοιπόν στραμμένα προς την Αλεξάνδρα, που θα συνόδευα στο σπίτι της μετά το πέρας του χορού, είδα τον κύριο Έφορο να έρχεται προς το μέρος μου, να υψώνει το ποτήρι του και να μου λέει πως ο «εκείνος» έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για το άτομό μου, με θεωρούσε τζέντλεμαν.

Ποιος είναι «ο εκείνος;» ρώτησα. «Εκεί», είπε ο κύριος Έφορος, δείχνοντας με το ποτήρι πάντα υψωμένο προς το βάθος της αίθουσας, όπου το φως ήταν ελάχιστο και δεν γινόταν να διακρίνω άλλα πρόσωπα πλην εκείνης της φάτσας, η οποία μου φώναζε «υγεία και πάντα καλά ζαρζαβατικά από το μποστάνι σας».

Ομολογώ πως δεν με διακρίνει η φιλοδοξία. Ως εδώ φτάνει. Όχι, δεν με διακρίνει η ουτοπία να αλλάξω τον κόσμο. Εγώ να μην αλλάξω. Καθώς τα χρόνια που βλέπω μπροστά μου είναι ελάχιστα, ενώ τα χρόνια που με κοιτάζουν από πίσω είναι συγκεντρωμένα σε δεσμίδες δεκαετιών άνευ αντικρίσματος, δεν μου αρέσουν οι ενοχλήσεις. Ναι, έχω πάει στο καρδιολόγο, μου βρήκε ελαφρά υπέρταση, μου έδωσε ένα χάπι, παίρνω ένα χάπι κάθε πρωί. Όχι, δεν είμαι άνθρωπος της υπερβολής, δεν μου αρέσουν –το επαναλαμβάνω- οι ενοχλήσεις. Και εντέλει, μου αρέσει να βάζω σε ενέργεια αυτά που δεν έχω τολμήσει. Αυτά που τόλμησαν οι άλλοι πάνω μου, αυτά που με φόβισαν και με εξευτέλισαν, αυτά που κατάπια και δεν τα ξέρασα, αυτά που ξέρασα και τα βρήκα ξανά στο πιάτο μου. Όχι, δεν πρόκειται για εκδίκηση, πρόκειται για εξισορρόπηση. «Το κωλόπαιδο έκανε την καταγγελία», αποφάνθηκε η Αλεξάνδρα.

Δεν δίνω σημασία σε τέτοια συμπεράσματα. Εξάλλου, η Αλεξάνδρα είναι ερωμένη της Παρασκευής, το Σάββατο χαζεύω, την Κυριακή κοιμάμαι νωρίς, επειδή πηγαίνω πρωί-πρωί τη Δευτέρα στο γραφείο. Παρασκευή σήμερα, σχολίασα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.

«Μπορείς», είπε η Αλεξάνδρα και έβγαλε το σουτιέν της, θα αργούσα να αφαιρέσω το ελάχιστο κυλοτάκι της, χρειαζόμουν χρόνο για να αντιληφθώ τι με ερέθιζε στο κορμί της, ο θόρυβος των λέξεών της δυσχέραινε τον προσανατολισμό μου. Σας τα λέω σαν όλα αυτά να έγιναν σήμερα, δεν μπορώ να καταλάβω πως έχουν περάσει τόσα χρόνια, δέκα λογάριαζα, είκοσι όμως είναι.

3.

Η Αλεξάνδρα κοιμόταν εξαντλημένη. Είχε απολαύσει ό,τι της πρόσφερα και ό,τι πρόσφερε στον εαυτό της σύμφωνα με συνταγές, εργαλεία και καταπότια μάγων και ειδικών Ανατολής και Δύσης. Έτσι, δεν κατάλαβε ότι σηκώθηκα ξημέρωμα του Σαββάτου, ντύθηκα, έσφιξα τη γραβάτα του, και βγήκα από το διαμέρισμά της χωρίς να κάνω θόρυβο, όχι γιατί δεν ήθελα να την ενοχλήσω, αλλά επειδή η δόση που είχα πάρει όλη τη νύχτα μαζί της ήταν υπερβολική και μου είχε προκαλέσει πρωινή αηδία.

Ήξερα ότι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου είχε βυθίσει το κυλοτάκι της, εκείνο το ελάχιστο, που περνάει απαρατήρητο. Το ανέσυρα και το έριξα στον κάδο της ανακύκλωσης, ο γύφτος που βρισκόταν εκεί και ανακάτευε το περιεχόμενο του κάδου προς αναζήτηση χαρτιού, προς ενίσχυση του φορτίου στην καρότσα του ημιθανούς ημιφορτηγού του, το ανασήκωσε, το κοίταξε δίχως έκπληξη και μου φώναξε: «Φίλε, πώς κατάφερες και το φόρεσες». Και επειδή έκρινα πως εκείνη η φράση άξιζε απάντησης είπα: στο δίνω, επειδή μου πέφτει μικρό, εσένα σου κάνει. Και ο γύφτος, που δεν έτυχε να συναντήσω άλλη φορά, προσαρμοσμένος στην πρωινή δροσιά, η οποία ανακούφιζε το δασύτριχο στήθος του και αέριζε το μέσα μυαλό του, γέλασε: «Ούτε τα αρχίδια μου δεν χωράνε, φίλε».

Η πλατεία Κολωνακίου είναι φιλόξενη τέτοια ώρα. Στη γωνία της οδού Σκουφά λέω «καλημέρα» στον Σωτήρη τον λαχειοπώλη, κάνω πέντε βήματα και λέω «γεια» στον Κωνσταντίνο, που δεν παύει να τακτοποιεί τα περιοδικά γύρω-γύρω από το περίπτερο μπροστά από το γνωστό καφενείο, πάντα με ένα τσιγάρο στα χείλη, κάνω τρία ακόμα βήματα και λέω «τι γίνεται» στον Πέτρο, που πίνει διαρκώς νερό και δεν παίζει πια μπάσκετ, επειδή έχει βαρεθεί τους απατεώνες και περιμένει να μαζέψει λεφτά για να φύγει στην Τανγκανίκα, εκεί όπου ήταν ο παππούς του τότε, αλλά δεν βρίσκει στο χάρτη την Τανγκανίκα, έτσι που έχει γίνει ο κόσμος, δεν ξέρεις πού μετακομίζουν οι χώρες.

Και στο γνωστό καφενείο, δεν χρειάζεται να πω τι καφέ θέλω, ο Αντώνης ο κοκκινοτρίχης σπρώχνει το φλιτζάνι προς το μέρος μου, από την οδό Τσακάλωφ κατηφορίζει ομαλώς η γηραιά οικιακή βοηθός υψηλόβαθμου κομματικού στελέχους με την γκρίζα στολή της να πάρει από το περίπτερο τις εφημερίδες του κυρίου της.

Όπως είχαμε συμφωνήσει, ο Μάριος έφτασε στην ώρα του. «Για πόσα λεφτά συζητάμε;» ρώτησε. Του ψιθύρισα το ποσόν. «Και θέλει περισσότερα!» απόρησε. Κούνησα το κεφάλι μου. «Βρίσκει αφορμή», διευκρίνισε, «κάθε φορά που γράφουν οι εφημερίδες περί πάταξης της διαφθοράς, η ταρίφα ανεβαίνει, ο άλλος σου λέει κινδυνεύουμε να μας πιάσουν, πρέπει να μοιράσουμε σε περισσότερους». Σήκωσα τους ώμους σαν να ήθελα να πω πως έτσι είναι. «Και στα ζήτησαν μπροστά», συνέχισε ο Μάριος. Έγνεψα καταφατικά. «Και εσύ δεν τα έχεις στο ταμείο σου». Αναστέναξα σε ένδειξη εμφάνισης αδιεξόδου. «Και σου είπαν ότι παίρνουν και επιταγή, αλλά εσύ δεν θέλεις να υπογράψεις επιταγή, δεν ξέρεις τι θα προκύψει, είναι ικανοί να σου τη φέρουν». Έφερα το φλιτζάνι του καφέ στα χείλη μου. «Παίρνουν και επιταγή στο όνομά τους, δεν φοβούνται». Ρούφηξα μια γερή γουλιά καφέ. «Καλά κάνεις και δεν μιλάς», συνόψισε ο Μάριος, «οι τοίχοι έχουν αυτιά, η τεχνολογία μας ακούει, γι’ αυτό σε εκτιμώ, είσαι φίλος».

Τώρα, μπορούμε να μιλήσουμε, είπα.

Ο Μάριος είναι άνθρωπος τιμής, άνθρωπος των δύσκολων αποστολών, φτιαγμένος για τέτοιες αποστολές, παντρεμένος –λατρεύει τη γυναίκα του- έχει δύο κόρες –σπουδάζουν- έχει πρόσωπο στην κοινωνία, έχει carte de visite με το όνομά του και τον τίτλο του «νομικές υπηρεσίες». Ο εργοδότης του, επιχειρηματίας περιωπής, γνωστός στην πατρίδα μας και στην αλλοδαπή, είχε στείλει τον Μάριο στο γραφείο μου για να μου ανακοινώσει ότι επιθυμούσε διακαώς μιαν ελάχιστη εξυπηρέτηση εκ μέρους μου, την οποία θα εκτιμούσε όπως έπρεπε, λαμβανομένου υπόψη ότι το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο, δίχως να ξεχνάμε και την χριστιανική ρήση κάνε το καλό και ρίχ’ το στο γιαλό.

Επειδή τέτοια επωδός είναι σαφής στην ασάφειά της και επειδή το εκτόπισμά μου είναι ελάχιστο ενώπιον του εν γένει εκτοπίσματος του ανωτέρω επιχειρηματία, προτίμησα να εξετάσω κάπως τα συμφραζόμενα. «Γιατί δεν πηγαίνει στα δικαστήρια;» είχα ρωτήσει. «Μα είναι δυνατόν», είχε απορήσει ο Μάριος, «να τρέχει στα δικαστήρια, να πρέπει να κανονίσει τη σύνθεση, να πρέπει να βρει το δικηγόρο που ταιριάζει στη σύνθεση, να παίρνει αναβολές ώσπου να φέρει τα πράγματα στα μέτρα του και να βγει η απόφαση που πρέπει, να μη ζημιώσει, να δίνει λεφτά από εδώ και από εκεί, να τον γράφουν οι εφημερίδες, να του ασκούν εκβιασμούς, να μην τον αφήνουν σε ησυχία να πάρει το σκάφος του να πάει προς ανακούφιση, να τακτοποιήσει τα υγρά του».

Σωστά, σωστά, τον διέκοψα, η συζήτηση δεν χρειαζόταν να πάρει έκταση, τον είχα αφήσει να μιλήσει ώστε να είμαι βέβαιος πως είχα καταλάβει και πως η εξυπηρέτηση περί της οποίας γινόταν λόγος ήταν στα μέτρα μου και δεν επρόκειτο ούτε να μπω στο πλύσιμο, ούτε να ξετραχηλώσω. Είχα συμφωνήσει λοιπόν: ένας επιχειρηματίας σαν το αφεντικό σας, κύριε, δεν εκτίθεται στα δικαστήρια, η κάρτα σας όμως γράφει «νομικές υπηρεσίες». Υποθέτω πως έχετε σπουδάσει νομικά ώστε να χειρίζεστε τις υποθέσεις του κυρίου σας με επιτυχία. «Έτσι λέμε εμείς», εξήγησε ο Μάριος, «όποιος διαβάζει, καταλαβαίνει».

Ναι, συμφώνησα, να διαβεβαιώσεις το αφεντικό σου πως θα τον εξυπηρετήσω, επειδή είσαι εσύ, μπορούμε να συνεννοηθούμε εμείς οι δύο. «Εμείς τη δουλειά μας κάνουμε», συμπλήρωσε ο Μάριος, «πελάτες θέλουμε, έχουμε οικογένεια, αλίμονο αν αφήσουμε την κοινωνία στο δρόμο που έχει πάρει, υπάρχουν αρχές στη ζωή. Τι θα κάνουμε δηλαδή; Θα αφήσουμε τα κορίτσια μας να γίνουν πουτάνες;»

4.

Δυστυχώς, αυτά συμβαίνουν.

Αν δαπανήσουμε μερικά λεπτά της ώρας για να φιλοσοφήσουμε, θα συμφωνήσουμε πως σε ετούτη εδώ τη χώρα, κακοχυμένη από τα γεννοφάσκια της, κληρονομικά ανάπηρη, ανελέητη προς το φως που την καταυγάζει, τίποτα δεν είναι περίεργο, τίποτα δεν είναι ανήκουστο. Επί του θέματος που μας απασχολεί, η φιλενάδα του παιδιού είναι η κόρη του κυρίου Εφόρου, ο οποίος ζήτησε από τη μητέρα του παιδιού, σε συνάντηση που είχε μαζί της στο γνωστό καφενείο της πλατείας Κολωνακίου, να μεσολαβήσει στον κύριο Πρόεδρο προς εξασφάλιση της εκλογής του σε ανώτερη βαθμίδα του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου το προσωπικό αμείβεται με άλλο τρόπο από ό,τι οι υπάλληλοι των άλλων υπουργείων, ώστε οι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών να είναι πιστοί στο καθήκον και να μην εγκαταλείπουν τον εαυτό τους στις σαγήνες των Σειρήνων, αποφεύγοντας κάθε σαρκική, πνευματική, υπερβατική επαφή με τον έξω κόσμο των αμαρτωλών, των σατανάδων και κάθε μορφής αποβρασμάτων της κοινωνίας.

«Σωστά τα λέτε», είχε συμφωνήσει η μητέρα του παιδιού, «αλλά εμείς τι κερδίζουμε; Κάτι πρέπει να κερδίσουμε και εμείς». «Περιμένω να ακούσω την πρότασή σας», είχε απαντήσει ο κύριος Έφορος. Και φοβούμενος μήπως είχε βιαστεί να εκφραστεί τόσο ανοιχτά, είχε προσθέσει: «εκτός αν θέλετε να συμβουλευτείτε τον κύριο Πρόεδρό μας».

Η μητέρα του παιδιού είχε απαντήσει πως καλύτερα να έμενε ο Πρόεδρός μας στην άκρη σχετικά με το θέμα που θα εξέθετε εντός ολίγου, καθώς προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην εξέλιξη του κυρίου Εφόρου, η οποία θα είχε ευτυχείς επιπτώσεις σε όλους τους τομείς, ένας από τους οποίους ήταν η ομολογουμένως αγαστή και μελλοντικώς καρποφόρα σχέση του παιδιού της με την αψόγου ηθικής και πολλά υποσχόμενη θυγατέρα του κυρίου Εφόρου, ο οποίος αντιλαμβανόταν την ψυχολογική ταραχή την οποία είχε υποστεί το παιδί, τίμιο και εργατικό παλικάρι, μετά από τη συζήτηση που είχε με τον Γενικό Διευθυντή της εταιρείας στην οποία προσφέρει τον κάματο και τις γνώσεις του, ο οποίος είχε φερθεί αγενέστατα στο παιδί, χρησιμοποιώντας εκφράσεις, που εκείνη δεν θα τολμούσε ποτέ να χρησιμοποιήσει, αφού είχε διδαχθεί από τη συχωρεμένη τη μητέρα της ότι τα γεννητικά όργανα είναι το ιερότερο πράγμα στον κόσμο, δεδομένου ότι χωρίς αυτά δεν θα υπήρχε συνέχεια στη ζωή προς επιβεβαίωση του έργου του Θεού, ο οποίος αναπαύεται μεν μετά από τόσο κόπο που έκανε για να στεριώσει τον κόσμο, αλλά κοιτάζει και επικουρεί τον άνθρωπο τον οποίο έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του.

«Αυτό είναι εύκολο», απάντησε ο κύριος Έφορος, «αλλά τι θα πείτε στον Πρόεδρό μας, κυρία μου». «Θα του πω ότι θέλω τον προβιβασμό σας, τώρα, αυτή τη στιγμή, επειδή έτσι θέλω. Τόσους ψήφους του έχουμε δώσει, τόσα τραπέζια έχουμε κάνει στο σπίτι μας, στην Ηρώδου Αττικού μένουμε, στον τρίτο όροφο δυστυχώς, αν μέναμε στον τέταρτο θα έβλεπα καλύτερα το παιδί μου που υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Προεδρική Φρουρά, απέναντι από το σπίτι μας, ταλαιπωρήθηκε το παιδί μας, ο Πρόεδρος δεν ταλαιπωρήθηκε για τίποτα, εμείς ταλαιπωρηθήκαμε μια ζωή ώσπου να γίνει πρόεδρος και να αρχίσουμε να παίρνουμε πίσω κάτι». «Ευκολότερο θα είναι να πάρουμε ό,τι πρέπει να πάρουμε από την εταιρεία», συμβούλευσε ο κύριος Έφορος, γνώστης των ατραπών της αποτελεσματικότητας, «αφού η συμπεριφορά του Γενικού Διευθυντή δεν υπήρξε κοσμία».

5.

Είπα: όσο υπάρχει φωτιά, δεν με νοιάζει. Με νοιάζει όμως όταν η φωτιά βγάζει καπνό. Τότε, οι συνέπειες είναι βλαβερές. Βλαβερή συνέπεια δεν είναι η φυλακή, από την οποία εύκολα βγαίνεις, καθώς συντόμως υφίστασαι ανήκεστο βλάβη της υγείας σου. Δεν είναι τα λεφτά που χάνεις, μια και τα παίρνεις από αλλού. Δεν είναι τίποτα από αυτά που φοβίζουν όποιον δεν θέλει να πάει μπροστά στη ζωή του και ως εκ τούτου τρέμει τη φυλακή, την κακοποίηση, τους ανεξόφλητους λογαριασμούς.

Ο καπνός που βγάζει η φωτιά χαλάει την καθημερινή νάρκη, τη συνήθεια, τη βολή. Θέλω να πω πως εκεί, στη φωτιά, όπου έχεις βάλει την κατσαρόλα σου να φτιάξεις το φαγάκι σου, ο καπνός χαλάει τη γεύση του φαγητού, σου χαλάει τη διάθεση, η επένδυση που έκανες στα απαραίτητα, για να γεμίσει η κατσαρόλα σου, πάει χαμένη. Άλλη συνέπεια βλαβερή είναι ότι ο καπνός φέρνει βήχα, υποχρεώνει τους άλλους να σε ακούνε με το βήχα σου, ενώ εσύ δεν έχεις σκοπό να σε ακούνε, ούτε καν να σε βλέπουν. Και το χειρότερο είναι πως αν δεν σε πιάσει βήχας από τον καπνό, ο καπνός σε εκδικείται κάνοντας τα ρούχα σου να μυρίζουν καπνίλα, σε εκδικείται κάνοντας να χάσεις τη μυρουδιά σου και υποχρεώνοντας να πάρεις τη μυρουδιά του, ενώ εσύ θέλεις να είσαι άοσμος, να μην ενοχλείς την όσφρηση, επειδή το άοσμο είναι και άμωμο.

Και, για να προχωρήσω περισσότερο, η πλέον βλαβερή συνέπεια του καπνού είναι ότι ποτέ δεν βγαίνεις αλώβητος από έναν καπνισμένο τόπο.

Θα μου πεις πως οι άνθρωποι ξεχνούν, πως ποτέ δεν θα θυμηθούν την πτώση κάποιου που, ξαναγεννημένος, στέκεται μπροστά τους. Όμως, η αναπηρία της πτώσης γράφεται μέσα σου, στα μάτια των παιδιών σου –εγώ δεν έχω- στα μάτια της κάθε Αλεξάνδρας. Πώς απολαμβάνεις μιαν Αλεξάνδρα, όταν δεν είσαι ακέραιος; Μην ξεγελαστείς και πεις ότι εσύ γνωρίζεις τα περιστατικά του βίου σου, αλλά η Αλεξάνδρα δεν τα γνωρίζει. Μάθε πως δεν υπάρχει γυναίκα, ό,τι λογής γυναίκα και αν είναι, που να μη βλέπει το κουσούρι σου. Μπορείς να κρυφτείς από τον Θεό, που στο κάτω-κάτω δίνει τη συγχώρεσή του, από τη γυναίκα όμως δεν κρύβεσαι. Πώς θα απολαύσεις την κάθε Αλεξάνδρα όταν, στον καπνισμένο τόπο όπου στήθηκες ή έστω πέρασες, έχασες τα υγρά σου και ξεράθηκες σαν ρέγκα, που μπορεί να πήρε στο κάπνισμα χρυσό χρώμα, έχασε όμως το αστραφτερό δικό της γκρίζο, που την έκανε ποθητή σε όλα τα ψάρια.

Δεν θέλω το χρυσάφι της καπνισμένης ρέγκας, μου φτάνει το γκρίζο των μαλλιών μου. Έτσι και αλλιώς, για άλλο πράγμα ξεκινάμε στη ζωή, άλλο δρόμο παίρνουμε, αλλού καταλήγουμε και διόρθωση δεν γίνεται. Δεν αποτελώ εξαίρεση, αν όμως με ρωτήσει κανείς τι θα έκανα αν ξαναγεννιόμουν, θα απαντήσω πως θα έκανα ό,τι έκανα σε ετούτη τη ζωή, επειδή αυτά έχω συνηθίσει. Και μια συνήθειά μου είναι να προσποιούμαι πως κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι. Και επειδή δεν κάνω με φυσικότητα ό,τι κάνουν οι άλλοι, καταλαβαίνω ότι οι άλλοι το καταλαβαίνουν: θέλω να πω πως βρίσκομαι διαρκώς σε άμυνα. Γιατί λοιπόν προσποιούμαι; Μα απάντησα: αυτό έχω συνηθίσει. Και γιατί βρίσκομαι σε άμυνα; Μα απάντησα: ποτέ η προσποίηση δεν κρύβεται.

Τούτων δοθέντων, όχι, επαναλαμβάνω, όχι: δεν είδα καπνό να βγαίνει, όταν ο Μάριος σήκωσε το χέρι του και άστραψε ένα ηχηρό σκαμπίλι στην αριστερή παρειά του Νικόλα, ισχυρή ώστε να πάρει το παιδί μία βόλτα περί τον άξονά του και να αποκαταστήσει την ισορροπία του μόλις η φιλενάδα του –η κόρη του κυρίου Εφόρου- άρχισε τις φωνές, βγάζοντας από όλο το κορμί της ένα θόρυβο σαν σειρήνα πλοίου σε κατάσταση ανάγκης.

Ο Μάριος, με βήμα σταθερό, κούμπωσε το σακάκι του, μπήκε στο αυτοκίνητό του –το οποίο βεβαίως δεν είχε πινακίδες- και αναχώρησε για το σπίτι του, η ώρα ήταν περασμένη, η κίνηση μέτρια, η μετεωρολογική υπηρεσία είχε αναγγείλει μικρή πτώση της θερμοκρασίας.

Τότε έκανα την εμφάνισή μου, τι συνέβη, ρώτησα. Το παιδί έδειχνε έκπληξη, είχε χαμηλώσει το κεφάλι, «ο κύριος Γενικός Διευθυντής», είπε στη φιλενάδα του, χαίρω πολύ, είπα εγώ, βάζοντας τα χέρια στις στέπες μου. «Δεν κατάλαβα καλά», πήρε το λόγο η φιλενάδα, «αυτός που τον χαστούκισε ήρθε και μας είπε πως δεν ξέρουμε να οδηγούμε και πως του είχαμε χτυπήσει τον καθρέφτη του αυτοκινήτου του, τον είχαμε σπάσει και έπρεπε να τον αποζημιώσουμε».

Αυτά συμβαίνουν, την διέκοψα, θα δώσατε αφορμή ώστε να φτάσει να χειροδικήσει ένας άγνωστος, είμαι βέβαιος ότι τον βρίσατε. «Δεν τον βρίσαμε», διαμαρτυρήθηκε η φιλενάδα του παιδιού. «Τον έβρισα», ομολόγησε το παιδί. Δεν κατάλαβες, Νικόλα, αναστέναξα, αυτός που σε χαστούκισε κάτι ξέρει, πρέπει να προσέχεις. «Ναι», είπε το παιδί, «τα δόντια μου μάτωσαν». Μου φάνηκε πως είχε καταλάβει. Άργησα να καταλάβω πως δεν είχε καταλάβει αυτό που ήθελα να καταλάβει. Ναι, το κατάλαβα, θα το καταλάβετε.

6.

Η Νανά δεν έδειξε περιέργεια. Ο μικρός έχει υποβάλει την παραίτησή του, είπα, θα μιλήσω στη μητέρα του να της εκφράσω τη λύπη μου και να της προτείνω, αντιλαμβανόμενος τη μητρική φροντίδα για απασχόληση του παιδιού της, να ζητήσει από τον κύριο Πρόεδρο να προσλάβει τον γιο της στην Εφορία. Μετά το τηλεφώνημα στη μητέρα του παιδιού, θα πάω να συναντήσω τον κύριο Έφορο για κάποια τρέχοντα ζητήματα.

«Δεν πιστεύω πως αυτό είναι το πρόγραμμα της ημέρας» γέλασε η Νανά. Όταν η Νανά λαβαίνει την πρωτοβουλία να γελάσει, θέλει να μου επισημάνει πως κάτι κρύβω. Δεν έχω σκοπό να της επισημάνω ότι βαριέμαι, ότι στα παλιά μου τα παπούτσια έχω γραμμένο τον μικρό που παραιτήθηκε, τη μητέρα του, τον Έφορο, ότι το βράδυ θα συναντήσω την Αλεξάνδρα –είναι Παρασκευή- αλλά προηγείται ο Μάριος, που έχει λαβείν, ενώ η Αλεξάνδρα έχει δούναι. Και στην προκειμένη περίπτωση, το λαβείν έχει τον πρώτο λόγο: δεν άφησε να βγει καπνός από τη φωτιά που έκαιγε. Όσο για το δούναι της Αλεξάνδρας, τους καπνούς της φωτιάς της νύχτας της, τους βλέπει η μέρα μου και γελάει.

«Έχω καθαρογράψει τη νέα σύμβαση», συμπλήρωσε η Νανά και ακούμπησε με την δέουσα ευλάβεια τον φάκελο των συμβάσεων στο γραφείο μου. Τον άνοιξα και διέτρεξα το κείμενο της τελευταίας σύμβασης, βαλμένης πάνω από μουτζουρωμένα και σχολιασμένα προσχέδια, ο γραφικός χαρακτήρας δεν ήταν ο συνήθης, «ο κύριος Πρόεδρος υπαγόρευσε σε μια νέα γραμματέα του τις διορθώσεις», εξήγησε η Νανά. Δεν βλέπω καμία διόρθωση, σχολίασα, το κείμενο είναι ίδιο με το κείμενο κάθε προηγούμενης σύμβασης. «Πάντως, ο κύριος Πρόεδρος έκανε διορθώσεις», επέμεινε η Νανά, «έχει προσλάβει την Αλεξάνδρα για τις συμβάσεις, αναγνωρίζω τον γραφικό της χαρακτήρα».

Δεν έδειξα έκπληξη.

Δεν ένιωσα έκπληξη όταν είδα την Αλεξάνδρα να κάθεται στο ίδιο τραπεζάκι με τη μητέρα του Νικόλα στο γνωστό καφενείο της πλατείας Κολωνακίου, να σκύβει προς το μέρος της, συμπεριφορά εκμυστήρευσης, εξομολόγησης σχεδόν. Ένιωσα όμως την βαθειά ικανοποίηση του ανθρώπου του οποίου τα προανακρούσματα των σκέψεών του επιβεβαιώνονται.

Τι λάθος, σκέφτηκα, τι λάθος η επίδειξη της αθεμελίωτης εξουσίας. Και επειδή, όπως και να το κάνουμε, το βάρος των γνώσεών μου με παραπέμπει ταχύτατα σε αναφορές του παρελθόντος, το βράδυ, στην ταβέρνα San Calogero, μπροστά σε μια πιατέλα πετρομπάρμπουνα, ύψωσα το ποτήρι μου, ήπια στην υγεία της Αλεξάνδρας, ομολογώντας την ευτυχία μου για την πρόσληψή της από τον κύριο Πρόεδρο, η οποία άνοιγε σπουδαίες προοπτικές που δεν θα βράδυναν να εμφανιστούν και πρόσθεσα ότι μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς μιας χώρας διέσχιζε, όπως το συνήθιζε σε γιορτές, αργίες, αλλά και όποτε του έκανε κέφι, τους δρόμους της πρωτεύουσας του κράτους του, υπό τις επευφημίες του λαού, που πανηγύριζε όχι μόνο για τη μεγαλειώδη εμφάνιση των ιππέων, των αρχόντων, των μουσικών της ακολουθίας του, αλλά και για την χρυσοποίκιλτη στολή του ηγεμόνα, στο στήθος του οποίου λαμπύριζαν παράσημα και τελαμώνες, ως τη στιγμή που ένα παιδάκι αναφώνησε «ο βασιλιάς είναι γυμνός, ο κώλος του φαίνεται».

Η Αλεξάνδρα με κοίταξε με το πιρούνι της υψωμένο λες και ήθελε να το σπρώξει στο δεξί μου μάτι και δήλωσε: «Μαλακίες». Και προκειμένου να αποφευχθούν παρερμηνείες του σχολίου της, συμπλήρωσε: «Ο δικός σου κώλος φαίνεται». Γι’ αυτό το λόγο, δεν είχε αντίρρηση να έρθει στο διαμέρισμά μου, μια και φανταζόμουν –μάλλον- ότι μου την είχαν στήσει στο δικό της διαμέρισμα. «Εξάλλου, έχεις ωραίο κώλο», διευκρίνισε, εγκώμιο που προσέλαβα ως απόδειξη ότι με είχε κατατάξει στην κατηγορία των προνομιούχων εραστών της. «Θα πρέπει να φύγω νωρίς το πρωί του Σαββάτου», ολοκλήρωσε τη σκέψη της, «έχουμε πολλή δουλειά στο γραφείο του Προέδρου». Και προς απόδειξη της σαρκικής επιθυμίας της που διέγειρε το προνόμιό μου, έσπρωξε το χέρι μου κάτω από το φόρεμά της: δεν φορούσε εσώρουχο, το είχε σπρώξει στην τσέπη του σακακιού μου. «Να αφήσεις τον θερμοσίφωνα ανοιχτό όλη τη νύχτα», ψιθύρισε, «να μην καθυστερήσω να πλυθώ το πρωί».

7.

Ναι, αυτού του είδους οι ιστορίες έχουν μεγάλο βαθμό επαναληψιμότητας (να η λέξη της εποχής). Η προσδοκία έκπληξης, επειδή η επινόηση ή το θάρρος ήρθαν στην επιφάνεια, είναι περιορισμένη, ανύπαρκτη μάλλον. Και η αναμονή της εμφάνισης του προβλεπόμενου γεγονότος είναι κουραστική, όχι επειδή το γνωστό θα επέλθει για άλλη μια φορά προς υπογράμμιση του κορεσμού, αλλά επειδή η ακρίβεια της προσαρμογής στον αβαθή κόσμο των πρωταγωνιστών και κομπάρσων είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας. Και η λέξη «επιτυχία» σημαίνει την επιβεβαίωση της απόστασης ώστε τα φρενήρη χτυπήματά τους να μη φτάσουν στο πρόσωπο, ας τραυματίσουν το σώμα, ακόμα και τη φήμη, αφού στο σώμα δεν φαίνονται, στη φήμη ξεχνιούνται, στο πρόσωπο όμως δεν κρύβονται, αλλά προκαλούν την ακαταμάχητη διάθεση για νέα χτυπήματα. Και η λέξη «απόσταση» σημαίνει την πειθαρχημένη ηρεμία της παρακολούθησης των λόγων και πράξεών τους, που δεν μπορεί παρά να είναι θανατηφόροι αν σε πλησιάσουν.

Αυτά έχω μάθει, σε αυτά πιστεύω, το πέρασμα των χρόνων με οπλίζει: είμαι τόσο κοντά στο τράβηγμα της σκανδάλης. Αν το καθυστερώ, είναι επειδή η κατοχή του όπλου αποτελεί αφ’ εαυτής μια νίκη: η υπόνοια κιόλας της απόκτησης του όπλου αναβάλει την επίθεση του ανθρώπινου ασκεριού. Και στο κάτω-κάτω, αυτό μου αρέσει, επειδή αυτό έχω συνηθίσει.

Όπως λοιπόν το περίμενα, το απόγευμα της Κυριακής άκουσα τον ήχο του τηλεφώνου. «Με συγχωρείτε που σας ενοχλώ σε ακατάλληλη ώρα», είπε, όπως το περίμενα, η γυναικεία φωνή. Παρακαλώ, ήταν, όπως περίμενε η γυναικεία φωνή, η απάντησή μου. «Μπορώ να σας μιλήσω;» είπε η γυναικεία φωνή, όπως το περίμενα. Σας ακούω, ήταν η εκδοχή που περίμενε η γυναικεία φωνή. «Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά…», ξεκίνησε η αφήγηση. Γνωρίζω πολύ καλά περί τίνος θέλετε να μιλήσετε και πήρατε την απόφαση να μου τηλεφωνήσετε, διέκοψα, βάζοντας πολλές λέξεις στη σειρά, ώστε να έχει χρόνο η γυναικεία φωνή να πάρει ανάσα σκέψης και να ψηλαφήσει ότι πατούσε σε γνωστό της έδαφος.

Δέχτηκε λοιπόν να συναντηθούμε αμέσως, σε πενήντα λεπτά, μπορεί να καθυστερήσω λίγο, είπα, φροντίστε όμως να είσαστε στην ώρα σας, έχω μια κοινωνική υποχρέωση (ψέματα!), πρόσθεσα, την οποία δεν μπορώ να αναβάλω (ήθελα να κοιμηθώ νωρίς, όπως κάνω κάθε Κυριακή).

Έφτασα νωρίτερα στον τόπο της συνάντησης, κάθισα στο παγκάκι απέναντι από την είσοδο του Ζαππείου Μεγάρου, είδα μια γυναίκα να φτάνει και να στέκεται μπροστά από το άγαλμα του Κωνσταντίνου Ζάππα. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε φτάσει σε πενήντα λεπτά, όπως είχαμε συμφωνήσει. Έδωσα στον εαυτό μου το δικαίωμα να την αφήσει να περιμένει επί δέκα λεπτά.

Αν έφευγε, θα την ακολουθούσα. Αν κάποιος την είχε συνοδεύσει ως τον τόπο της συνάντησής μας και είχε σκοπό να παρακολουθήσει, να καταγράψει, ακόμα και να μαρτυρήσει αυτή τη γνωριμία, θα πρέπει να ήταν ένας από εκείνους που είχαν φτάσει μόλις και σεργιάνιζαν ανάμεσα στους πωλητές των μπαλονιών, στους γέροντες θαμώνες του περιβάλλοντος χώρου, στους γύφτους με τα μπιχλιμπίδια τα οποία προσέφεραν ζητιανεύοντας στους καταπονημένους της Κυριακής αργίας, που έσερναν τα πόδια τους ανάμεσα σε συζύγους, τέκνα, συγγενείς και γνωστούς.

Πρόσεχα πως έμενε ακίνητη, φορούσε φούστα, που δεν κολάκευε τους γοφούς της, η ζακέτα αξιοποιούσε το στήθος της, τα μαλλιά της ήταν ίσα, μακριά, πιασμένα με δύο κοκαλάκια πάνω από τα αυτιά, η τσάντα της είχε το ίδιο χρώμα με τις γόβες της. Λεπτή γυναίκα, ψηλή, ασυνόδευτη. Κρίνοντας πως η επισκόπηση της κατάστασης είχε ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση οκτώ λεπτών, σηκώθηκα από το παγκάκι και βαδίζοντας μια προς τα δεξιά και μια προς τα αριστερά, σαν το πλήθος των περιπατητών να δυσχέραινε την πορεία μου, άπλωσα το χέρι μου και χαμογέλασα. Ξαφνιάστηκε, όχι όμως πολύ. Είπε πως ήταν βέβαιη πως ήμουν εγώ, με είχε προσέξει, είχε εντοπίσει ότι καθόμουν στο παγκάκι, σε εκείνο εκεί, στο τρίτο από αριστερά. Πρότεινα να της προσφέρω καφέ στην «Αίγλη», στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ησυχία.

Όχι, δεν περίμενα να ακούσω κάτι άλλο: η Αλεξάνδρα είχε προσληφθεί με ταχύτατες διαδικασίες, οι οποίες εφαρμόζονται σε ειδικές περιπτώσεις μόνο, είχε αναλάβει το προσωπικό αρχείο του Προέδρου, είχε δικό της γραφείο, δίπλα ακριβώς στο γραφείο της πρώτης γραμματέας του Προέδρου, το γραφείο της είχε επιπλωθεί σε ένα πρωί, το επόμενο πρωί η Αλεξάνδρα είχε εγκατασταθεί, έκλεινε μάλιστα την πόρτα του γραφείου της, του οποίου η πίσω πόρτα επικοινωνούσε με το γραφείο του Προέδρου, το προσωπικό βρέθηκε αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση, το προσωπικό θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί, ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, δεν μπορεί όμως να υποτιμά τους ανθρώπους του, οι οποίοι επί τόσα χρόνια δίνουν τον ιδρώτα τους για να μπορεί ο Πρόεδρος να είναι πρόεδρος.

Είσαστε παντρεμένη; ρώτησα. «Διαζευγμένη», απάντησε. Έχετε παιδιά; ρώτησα. «Είχα συνεχείς αποβολές», απάντησε. Κάτι έφταιγε, μονολόγησα. «Ο σύζυγός μου», μαρτύρησε. Μάλλον, πρόσθεσα, προς διευκόλυνσή της. «Ήταν ένας χαρτοπαίκτης», εξήγησε. Εμείς οι άντρες είμαστε ανόητοι, είπα. «Εκτιμώ τους άντρες», με διόρθωσε. Και επειδή είχα εξαντλήσει την αναγνωριστική διαδικασία του χαρακτήρα της, υπέβαλα εν είδει απορίας την σύνθετη ερώτηση: «Και η Αλεξάνδρα;». Θέλοντας να καθυστερήσει την απάντησή της, άπλωσε το χέρι της γελώντας: «Δεν έχουμε συστηθεί», είπε, «πιάσαμε αμέσως την κουβέντα, εσάς σας ξέρω, εμένα με λένε Μαρία».

Κοίταξα το ρολόι μου για να της υπενθυμίσω ότι ο χρόνος περνούσε και δεν είχαμε μπει στην ουσία της συζήτησης. Το κατάλαβε και τα είπε όλα. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε μετά από δύο μέρες. Συμφωνήσαμε την ώρα. Θα μιλούσαμε στο τηλέφωνο για να προσδιορίσουμε τον χώρο. Ελάχιστα από όσα μου είχε κοινοποιήσει είχαν κάποιο ενδιαφέρον, πράγμα φυσικό σε μια πρώτη συνάντηση, όπου η κατόπτευση του θέματος και η ανίχνευση των προσεγγίσεων επιβεβαιώνουν την κοινή, αλλά προσωπική, επιθυμία εμβάθυνσης. Καταχώρησα λοιπόν όλον εκείνο το θόρυβο στο μυαλό μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Ο καιρός είχε χαλάσει: η μονοτονία της βροχής με αποκοίμισε.

Ναι, δύο μέρες αργότερα, η εμβάθυνση της κοινής, αλλά και προσωπικής επιθυμίας, εμφανίστηκε ανθοφορούσα. Ο κύριος Έφορος είχε αναθέσει στον «εκείνον» να μου προτείνει με τις γνωστές χειρονομίες του –από το απέναντι πεζοδρόμιο- κατά την διέλευσή μου από κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας, την επάνοδο στην προτέρα κατάσταση: η ημερομηνία του φορολογικού ελέγχου της εταιρείας μπορούσε να καθοριστεί κατά βούληση, η διαδικασία θα διευκολυνόταν αν η τριμελής ομάδα ελέγχου έβρισκε ουίσκι και ξηρούς καρπούς στον χώρο εργασίας της.

Επιθυμώντας να επιβεβαιώσω ότι είχα καταλάβει σωστά, αυτό σημαίνει, παρατήρησα, ότι ο έλεγχος θα γίνεται κατά τις μεταμεσημβρινές ώρες. «Όχι», διαβεβαίωσε η Μαρία, «αυτοί πίνουν από το πρωί». Θα φροντίσω να υπάρχουν αρκετά μπουκάλια ουίσκι, μουρμούρισα. «Καλής ποιότητας», συμπλήρωσε η Μαρία.

Καταλάβαινα πως μια καινούρια περίοδος άρχιζε, οπότε νέες λεπτομέρειες έπρεπε να συμφωνηθούν. Αν η συμφωνία προέκυπτε εκείνη την ώρα στο βάθος της αίθουσας της «Αίγλης» του Ζαππείου, τότε οι εντολές που είχαν δοθεί στη Μαρία από τον κύριο Πρόεδρο μετά από συνεννόηση με τον κύριο Έφορο, ήταν σαφείς. Άρχισα την απαρίθμηση των λεπτομερειών: η έκθεση της ομάδας ελέγχου θα ήταν προσυμφωνημένη, θα εντόπιζε επουσιώδεις λογιστικές διαφορές, θα επέβαλε το ελάχιστο πρόστιμο, η αναγνώριση της σωστής και δίκαιης συμπεριφοράς της ομάδας ελέγχου θα γινόταν κατά την πρώτη μέρα της εργασίας της σε κλειστό φάκελο με χαρτονομίσματα μεσαίας αξίας, ο φάκελος θα ήταν κάτω από το κουτί με τους ξηρούς καρπούς, από το οποίο θα τροφοδοτούσε τους συναδέλφους του ο προϊστάμενος της ομάδας εργασίας, ο φάκελος που θα κάλυπτε την αγαστή συνεργασία με τον κύριο Έφορο θα έφτανε στα χέρια του όπως ήξερε εκείνος μέσω «εκείνου», η διαδικασία του ελέγχου δεν θα διαρκούσε περισσότερο από δύο μέρες, κατά προτίμηση το Σάββατο και την Κυριακή, ώστε να υπάρχουν αυξημένα επιδόματα για την ομάδα ελέγχου λόγω απασχόλησης σε ημέρες και ώρες αργίας, το προσωπικό δεν θα λάβαινε γνώση του θέματος, με εξαίρεση τον οικονομικό υπεύθυνο της εταιρείας και τον λογιστή, που θα παρέμεναν στα γραφεία τους, έτοιμοι να απαντήσουν σε κάθε ερώτημα της ομάδας ελέγχου, αλλά και να γράψουν το σχέδιο της έκθεσης ελέγχου, δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρείται η ομάδα ελέγχου, εφόσον η υπόθεση ήταν τελειωμένη εξαρχής.

«Αυτά είναι δική σου υπόθεση», με διέκοψε η Μαρία, κάνοντας χρήση, για πρώτη φορά, του ενικού. Και πριν προλάβω να συμφωνήσω, συνέχισε: «ο Πρόεδρος δεν είναι ευχαριστημένος, δεν ξέρω τι σκέφτεται».

Μεσολάβησε σιωπή. Δικαιολογημένα ο κύριος Πρόεδρος δεν είναι ευχαριστημένος, δήλωσα, πιστεύω όμως ότι έχεις τη δυνατότητα να συμβάλεις στη διευθέτηση της κατάστασης, που είμαι βέβαιος ότι εύκολα θα ξαναβρεί την ηρεμία της, αν και δεν ξέρω για ποιο λόγο ο κύριος Πρόεδρος δεν είναι ευχαριστημένος.

Η Μαρία με κοίταζε κατάματα. Ήταν πρώιμο να της υπενθυμίσω ότι είχα καθορίσει το μερίδιό της εντός των λεπτομερειών που είχα διατυπώσει. «Οι λόγοι είναι πολλοί», μουρμούρισε με ύφος λυπημένο, «είναι ο Έφορος, η κόρη του, ο Νικόλαος, η μητέρα του, οι συμβάσεις, αλλά και η Αλεξάνδρα και πολλά ακόμα». Θεώρησα πως είχα ξεπεράσει κάθε όριο ανεκτικότητας, πως παρασυρόμουν σε μια παγίδα από εκείνες όπου είχα κατρακυλήσει πολλές φορές και δεν εννοούσα να αποφύγω, πως, καθώς συμβαίνει σε ετούτη τη χώρα, το τίποτα έπαιρνε διαστάσεις βρυχώμενου θηρίου, πως η επαναληψιμότητα (η λέξη της εποχής μας, επαναλαμβάνω) έχανε την ουσία της.

Σκέφτηκα πως έπρεπε να δώσω δείγμα της ανυπομονησίας μου: είδα τη μητέρα του Νικόλα, είπα, να συνομιλεί με την Αλεξάνδρα, η Αλεξάνδρα είναι ευνοούμενη του Προέδρου, ό,τι και αν σημαίνει αυτός ο χαρακτηρισμός, οι συμβάσεις καθυστερούν, έχω την ευθύνη της εταιρείας που διοικώ. Η Μαρία κούνησε το κεφάλι της. «Αυτά αφορούν εσένα», αγρίεψε, «δεν αφορούν τον Πρόεδρο και τα πρόσωπα της εμπιστοσύνης του». Να του πεις λοιπόν να πάει να γαμηθεί, απάντησα, ας μου στείλει την Αλεξάνδρα να κουβεντιάσω.

8.

Είναι παρατηρημένο πως όταν η σύνθεση της ομάδας μεταβάλλεται, το τέλος της συμπάθειας, της ανοχής, της συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους βρίσκεται προ των θυρών. Μεσολαβεί μια περίοδος επανεκτίμησης των δυνάμεων, οι επί χάρτου πολεμικοί σχεδιασμοί επανακρίνονται, όχι προς εξασφάλιση κάποιας νίκης, αλλά προς περιορισμό των απωλειών και της γενικότερης ενόχλησης που προκαλούν πυροβολισμοί, φωνασκίες και άλλες βαρβαρότητες.

Αυτή είναι και η περίοδος της ανακούφισης, επειδή νιώθεις ότι το χάσμα απλώνεται και κουράζεσαι να κάνεις κάτι για να το συμμαζέψεις, ενώ, αφήνοντάς το να ξεχειλώσει, γίνεται ένα ρούχο που δεν σου κάνει πια, ένα περιττό ρούχο, που το πετάς. Τοποθετώντας σε αυτό το πλαίσιο την μετακίνηση της Αλεξάνδρας και την εμφάνιση της Μαρίας, πρόσεξα πως η Νανά με κοίταζε διαφορετικά.

Δύο λεπτά αργότερα λοιπόν, μπήκε στο γραφείο μου, έκλεισε την πόρτα και μου ανακοίνωσε πως ο Πρόεδρος ήταν στο τηλέφωνο. Πες του ότι είμαι σε σύσκεψη, είπα. «Θα βάλει τις φωνές», μου θύμισε η Νανά. Πες του λοιπόν ότι θα μιλήσω με την Αλεξάνδρα και τη Μαρία. «Δεν εξυπηρετεί να του γνωστοποιήσω τέτοιες λεπτομέρειες», χαμογέλασε η Νανά. Τότε, πέρασέ μου τη γραμμή, θα του μιλήσω.

Ήταν καλότροπος: άρχισε από τον καιρό που δεν έλεγε να ηρεμήσει –μία κρύο και μία ζέστη- με πληροφόρησε πως η επιτροπή παραλαβής είχε παραλάβει το παραδοτέο της προηγούμενης σύμβασης, πως θα υπέγραφε εντός της ημέρας τη νέα σύμβαση, πως ο έλεγχος της Εφορίας θα αποδείκνυε την ορθότητα της επιλογής του να κάνει χρήση των υπηρεσιών της εταιρείας μου, πως το προσωπικό του, δηλαδή το θηλυκού γένους άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης του εκτιμούσε την συμπεριφορά μου, η οποία παρέμενε πάντοτε στα πλαίσια της σωστής συνεργασίας, πως όλα πήγαιναν καλά.

Η ευκολία της έκφρασής του, η σειρά με την οποία έθιγε τα θέματα που εμφάνιζε ως πρωτεύοντα, το λεξιλόγιό του, που έσπευδα να καταγράψω σε ένα φύλλο χαρτί ώστε να μην ξεχάσω τον τόνο που έδινε στην ομιλία του, ήταν ένα πλέγμα που δεν έπρεπε να αφήσω να μετατραπεί σε δίχτυ, πράγμα επικίνδυνο αν, απροετοίμαστος καθώς ήμουν, δεν τον ακολουθούσα στις πλαγιές όπου με έσυρε.

Πολύ σωστά, επαναλάμβανα, πολύ σωστά, αλλά πρέπει να σταματήσουμε την κουβέντα μας. Κοντοστάθηκε: «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Μου πονάει η κοιλιά μου, απάντησα, έχω κόψιμο, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. «Θα τα ξαναπούμε», είπε ο Πρόεδρος: διέκρινα χρωματισμό απειλής σε αυτές τις λίγες συλλαβές. Καθώς κατέβαζε το ακουστικό του, τον άκουσα να μουρμουρίζει: «Πάει για χέσιμο». Άρα, κάποιος ήταν δίπλα του την ώρα της τηλεφωνικής επικοινωνίας μας: σκέφτηκα πως έπρεπε να ανησυχώ.

Ναι, σκέφτηκα πως ήταν ώρα να επικοινωνήσω με τον Μάριο. Η Νανά άνοιξε την πόρτα του γραφείου μου, την έκλεισε, ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο και ψιθύρισε πως ο Μάριος είχε πεθάνει, η κηδεία του είχε γίνει πριν από πέντε μέρες. Ποιος σε πληροφόρησε; ενδιαφέρθηκα. «Η κόρη του», απάντησε. Από τι πέθανε, συνέχισα. Η επίσημη εκδοχή ήταν πως είχε μπει σε ένα ταξί για να επιστρέψει στο σπίτι του, φορούσε το κοστούμι του, καλοσιδερωμένο πουκάμισο, γραβάτα, στο ταξί ένιωσε ζάλη, ο οδηγός δεν πρόλαβε να καταλάβει. Βλέποντας τον πελάτη του να κλείνει τα μάτια του και να γέρνει στο πλάι, είχε νομίσει πως τον είχε πάρει ο ύπνος. Αυτή είναι η επίσημη εκδοχή; μονολόγησα. «Αυτό μου είπε η κόρη του». Ποια κόρη του; συνέχισα. «Δεν ρώτησα», απάντησε η Νανά.

Της ζήτησα να τηλεφωνήσει πάλι στο σπίτι του νεκρού και να συνεννοηθεί με τις δύο κόρες του να έρθουν αμέσως στο γραφείο μου. Σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου και μίλησα με τον ταμία στην εσωτερική γραμμή: έπρεπε να είχε μετρητά για δωρεά προς ορφανά αναξιοπαθούσας οικογένειας. «Τέτοια δαπάνη δεν αναγνωρίζεται από την εφορία», γκρίνιασε ο ταμίας. Οι κόρες του νεκρού θα προσκομίσουν το πιστοποιητικό του θανάτου του, του εξήγησα. «Πάντως η εφορία δεν…».

Δύο πανέμορφες νέες. Κάθισαν στο γραφείο μου, τους πρόσφερα καφέ. Μετέφεραν τους χαιρετισμούς της μητέρας τους, ήταν πολύ καταπονημένη, αγαπούσε τον σύζυγό της, ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει κακές κουβέντες, έβγαιναν βόλτα κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι, δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο σύντροφός της είχε χαθεί με τέτοιο αφύσικο τρόπο, ας έλεγε η έκθεση νεκροψίας πως η επρόκειτο για φυσική κατάληξη. Αυτή λοιπόν είναι η επίσημη εκδοχή, μουρμούρισα. Σχολίασαν πως δεν είχαν περιθώριο αμφισβήτησης: ο εργοδότης του πατέρα τους, ο γνωστός στη χώρα μας και στην αλλοδαπή επιχειρηματίας είχε μεριμνήσει να σπεύσει στις αρμόδιες αρχές και να υπογράψει δήλωση, σύμφωνα με την οποία ο φερόμενος ως εξωτερικός συνεργάτης του υπέφερε από καρδιακή ανεπάρκεια, όπως αποδεικνυόταν βασίμως από έγγραφη γνωμάτευση θεράποντος ιατρού, τον οποίο επισκεπτόταν τακτικά, τα έξοδα βάρυναν τον επιχειρηματία, σε αναγνώριση της πολύτιμης συμβολής του θανόντος στα θέματα που τον απασχολούσαν.

Μάλιστα! αναφώνησα, προκειμένου να λάβουν θάρρος και να προχωρήσουν στα περαιτέρω. Και για να βοηθήσω προς αυτή την κατεύθυνση, συμπλήρωσα: ούτε εσείς, ούτε η μητέρα σας αποδέχεστε αυτή την επίσημη εκδοχή. Όχι, είπαν με ένα στόμα, πολύ περισσότερο επειδή ο επιχειρηματίας είχε βιαστεί να κάνει και να πει τόσα πολλά, λες και ήθελε να αποφύγει κάθε έρευνα. Πρόσθετος λόγος καχυποψίας ήταν ότι είχε στείλει τον οδηγό του να κομίσει έναν φάκελο στη μητέρα τους, εντός του οποίου υπήρχε επιταγή μέτριας σπουδαιότητας ποσού, επιταγή την οποία η μητέρα τους είχε σκίσει ενώπιον του οδηγού.

Θα μου επιτρέψετε ωστόσο, είπα, να προσφέρω ένα βοήθημα στη μνήμη του πατέρα σας, που τόσο φρόντιζε για τις σπουδές σας και το μέλλον σας. Πρόσεξα ότι δάκρυζαν. Και εκμεταλλευόμενος αυτή την τροπή των πραγμάτων, ρώτησα: Ποια είναι η δική σας εκδοχή; Η απάντηση που έλαβα ήταν η αναμενόμενη: τον είχαν δολοφονήσει. Και ποιος ήταν ο δολοφόνος; Ποιος άλλος από τον επιχειρηματία; Και γιατί ο επιχειρηματίας τον δολοφόνησε; Ήξερε πολλά ο πατέρας τους, περισσότερα από όσα έπρεπε. Ποτέ δεν θα άνοιγε το στόμα του να αποκαλύψει οτιδήποτε, ο επιχειρηματίας όμως είχε συμπεράνει πως ο πατέρας τους δεν θα ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει σοβαρότερες πολύπλοκες υποθέσεις: είχε το μειονέκτημα ότι δεν μιλούσε αγγλικά, ούτε ρωσικά, από παιδί δούλευε, δεν είχε βγάλει ούτε το γυμνάσιο, είχε παντρέψει τις δύο αδερφές του, είχε χτίσει το σπίτι του, είχε φτύσει αίμα να πληρώνει για τα παιδιά του. Και πώς τον δολοφόνησε; Πολύ απλά, πάρα πολύ απλά, πάει να πει πως ο επιχειρηματίας οργάνωσε ένα μεσημεριανό φαγητό σε απομονωμένη ταβέρνα των νοτίων προαστίων με συνδαιτυμόνες τον πατέρα τους και ένα άλλο πρόσωπο αγνώστων λοιπών στοιχείων, με εντολή να δηλητηριάσει τον πατέρα τους, όπερ και είχε πράξει, ένα πρόσωπο εν πάση περιπτώσει του οποίου το όνομα ήταν γνωστό. Πώς λέγεται; ενδιαφέρθηκα. Νικόλαος, ήταν η απάντηση.

Σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου και ζήτησα στην εσωτερική γραμμή να έρθει ο ταμίας στο γραφείο μου φέρνοντας τα ζαρζαβατικά που του είχα δώσει εντολή να ετοιμάσει. Όλες οι συνεργασίες έχουν ένα τέλος, αποφάνθηκα, σπανίως έχουν τέλος καλό, ευτυχώς πρόλαβε ο πατέρας σας να σας μεγαλώσει. Θερμά συλλυπητήρια στη μητέρα σας. Ο ταμίας ψιθύρισε πως ο έλεγχος της Εφορίας είχε αρχίσει και πως, σύμφωνα με τις εντολές μου, δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη θέση του ούτε για κατούρημα. Όσο για τα ποτά, είχαν τύχει ευμενών σχολίων από τους ενδιαφερόμενους, τα μπουκάλια άδειαζαν με κανονικό ρυθμό.

9.

Όπως λοιπόν το περίμενα, το απόγευμα της Παρασκευής άκουσα τον ήχο του τηλεφώνου στο διαμέρισμά μου. Δεν είχα προλάβει να βγάλω τα παπούτσια μου, προχώρησα ως το παράθυρο, τράβηξα λίγο την κουρτίνα και κοίταξα τον δρόμο. Ήξερα πως η Αλεξάνδρα θα εμφανιζόταν σε λίγο: είχα καταλάβει πως η διακοπή της επικοινωνίας μας, αν και πρόσφατη, της έδινε το δικαίωμα να πληροφορηθεί τι μου συνέβαινε, δίχως να διαταράξει τις συμβατικές δεσμεύσεις μας, ούτε τις συνήθειες, που έτρεφαν τη σχέση μας. Ήξερε πως η συμπεριφορά μου επιδεχόταν αλλαγές, οι οποίες θα ήταν ευκολότερες από τη στιγμή που το αιδοίο της ερχόταν στην εμπροσθοφυλακή, ήταν εξάλλου η μέρα του. Ας μη ξεχνάμε πως η Αλεξάνδρα δεν είχε πάψει να είναι η ερωμένη της Παρασκευής, ρόλος που η παράλειψη μιας Παρασκευής δεν αναιρούσε.

Προτίμησα να κατέβω στο δρόμο και να την περιμένω στη γωνία. Δεν απόρησε που με είδε σε εκείνο το σημείο. Απλώς ρώτησε: «Βιάζεσαι;» Σε θέλω, απάντησα, ώστε να υπάρχει σαφήνεια. «Δεν μπορώ σήμερα», κλάφτηκε, «έχω περίοδο». Δεν πειράζει, την διευκόλυνα, ας πάμε μια βόλτα, κάνε μου παρέα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητό μου, ο ήλιος έδυε, λογάριαζα πως ο ουρανός θα είχε σκοτεινιάσει σε μισή ώρα. Πρότεινα να πηγαίναμε ως το Σούνιο, σε μισή ώρα θα φτάναμε στο ναό του Ποσειδώνα.

Η προθυμία της να με ακολουθήσει μου δημιουργούσε υποψίες: ποιος την είχε συμβουλεύσει; Σκέφτηκα πως ελλείψει άμεσης απάντησης, η καλύτερη προστασία μου ήταν να υποβάλω ανόητες ερωτήσεις: Με αγαπάς; «Όχι», είπε, «μου αρέσεις». Σε ενδιαφέρω; «Όχι», είπε, «περνώ καλά μαζί σου». Ζεσταίνεσαι; «Όχι, είμαι καλά έτσι». Θέλεις να φάμε; «Όχι τώρα, αργότερα», είπε, «πετρομπάρμπουνα στο San Calogero».

Η καθαρότητα των απαντήσεων με διαβεβαίωνε πως ήταν το αποτέλεσμα καλής προετοιμασίας. Σώπασα. Και στη μέση της διαδρομής, έστριψα αριστερά, έρημος τόπος, έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα μπούτια της, τράβηξα το εσώρουχό της, δεν φορούσε σερβιέτα, στα δάχτυλά μου έμεινε η ηφαιστειώδης οσμή του χλοερού αιδοίου της. Δεν έχεις περίοδο, γέλασα. «Ήθελα να διαπιστώσω πόσο με θέλεις», ήταν η απάντησή της, «γάμησέ με εδώ».

Πράγματι, η ευθυβολία αυτών των εκφράσεων με ενοχλεί, δεν μου επιτρέπουν καμία ερμηνεία ικανή να οδηγήσει σε ελκυστικούς ατραπούς παιχνιδιού, δεν μου αφήνουν το περιθώριο να αποφασίσω αν τώρα ή αργότερα η σαρκική επαφή θα είναι ώριμη να ανθίσει. Σκέφτομαι πως αν τέτοιες εκφράσεις έχουν αξία στην αρχή της γνωριμίας προς υπογράμμιση της διαθεσιμότητας και των ορίων της, γρήγορα χάνουν τις διαστάσεις τους όταν καταλήγουν να είναι γνώριμες σάλτσες του γευστικού φαγητού. Για να αποδείξω στον εαυτό μου πόσο τις υποτιμούσα, αλλά και πόσο ήμουν κοντά στα γεγονότα, είπα: δεν θέλω να σε γαμήσω, πήγαινε στον Νικόλα να σε πάρει. «Ποιον Νικόλαο;» έβαλε τα γέλια.

Όχι, δεν μπόρεσα να κρατηθώ: την άρπαξα από τα μαλλιά, γάντζωσα το χέρι μου στο πρόσωπό της, την έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη να μπει στο αυτοκίνητο, ένιωσα ότι το μεικάπ της είχε μείνει στην παλάμη μου. Πουτάνα, είπα μέσα από τα δόντια μου. Είχα χάσει την ψυχραιμία μου επειδή η υπόθεση που είχα κατά νου επιβεβαιωνόταν. Είχα την πρόθεση να παραφερθώ, επειδή έπρεπε να εξευτελίσω τον εαυτό μου που δεν είχε κάνει λάθος και δεν είχε υποψιαστεί κάτι άλλο. Και για να παραφερθώ, άφηνα τον εαυτό μου να ρέπει προς τη ζήλεια: το κωλόπαιδο την γαμούσε!

Το σκοτάδι είχε πυκνώσει, οσμιζόμουν πως κάποιος είχε φτάσει κοντά μας και μας παρακολουθούσε. Έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου, πήρα γρήγορα τη στροφή, άναψα τους προβολείς, βρήκα τον κεντρικό δρόμο. Τότε άκουσα τον πυροβολισμό –πυροβολισμός ήταν- και το πίσω δεξί λάστιχο έσκασε. Πάτησα γκάζι. «Τι κάνει ο μαλάκας», έσκουξε η Αλεξάνδρα. Η οσμή του καμένου λάστιχου ήταν έντονη, ήμουν ψύχραιμος. Θα πάρουμε φωτιά, είπα, η Αλεξάνδρα έσφιγγε την τσάντα της. Θα πάρουμε φωτιά, επανέλαβα, πρέπει να μου πεις τι έγινε. Μίλα!

«Τον χτύπησε», ψεύδισε η Αλεξάνδρα, «τον χτύπησε στο κεφάλι, είπε πως του το χρωστούσε, επειδή εκείνος τον είχε χτυπήσει τότε, που ήταν με τη γκόμενά του, ο Πρόεδρος είχε εξηγηθεί προκαταβολικά με τον επιχειρηματία, υπόγραψε τη σύμβαση με τον επιχειρηματία, πολλά λεφτά, ο επιχειρηματίας του έδωσε τη διαβεβαίωση πως όλα έχουν ένα τέλος και πως η σύμβαση μετρούσε, αφού άνοιγε το δρόμο μιας γόνιμης συνεργασίας». Και πώς τα έμαθες όλα αυτά; ρώτησα. «Μου τα είπε ο Πρόεδρος», ομολόγησε η Αλεξάνδρα. Και πώς σου τα είπε; επέμεινα. «Είχε πιει δύο μπουκάλια ουίσκι», κλαψούρισε η Αλεξάνδρα. Στο σπίτι σου, γέλασα. «Ναι». Το βράδυ που είχε έρθει να σε γαμήσει για να βγάλεις την υποχρέωση ότι σε είχε προσλάβει και για να ησυχάσεις ότι σε είχε προσλάβει για να σε έχει εύκαιρο γαμήσι. «Ναι». Και εσύ τον μέθυσες για να μη σε γαμήσει εκείνο το βράδυ, να του μείνει η λαχτάρα, ώσπου να αποφασίσεις εσύ τι άλλο θα του ζητούσες. «Ναι». Και τι θα του ζητήσεις πριν σε γαμήσει; ρώτησα. «Να μην πειράξουν εσένα», ξέσπασε η Αλεξάνδρα και έβαλε τα κλάματα. Πουτάνα, μουρμούρισα για να την υποχρεώσω να πει περισσότερα. «Σε αγαπώ», είπε με λυγμούς.

Σταμάτησα σε μια κεντρική διασταύρωση φωτισμένη άπλετα. Ένας περαστικός μου φώναξε πως το λάστιχο του αυτοκινήτου μου κάπνιζε, ήταν έτοιμο να πάρει φωτιά, γλυτώσατε, είπε. Μπήκαμε σε ένα ταξί. Στην ταβέρνα San Calogero προλάβαμε τα τελευταία πετρομπάρμπουνα. Τρώγοντας και πίνοντας, παρίστανα πως δεν είχε συμβεί κάτι σπουδαίο, σαν τη γάτα, που σγαρλίζει για να κρύψει το σκατό της.

10.

Ήμουν βέβαιος πως είχαν κάνει λάθος. Ναι, είχαν υπολογίσει στραβά. Όχι, η υπόθεση δεν θα έμενε σε εκκρεμότητα. Έσπρωξα τον δείκτη του αριστερού χεριού μου στην πλάτη του παιδιού και έσκυψα στο αριστερό αυτί του. Ψηλά τα χέρια, μουρμούρισα. Έκανε να στραφεί προς το μέρος μου. Του έστριψα το δεξί χέρι. Ήρεμα, μουρμούρισα, προχώρα. Υπάκουσε. Έσπρωξα περισσότερο τον δείκτη του αριστερού χεριού μου στην πλάτη του. Ήσυχα, μουρμούρισα, αλλιώς θα πυροβολήσω. Κατηφορίσαμε την Ηρώδου Αττικού. Φορούσα γάντια, ο καιρός είχε ψυχράνει.

Στρίψαμε δεξιά στο δρομάκι προς το Ζάππειο. Τότε έκανε την ανοησία να στραφεί απότομα και να με κλωτσήσει. Κάνεις λάθος, μουρμούρισα. Με έβρισε. Έστριψα περισσότερο το δεξί του χέρι, το κορμί του λύγισε. Τότε, του έσφιξα τον λαιμό με το αριστερό χέρι μου. Έκανε το λάθος να με κλωτσήσει. Τον χτύπησα στον τράχηλο και έσκυψε. Τότε, του έσφιξα τον λαιμό με τα δυο μου χέρια. Απορούσα που δεν πρόβαλε αντίσταση, που δεν ασκούσε τη δύναμή του, δεν ήθελα να πιστέψω πως είχε χεστεί από το φόβο του.

Σαν σκυλί, σκέφτηκα, σαν σκυλί θα πάει. Και τα αδέσποτα σκυλιά του Ζαππείου είχαν μαζευτεί γύρω μας και γαύγιζαν. Και όσο δεν αντιστεκόταν, τόσο ο θυμός μου θέριευε. Και για να του δώσω μια ευκαιρία να αντιδράσει, απέφευγα να εκστομίσω βρισιές, επιλέγοντας να παραμείνει η δύναμή μου σε επίπεδο ευγένειας και ανθρωπιάς, αν και ήξερα πού ήθελα να φτάσω. Εκεί όπου ήθελα έφτασα. Τίναξα τα χέρια μου όταν γονάτισε, κοίταξα το γάντι του δεξιού χεριού μου όταν τον κράτησα από τα μαλλιά και έσπρωξα το μούτρο του να φιλήσει τα παπούτσια μου, πήρα το δρόμο για το σπίτι μου, η κίνηση στα δρομάκια του Ζαππείου ήταν περιορισμένη.

11.

Έχουν περάσει είκοσι χρόνια και παραπάνω. Έχουν περάσει, δεν τα έχω μετρήσει. Μιλάμε για αυτή την υπόθεση, επειδή το έφερε ο λόγος. Ο Πρόεδρος μεσολάβησε, ο επιχειρηματίας ζήτησε τη συνεργασία μου, ο γάμος μου με την Αλεξάνδρα δεν ευοδώθηκε, παντρεύτηκα τη Μαρία, δεν απέκτησα απογόνους, η Μαρία δεν μπορούσε να συλλάβει, φώναζε πως το σπέρμα μου ήταν χαλασμένο, την έστειλα στη μητέρα της, η εταιρεία αναπτύχθηκε, η Ένωση Βιομηχάνων με τίμησε με αυτό εδώ το δίπλωμα που έχω κορνιζάρει, οι κομπάρσοι έπαιξαν τους ρόλους τους, έλαβαν τις αμοιβές τους και απήλθαν, το μποστάνι μου ήταν πάντα γόνιμο και τα ζαρζαβατικά που μοίρασα ήταν πάντα πλούσια και εύγευστα.

Φαντάσου ωστόσο την έκπληξή μου όταν είδα ετούτο το προσκλητήριο για τον γάμο του Νικόλα με τη Νίκη, δεν θυμάμαι αν αυτό είναι το όνομα της κόρης του κυρίου Εφόρου. Η γραμματέας μου –η Νανά- ανέλαβε να εξιχνιάσει το μυστήριο. Φαντάσου ότι πέρασα είκοσι χρόνια και παραπάνω, βέβαιος πως είχα δολοφονήσει τον Νικόλα.

Θα μου πεις πως αν δεν είχα αυτή τη βεβαιότητα δεν θα είχα αναπτύξει τις ικανότητες επιβίωσης που με διακρίνουν, δεν θα είχα προοδεύσει όσο προόδευσα, δεν θα είχα τύχει του σεβασμού και της εκτίμησης κάθε κυβέρνησης, των στελεχών των υγιών επιχειρήσεων και κάθε σοβαρού επιχειρηματία.

Όπως και να το κάνουμε, όλα έχουν αλλάξει τόσο πολύ ώστε κατάντησαν αγνώριστα. Σήκωσα το τηλέφωνο και μίλησα από την εσωτερική γραμμή στον ταμία. Του είπα να ετοιμάσει μια σοβαρή ποσότητα ζαρζαβατικών για την αγορά γαμήλιου δώρου, συνοδευόμενου από χειρόγραφες ευχές μου για ευτυχία, μακροημέρευση και ευκαρπία των καρπών της σάρκας και της γης. «Οι ευχές για ευτυχία φτάνουν», με βοήθησε.

Και με το ευχάριστο ύφος του υπαλλήλου που γνωρίζει ότι η Εφορία δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει, συμπλήρωσε πως η δαπάνη θα εγγραφόταν στα άλλα βιβλία.

*Αθήνα, 19 Ιουλίου 2007

Εκτύπωση