Κακούρη Αθηνά: "Ἡ Κομμένη Κεφαλή"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Ἡ ἱστορία εἶναι ἀπό τή μακρυνή ἐκείνη ἐποχή, ὅταν ὁ τουρισμός ἔκανε τά πρώτα του βήματα στόν τόπο μας, στίς πρός βορράν γειτονικές μας χώρες ἐπικρατοῦσαν καθεστώτα γιά τά ὁποία είχαμε διάφορες ψευδαισθήσεις καί οἱ μπανάνες ἦταν φροῦτο σπάνιο καί πανάκριβο.

Ἡ μόδα, βέβαια, γιά τά στενόμακρα, φλοτάν σάλια εἶναι παλιά, τοῦ 1923 μόδα, ἔχει δηλαδή περάσει ἤ -ἄν προτιμᾶτε –δέν ἔχει ξαναγυρίσει ἀκόμη.Ὅπωσδηποτε ὄμως ἡ Νιόβη ἐννοοῦσε νά τά φοράει. Εϋρισκε πώς τῆς πήγαιναν πολύ, ἔτσι ὅπως ἀνέμιζαν γύρω στό λαιμό καί τούς ὤμους της, τήν ὥρα πού ἀνεβασμένη σέ καποια σπασμένη κολόνα ἐξηγοῦσε στό ἑκάστοτε παράταιρο μπουλούκι της, τίς καλλιτεχνικές δόξες τῆς Ἑλλάδας. Μαζί μέ τό σάλι ἀνέμιζε καί ἡ φωνή της, -σέ τέσσερες διαφορετικές γλώσσες - ἀνέμιζαν καί τά μακρυά μαλλιά της πού διατηροῦσαν ἡρωικά τό παλιό ξανθό τους χρώμα, ἀνέμιζαν καί τά χέρια της τά στολισμένα μέ βαρβαρικά βραχιόλια.

Ἦταν ὅλη μαζί ἕνα πλάσμα ἀνεμιστό, μέ μιά ψυχή ὅπου τά χρόνια δέν εἶχαν καταφέρει νά σταλάξουν οὔτε κόμπο ἀπ’αὐτό τό στεγνωτικό πού ὀνομάζουμε «πείρα». Τά ξεθωριασμένα μπλέ μάτια της ἐξακολουθοῦσαν νά ἀτενίζουν τή ζωή μέ τόν κατάπληκτο, τόν ἁπλοϊκό ἐνθουσιασμό τῆς πρώτης νεότητος. Πράγμα πού ἔκανε τούς Ἀθηναίους νά τήν θεωροῦν ἐλαφρῶς παλαβή καί πού δέν ἐμπόδιζε καθόλου νά εἶναι μία ἀπό τίς πιό καλές ξεναγούς στήν Ἑλλάδα. Συχνά μάλιστα, ἡ προσωπικότητά της-πού εὕρισκε τήν ἄριστη θέση της μέσα στίς μισογκρεμισμένες ἀρχαιότητες, ὅπως καθημερινῶς ἡ γοητεία κατανικᾶ τό χρόνο- γινόταν για΄τούς ξένους τό πιό ἐντυπωσιακό μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ τους ταξιδιοῦ.

Ἴσως νά ἦταν ἀκριβῶς αὐτό πού ἔκανε τόν Ἀντισθένη νά μήν τήν χωνεύει καθόλου. Μέ τό πάθος πού εἶχε ἐκεῖνος γιά τήν καλλιτενική κληρονομιά τού τόπου, μέ τήν μονόβουλη στάση του ἀπέναντι στήν ἀρχαιολογία, μέ τή σχετική στρυφνότητα πού ὀκτώ χρόνια ἄχαρης δουλειάς δέν μπορεί παρά νά ἀφήσουν σ’ἕναν ἄνθρωπο ὅταν νοιώθει μέ ἀνήμπορη λύσσα πώς ἀντί γιά ἐπιστήμη ἔχει καταδικαστεῖ νά εἶναι ἁπλῶς φύλακας κι ἅς τόν λένε Εφορο Ἀρχαιοτήτων, ὁ Ἀντισθένης ἔβλεπε τή Νιόβη ὅπως ἕνας ἀφοσιωμένος αὐλικός τόν σφετεριστή τοῦ θρόνου. Ἐξοργιζόταν με τούς τουρίστες πού κοιτοῦσαν ἐκείνη ἀντί γιά τ’ἀκρωτηριασμένα μάρμαρα, πίστευε πώς ἡ γυναίκα ἐκμεταλλευόταν τά ἱερά καί τά ὄσια γιά νά κάμει τή φιγούρα της, καί ἔφριττε μέ τήν ἰδέα πώς παραπλανοῦσε τούς ἀνίδεους ξένους δίνοντας τους την ψευδαίσθηση ὅτι κάτι καταλάβαιναν ἀπο τό πνεῦμα, πού δημιούργησε τήν τελειότητα.

Ἦταν λοιπόν ἕνα ἀπό ἐκεῖνα τά καταχθόνια σταυρώματα τῆς μοίρας τό ὅτι συνέβη τό γεγονός μέ ξεναγό τή Νιόβη καί ἀκριβῶς στήν Ἐφορία τοῦ Ἀντισθένη. Καταχθόνιο καί σχεδόν ἀναπόφευκτο. Γιατί ὅταν κατάφθασε ἡ Ἐμπορική Ἀποστολή τῆς γειτονικῆς χώρας καί στό πρόγραμμα τῆς ὑποδοχῆς μπῆκε -ἐκτός ἀπό τίς ἐπισκέψεις σέ βιομηχανικές ἐγκαταστάσεις- καί μιά περιήγηση σέ ἀρχαιότητες, φυσικό ἦταν νά διαλέξουν γιά συνοδό τή Νιόβη. Ὅπως ἦταν φυσικό ἀκριβῶς στό Μουσεῖο τοῦ Ἀντισθένη νά μποῦν οἱ ἄνθρωποι σέ πειρασμό, μιά καί Μουσεῖο οὐσιαστικά δέν ὑπῆρχε παρά μόνο ἕνα εἶδος ἀποθήκης, ὅπου ἕνα πλῆθος ἀπό μικρά καί μεγαλύτερα μπορύτζινα εὑρήματα, θραύσματα ἀγγείων, τεράστια πιθάρια, ὑπολείματα ψηφιδωτῶν, περίμεναν τίς πιστώσεις τοῦ Ὑπουργείου γιά νά μποῦν σέ βιτρίνες.

Ὁ Ἀντισθένης εἶδε τά τρία μαῦρα, ἐπίσημα αὐτοκίνητα νά πλησιάζουν μέ τόν ἀναπόφευκτο ἐρεθισμό. Ἄν περνοῦσε ἀπό τό χέρι του ὁ τουρισμός θά ἀπαγορευόταν διά Νόμου καί οἱ ξεναγοί ὅλοι θά ἔμπαιναν ὑπό ἀστυνομική παρακολούθηση ὡς ἐπικίνδυνοι φορεῖς τῆς νόσου τῆς ἡμιμαθείας. Ἡ Νιόβη –πού δέν της εἶχε περάσει ποτέ ἀπό τό μυαλό οὔτε σάν ὑποψία , ὅτι θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ἀνθρωπος πού νά μήν τήν χωνεύει -ἔτρεξε πρόσχαρη καί κυματιστή νά τόν χαιρετήσει.

«Τί θαυμάσια μέρα! Τί τοπεῖο μαγευτικό! Κάθε φορά πού ἔρχομαι ἐδῶ σκέφτομαι πόσο τυχερός εἶσαι...» καί στριφογύρισε ὀλόκληρη σά φιγούρα μπαλλέτου.

«Ποιοί εἶναι αὐτοί πάλι πού μοῦ κουβάλησες σήμερα;» γρύλλισε ὁ Ἀντισθένης.

«Εἶναι ἐμποροι. Αλλά ἐξαιρετικά συμπαθητικοί. Αὐτός ἐκεῖ, πού στέκει δίπλα στή «Μερσεντές» εἶναι ὁ ἀρχηγός τους. Τά μάτια του μοῦ θυμίζουν τόν Ἡνίοχο. Πόσο τίς ζηλεύω αὐτές τίς χῶρες,ὅπου κυβερνοῦν οἱ νέοι. Νά, κοίτα, αὐτός τώρα δέν εἶναι παραπάνω ἀπό τριανταπέντε καί διευθύνει τό ἐξωτερικό ἐμπόριο τῆς χώρας του.»

«Ξύλα, σίδερα, χαρτιά καμμένα!»μούγγρισε ὁ Ἀντισθένης. «Ἡ χώρα του δέν ἔχει ἐξωτερικό ἐμπόριο.»

«Θά τό δημιουργήσει!»ἡ Νιόβη σήκωσε τά μάτια της στόν οὐρανό κυματίζοντας καί τά μπράτσα της.

Στό ἀνέβασμά τους ὅμως εἶχαν προσθάσει νά συλλάβουν τήν εἰκόνα ἑνός ἄλλου κυρίου, πού καθόταν στό καφφενεῖο πάρα δίπλα.

«Νάσο! Νάσο!» ἔτρεξε πρός τό μέρος του. «Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ βρέ παιδί μου; Μή μοῦ πεῖς πώς ηρθε μόνο καί μόνο γιά νά κάνεις παρέα σ’αὐτόν τόν γρουσούζη τόν Ἀντισθένη;»

Τά ἑπόμενα πέντε λεπτά οἱ δυό ἄντρες ἔγιναν ἕνα κουβάρι, βραχυκυκλωμένοι στίς κουβέντες τῆς Νιόβης, τά κασκόλ καί τά μαλλιά της. Ὅταν τελικά τούς ἀπελευθέρωσε για νά γυρίσει στή δουλειά της, ἀπόμειναν ἐλαφρῶς ἀλλαλιασμένοι.

«Τί διασκεδαστική γυναίκα!» χαμογέλασε ὁ Νάσος μέ τήν λίγο χαζή ἀνακούφιση ἀνθρώπου πού, ὕστερα ἀπό ἕνα κουραστικό ἀεροπορικό ταξείδι, πατάει πάλι στή γῆ.

Ὁ Ἀντισθένης γρύλλισε κάτι δυσάρεστο.

«Δέν ἔχεις δίκηο,» εἶπε ὁ Νάσος. «Ἔχει μιά καρδιά μάλαμα.»

«Ναί. Καί τή μανία νά παριστάνει τόν κισσό!»

Πράγματι ἡ Νιόβη εἶχε ἀρχίσει κι ὄλα μέ τήν δυνατή φωνή της νά ξεναγεῖ, τυλιγμένη ἁρμονικά γύρω σέ μιά κολώνα.

------ ---- -----

Ὁ Ἀντισθένης ἔδοσε τό τελευταῖο στρίψιμο στό κλειδί, ἔσπρωξε τή σκεβρωμένη πόρτα.

«Κατσικοκλέφτες!» μουρούρισε καί ἔκανε τόπο νά περάσουν στό Μουσεῖο τά τέσσερα μέλη της Ἐμπορικῆς Ἀποστολῆς.

Στάθηκε δίπλα στήν πόρτα καί παρακολουθούσε βλοσσυρός τά τέσσερα κεφάλι νά σκύβουν πάνω στά διάφορα τραπέζια. Ζήλευε ἀπό τό βάθος της ψυχῆς του τόν Νάσο, πού καθόταν ἀκόμη στό καφφενεῖο καί γλύτωνε τουλάχιστον τό μαρτύριο τῆς θέας μιᾶς τέτοιας ἱεροσυλίας. «Μή δότε τά ἄγια τοίς κυσί...»ἔβραζε μέσα του ἐνῶ ἡ Ἐμπορική Ἀποστολή διασκέδαζε ἐξαιρετικά μέ κάτι ἀνθρωπόμορφα λαγήνια, ὅπου ὁ καλλιτέχνης εἶχε βρεῖ μιά ἐνδιαφέρουσα ἄν καί κάπως σκαμπρόζικη λύση γιά στόμιο.

Ἡ βασική δυστυχία τοῦ Ἀντισθένη ἦταν τό ντροπαλό τοῦ χαρακτήρα του, αὐτή ἡ συστολή πού ἄγγιζε τά ὄρια τῆς ἀτολμίας καί τόν παρέλυε, ἀκριβῶς ἐκεῖνες τίς στιγμές πού χρειαζόταν μιά γρήγορη καί ἀποφασιστική ἀντίδραση. Ἀκριβῶς ὄπως τώρα, ὅπου, ἐνῶ ἡ Νιόβη ἀκουγόταν νά ἐξηγεῖ τίς διάφορες ἀλλαγές στήν διακοσμητική τῆς Γεωμετρικῆς Ἐποχῆς, ὁ Ἀρχηγός τῆς Ἐμπορικῆς Ἀποστολῆς, παραμέρισε λιγάκι, σήκωσε ἕνα περίεργο μικρό σύμπλεγμα χάλκινο, τό περιεργάστηκε καμπόσο καί ὔστερα, κρυφούτσικα, τό ἔχωσε μέσα στήν τσέπη του.

Ὁ Ἀντισθένης αἰσθάνθηκε τά μάτια του νά πετάγονται ἔξω ἀπό τίς κόγχες, νόμισε πώς παθαίνει ἀποπληξία, πάλεψε μέ τό κύμα τῆς ὀργῆς καί τῆς ἀμηχανίας πού τόν ἔπνιγε καί τελικά κατώρθωσε νά ἀρθρώσει τήν πρώτη του λέξη ὕστερα ἀπό δέκα λεπτά, ὅταν εἶχαν πιά βγεῖ ὅλοι ἀπ’τό Μουσεῖο. Τα’βαλε φυσικά μέ τή Νιόβη.

«Νά τοῦ τό πάρεις πίσω! Νά πᾶς νά τοῦ τό πάρεις πίσω!»

«Δέν εἶσαι μέ τά καλά σου! Ἐκείνη τήν ὥρα ἔπρεπε ἐσύ νά τόν πλησιάσεις καί νά τοῦ τό πάρεις πίσω, γυρίζοντας κάπως τό πράγμα στό ἀστεῖο. Τώρα πιά...»

«Καλά! Τότε θά φωνάξω τό χωροφύλακα. Θά βάλω τόν ἀνθυπομοίραρχο νά τόν συλλάβει!»

«Μά βρέ παιδί μου, δέν μποροῦμε νά τούς κάνουμε τέτοια προσβολή! Εἶναι ἐπίσημοι ξένοι.»

«Καί μ’αὐτό τί;Ραγιάδικη νοοτροπία! Θά κάτσουμε δηλαδή νά μᾶς γδύσουν, ἐπειδή εἶναι ἐπίσημοι;»

«Ἄ! Τώρα πού εἶπες γδύσουν ἔχω μιά ἰδέα! Τό βράδυ, τήν ὥρα πού θά κοιμᾶται, θά γλιστρήσω ἀθορυβα στήν κάμαρά του καί..»

«Ἄσε τίς βλακεῖες!»

«Ἔ, μά τί ἄλλο νά κάμω;Ἡ κατάσταση εἶναι πολύ λεπτή. Κάτσε! Θά φωνάξω καί τό Νάσο νά μᾶς πεῖ κι ἐκεῖνος τή γνώμη του.»

Ὁ Νάσος συμφώνησε μέ τή Νιόβη. Δέν θά ἦταν σκόπιμο νά κάνουν τίποτα βιαστικό καί νά ριψοκινδυνέψουν ἕνα δυσάρεστο ἐπισόδειο.

«Σιγά! Μή μᾶς κυρήξει τόν πόλεμο ἡ φοβερή μας γείτων! Βρέ αὐτοί δέν ἔχουν μάθει ἀκόμη πῶς νά σφουγγίζουν τή μύτη τους!» φρύαξε ο Ἀντισθένης. «Τί τούς θέλουμε καί τούς κουβαλάμε ἐδῶ γιά ἐμπορικές συμφωνίες; Στόν τόπο τους δέν φυτρώνουν παρά μόνο ἀγριογούρουνα. Κι ὁπωσδήποτε ἤ πέρνω πίσω τό ἀγαλματίδιο προτοῦ ξεκινήσετε γιά τήν Ἀθήνα ἤ αὔριο θά δεῖτε τήν ἱστορία στήν πρώτη σελίδα τῶν ἐφημερίδων μέ τά ονόματά σας φαρδειά πλατειά.»

«Μά τί ἦταν ἀκριβῶς αὐτό πού πῆρε;» ρώτησε ὀ Νάσος.

«Χάλκινο, ἐξαιρετικῆς διατηρήσεως, μιά ἁρπαγή νεανίσκου. Ζεῦς καί Γανυμήδης κατά πάσαν πιθανότητα.»

«Αὐτό εἶναι» χτύπησε τά χέρια της ἠ Νιόβη. «Πέρασε τόν Γανυμίδη γιά κοπέλλα. Ἔλεγα κι ἐγώ, μέ τέτοια μάτια σάν τοῦ Ἡνίοχου πῶς στό καλό...»

«Νιόβη, ἀνοηταίνεις!»

«Καθόλου! Στή χώρα τους ἔχουν ἀκόμη χαρέμια...»

«Νά πάρει καί νά σηκώσει τά χαρέμια τους! Ἐγώ θέλω τό ἀγαλματίδιο.»

«Μά αὐτό ἀκριβῶς πάω νά σοῦ ἐξηγήσω. Εἶμαι σίγουρη πώς ἄν τοῦ δόσεις νά καταλάβει μέ τρόπο ὅτι δέν εἶναι ἁρπαγή κόρης ἀλλά τοῦ Γανυμήδη –μές τή βιασύνη του δέν θά τό πρόσεξε ὁ καϋμένος- δέν μπορεῖ παρά νά σοῦ τό ἐπιστρέψει ἀμέσως.»

«Ωραία ἰδέα:» τήν κοίταξε ὁ Ἀντισθένης μέ ἀηδία. «Κι ἐσύ! Οὔστ ἀπὀ δῶ!»γύρισε ἐξαγριωμένος σ’ἕνα χωριατάκι πού γύρευε σώνει καί καλά νά τοῦ τρυπώσει στό χέρι ἕνα ρόζ χαρτάκι.

«Τ’εἶν’αὐτό;» ρώτησε περίεργη ἠ Νιόβη.

«Ξέρω γώ; Βλακεῖες! Ἡ Κόμμένη Κεφάλη Ἐρωτεῖ καί Ἀπαντεῖ! Ἕνας δῆθεν ταχυδακτυλουργός πού βρίσκεται ἐδῶ καί μιά βδομάδα σ’αὐτήν τήν παράγκα, πίσω ἀπ’τήν πλατεία.»

«Ταχυδακτυλουργός!» πετάχτηκε ἡ Νιόβη. «Νά ἡ λύση πού γυρεύαμε!»

«Εξαρτᾶται πόσο καλός τεχνίτης εἶναι» μίλησε ὁ Νάσος μέ ἐμβρίθεια.

«Μά τί λέτε ἐσεῖς οἱ δυό; Δέν καταλαβαίνω λέξη!»

«Νά παιδί μου,» ἐξήγησε ἡ Νιόβη.«Θά πάρω ἐγώ τήν ἀποστολή νά δεῖ τήν παράσταση. Ἐσεῖς θά συνενοηθεῖτε μέ τόν ταχυδακτυλουργό.»

«Γιά νά σουφρώσει μέσα ἀπ’τήν τσέπη τοῦ κατσικοκλέφτη τό ἁγαλματίδιο, ἔ; Νιόβη, μᾶς ἔχεις σπάσει στίς ἐξυπνάδες σήμερα!» φρύαξε ὁ Ἀντισθένης.

«Μά γιατί ὄχι; Πές κι ἐσύ, καϋμένε Νάσο! Καλή ἰδέα δέν ἦταν;»

«Καθόλου καλή ἰδεά δέν ἦταν!» ξεφώνησε ὀ Ἀντισθένης. «Οἱ ταχυδακτυλουργοί δέν ξέρουν παρά μόνον ἕναν περιωρισμένον ἀριθμό ἀπό κόλπα. Τοῦτος δῶ μᾶλιστα ἀμφιβάλλω ἄν ξέρει περισσότερα ἀπό δύο. Νομίζεις ὄτι μποροῦν νά κάνουν ὅ τι μᾶς περνᾶ ἐμᾶς ἀπό τό κεφάλι;»

Γιά μιά στιγμή κοιτάχτηκαν οἱ δυό τους σάν κοκόρια ἀγριεμένα. Ἡ Νιόβη ξαναβρῆκε πρώτη τήν ἥρεμη διάθεσή της.

«Κάνε ὅ τι νομίζεις» εἶπε, «ἀλλά κάνε το μόνος σου. Ἐγώ δέν ἔχω ὄρεξη νά ἀκούσω τόν ἐξάψαλμο στήν Ὑπουργεῖο.»

Ὁ Νάσος ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τούς ρεμβασμούς του.

«Θυμᾶστε μήπως» εἶπε «θυμᾶστε ἐκεῖνο τό ἀνέκδοτο μέ τά μαχαιροπήρουνα τά ἀσημένια;»’

«Ἄ! Μά εἴσαστε ἀφόρητοι καί οἱ δυό σας!» δηλωσε κατασυγχγισμένος ὁ Ἀντισθένης. «Ἡ μιά μέ τούς ταχυδακτυλουργούς, ὁ ἄλλος μέ τά ἀνέκδοτα!Μοῦ φαίνεται πώς δέν μένει παρά νά παω στή Χωροφυλακή!»

.. .. ..

Ἡ παράγκα τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ ἦταν μιά ξέσκεπη αὐλή, μέ κάτι λινάτσες, πρόχειρα μά σοφά, στερρεωμένες, ὄχι γιά διακόσμηση ἤ γιά προφύλαξη ἀπό τά καπρίτσια τοῦ καιροῦ, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνον γιά νά ἐμποδίζουν τό φιλοθεάμον κοινό νά παρακολουθεῖ χωρίς εἰσητήριο.

Ἐπάνω σ’ἕνα τραπέζι, στό βάθος τῆς αὐλῆς, βρισκόταν ἡ Κομμένη Κεφαλή, μουτζουρωμένη μέ κάποιο καφετί ὑγρό. Ἦταν φερμένη ἀπό τήν Ἀραπιά καί =κυρίες καί κύριοι-δέν ἔτρωγε παρά μόνον μπανάνες. Ἄν τήν πλησίαζε ξένος ἄνθρωπος, μποροῦσε νά θυμώσει καί νά δαγκάσει. Γι’ αὐτό σέ ἕνα μέτρο ἀπόσταση ἦταν τεντωμένο ἕνα σκοινί, πού μόνον ὁ θιασάρχης ἐπετρέπετο νά δρασκελίσει. Ἐκτός ἀπ’ἀὐτήν τήν μεγαλόπρεπη ἀπομόνωση, ἡ Κομμένη Κεφαλή εἶχε καί ἄλλο προνόμιο:Τίς ἡμέρες τῆς ἀναδουλειᾶς, ὅταν δέν παρουσιαζόνταν ἀρκετοί θεατές στήν παράσταση, ὅλοι οἱ καλλιτέχνες πήγαιναν νά δουλέψουν στά καπνά, γιά μεροκάματο. Ἡ Κομμένη Κεφαλή ὅμως, ποτέ!

Στά μέλη τῆς Ἐμπορικῆς’Αποστολῆς αὐτή ἡ Κομμένη Κεφαλή, τοποθετημένη μέσα σ’ἕνα πιάτο καί τό πιάτο πάνω στό τραπέζι, ἔκανε ἀκριβῶς τήν ἐντύπωση πού μιά Κομμένη Κεφαλή πρέπει νά κάνει. Τά ὑπόλοιπα νούμερα δέν ἦταν τόσο συναρπαστικά, μολονότι ὅλοι εἶχαν βάλει τά δυνατά τους νά ἐξαρθοῦν στό ὕψος τῆς παραστάσεως καί ν’ἀνταποδόσουν τήν τιμή τῆς ἐπισκέψεως τῶν ξένων.

Μέ τήν εἴσοδο, βέβαια, τοῦ ταχυδακτυλουργοῦ, δημιουργήθηκε κάποια συγκίνηση. Ἦταν σκεπασμένος ἀπό πάνω ὡς κάτω μ ἕνα κόκκινο μανδύα, πού σεβόταν ἀκόμη τήν μεγαλοπρεπη αὐλαία τῆς ὁποίας εἶχε κάποτε διατελέσει τμῆμα. Φοροῦσε στό πρόσωπό του μάσκα, ἀπ’ὅπου κρεμόταν μία μακρυά, ψεύτικη γενειάδα. Ἀπόμενε σκοτεινό τό ἄν ἡ διαφημιζόμενη Ἰνδική καταγωγή του ἤ ἐκείνη ἡ γενιάδα πού μπερδευόταν μές στό στόμα του διαρκῶς, ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν κάπως περίεργη προφορά του.

«Κυρίες καί κύριοι,» υποκλίθηκε βαθειά πρός τήν γενική κατεύθυνση τῶν ξένων, «σήμερα θά παρακολουθήσετε τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἀνώτερον παντός φυσιολογικοῦ, τό νούμερο πού ἔχει καταπλήξει τό Λονδίνον, τό Παρίσι καί τήν Νέαν Ὑόρκην.»

Ἔδοσε μιά μέ τό χέρι του σ’ἕνα ταμποῦρλο καί ἅμα ἔσβυσαν οἱ κραδασμοί του:

«Ἡ Ἄϋλη Ὑλοποίηση!» ἀνήγγειλε δραματικά.

Ὕστερα ἔρριξε τή ματιά του ἐρευνητική στό ἀκροατήριο, διάλεξε τόν Ἀντισθένη καί τόν ἔφερε κοντά στό τεντωμένο σκοινί. Μέσα ἀπό ἕνα ψηλό καπέλλο ἔβγαλε ἕνα αὐγό, τό ἔδειξε σοβαρά ἕνα γύρο, καί παρακάλεσε τόν ἀρχαιολόγο νά τό βάλει στήν τσέπη του. Κατόπιν χτύπησε πάλι τό ταμποῦρλο.

«Αὐγό! Αὐγό ποῦ εἶσαι;» ρώτησε ὑποβλητικά. «Μήπως στήν τσεπη τοῦ κυρίου ἀπό δῶ;»

Μέ τά μοῦτρα κατεβασμένα δυό πήχεις, ὁ Ἀντισθένης δήλωσε στό ἀκροατήριο ὅτι τό αὐγό δέν βρισκόταν πιά στήν τσέπη του.

«Αὐγό! Αὐγό!» κάλεσε πάλι ὁ ταχυδακτυλουργός.

Καί ξαφνικά αγρίεψαν τά μάτια του, τά κάρφωσε πάνω στή Νιόβη, ἔτριξε τά δάχτυλά του καί ξεφώνησε.

«Αὐγό ὑλοποιήσου!»

Ἡ Νιόβη βάλθηκε νά ψάχνετε, ἐνῶ ὅλα τά κεφάλια εἶχαν γυρίσει ἀπάνω της. Ὅταν βρῆκε τό αὐγό μέσα στήν τσάντα της, ἄρχισε νά βγάζει μικρά ξεφωνητά ἐνθουσιασμοῦ.

«Πάλι! Πάλι!» ζήτησε ἐνῶ γύριζε στούς ξένους, τούς ἐξηγοῦσε τί εἶχε γίνει καί ὁλοένα ἐπαναλάμβανε. «Μά δέν εἶναι καταπληκτικό;»

Ὁ μάγος ἀπό τίς Ἰνδίες μάζεψε μέ βαθειές ὑποκλίσεις τά λιγοστά χειροκροτήματα, σήκωσε τό χέρι γιά νά σταματήσει ἕνα ἀνύπαρκτο ξέσπασμα ἐνθουσιασμοῦ καί εἶπε:

«Ἀφού ἐπιμέντε, κύριοι καί κυρίες, θά ἐπαναλάβω τό θαῦμα! Ἀλλά ὄχι πιά μέ αὐγό. Διότι τί εἶναι ἕνα αὐγό;Θά μοῦ πεῖτε τίποτα. Θά σᾶς πῶ βεβαιως. Το αὐγό εἶναι πράγμα ἐλαφρό, ἕνας ἀέρας, το αὐγό τό διαλύεις καί τό ὑλοποιεῖς στό λεφτό. Ἐξ ἄλλου ὑπάρχουν χιλιάδες, ἐκατομμύρια, αὐγά σ’αὐτόν τόν κόσμο. Μπορεῖ, θά μοῦ πεῖτε, τυχαίως καί μοιραίως νά βρέθηκε τό αὐγό μέσα στήν τσάντα τῆς κυρίας. Γιατί ὄχι; Καθημερινῶς βρίσκονται αὐγά σέ τσάντες. Ὅπως βρίσκονται πορτοφόλια, μαντήλια, κλειδιά καί πλεῖστα ἄλλα. Αὐτό ὅμως ἐδῶ, αὐτό ὅμως πού βλέπετε – τό βλέπετε ὅλοι σας κυριοι καί κυριες; Το βλέπετε καλά; Αὐτό εἶναι ἀριστούργημα τέχνης, μοναδικόν εἰς τό εἶδος του, σύμπλεγμα ἐρωτικόν ἀπό τά σπάνια, τό πλέον ὡραιότερον ἐξ ὅλων τῶν συμπλεγμάτων, τό πλέον μοναδικόν ἀριστούργημα πού δέν εἶδε ποτέ Μουσεῖον. Τό εἴδατε ὄλοι σας καλά;Ἅς τό δεῖ τώρα κι ὁ κύριος ἀπό δῶ, πού ξέρει ἀπό τά τοιαῦτα. Τό είδατε καλά; Βάλτε το στήν τσέπη σας τώρα κύριε!»

Ὁ Ἀρίσταρχος τό ἔβαλε, μέ μιά κάπως ὔποπτη βιασύνη.

«Σᾶς βαραίνει κύριε;» ρώτησε ὁ ταχυδακτυλουργός. «Ἠμπορεῖ νομίζετε αὐτή ἡ μάζα, αὐτός ὁ ὄγκος, αὐτό τό βουνό ἐκ μετάλλου βαρέως, ἠμπορεῖ λέγω νά διαλυθεῖ μόνο καί μόνον χάρις στίς ψυχονευρικές ἀκτίνες τοῦ σώματός μου;Θά μοῦ πῆτε:ἀδύνατον! Κι ὅμως! Θά τό δεῖτε τώρα ἀμέσως!»στέναξε καί πρόσθεσε. «Ἀλλά ειναι δύσκολο! Πολύ δύσκολο!» Ἔβγαλε ἕνα βογγητό γιά νά ἐνισχύσει τή δήλωσή του.

«Μέ βλέπετε νά κινοῦμαι, κυρίες καί κύριοι;Ὄχι! Καί ὅμως τό ἀντικείμενον κινεῖται! Θά μοῦ πεῖτε πῶς;Θά σᾶς πῶ ἀμέσως:διά τῆς αϋλου ὑλοποιήσεως. Άόρατες δυνάμεις τό μεταφέρουν... ἀοράτως περιφέρεται...περιφέρεται... »

Μέ φοβερή φωνή κατέληξε «Ὑλοποιήσου!» δείχνοντας τόν ἀρχηγό τῆς Ἐμπορικῆς Ἀποστολῆς.

Ἡ Νιόβη ἔβγαλε μιά τσιριξιά ἐνθουσιασμοῦ καί ἔχωσε τά δυό της χέρια στίς τσέπες τοῦ ξαφνιασμένου ξένου.

«Νάτο!» φώναξε ἀνασύροντας τήν ἁρπαγή τοῦ Γανυμήδη.

.. .. ...

«Καραγκιοζιλίκια!»’ γκρίνιαξε ὁ Ἀντισθένης. «Τή μιά ἀνοησία πάνω στήν ἄλλη –πού τίς βρῆκες καί τίς ξεφούνιζες;»

«Δέν μέ ἐκτιμᾶς ἀρκετά!» εἶπε ὁ Νάσος καθώς προσπαθοῦσε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή μάσκα του. «Εἶχα μερικές στιγμές ἀσύγκριτου λυρισμοῦ!»

«Μποῦρδες!»

«Ἐγώ πάντως διασκέδασα πολύ! Ἐσύ πῆρες τόν Γανυμήδη σου.Ἡ Νιόβη βγῆκε λάδι. Κι ὁ θιασάρχης τσέπωσε τό κατοστάρικο. Γιατί λοιπόν κάνεις τέτοια μοῦτρα;»

«Διότι δέν μοῦ εἶχες πεῖ τί ἐπρόκειτο νά κάμεις – νά εἶμαι τουλάχιστον προετοιμασμένος! Μοῦ ζήτησες νά σοῦ βρῶ στήν Ἀποθήκη κάτι σχετικό μέ τό κλεμμένο ἀγαλματίδιο. Ποῦ νά φανταστῶ πώς θά μέ ἀνάγκαζες νά πῶ κι ὅλα αὐτά τά ψέμματα, ὅτι δῆθεν αὐγά χάνονται μέσα ἀπ’τίς τσέπες μου! Μέ εἶχε περιλούσει κρύος ἰδρώτας μήπως κανένας ἐξυπνάκιας ζητήσει νά μέ ψάξει.»

«Ωραῖο θά ἦταν αὐτό!» ἔβαλε τά γέλοια ὁ Νάσος. «Ἀλλά ἐκείνη πού ἦταν ἐξαιρετική στό ρόλο της ἦταν ἡ Νιόβη. Τήν παρατήρησες μέ τί ἔκπληξη βρῆκε μέσα στήν τσάντα της τό αὐγό, ἀκριβῶς στή θέση ὄπου τό εἶχε βάλει μόνη της; Καί πῶς βούτηξε μέσα στίς τσέπες τοῦ κακομοίρη τοῦ ἀνθρώπου ν’ἁρπάξει τό Γανυμήδη! Πάω νά τή συγχαρώ!.»

Τό πράγμα ὅμως δέν ἦταν καί τόσο εὔκολο. Ἡ Νιόβη μέ τούς τέσσερες ξένους εἶχαν κουλουμώσει τόν θιασάρχη καί προσπαθοῦσαν νά τόν βάλουν νά τούς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τό κόλπο μέ τήν Κομμένη Κεφαλή. Γιά νά μήν ἐνισχύσει τίς ὑποψίες πού σίγουρα θά εἶχαν δημιουργηθεῖ στό νοῦ τοῦ Ἀρχηγοῦ, ὁ Νάσος ἀπομακρύνθηκε διακριτικά.

Λίγη ὥρα ἀργότερα τρία μαῦρα αὐτοκίνητα ἀπομακρύνονταν σηκώνοντας τή σκόνη τοῦ δρόμου. Άπό τό παράθυρο τοῦ πρώτου ἀνέμιζε ἕνα μακρύ κασκόλ.

Μέσα στήν τσέπη τοῦ Ἀντισθένη, κάτω ἀπό τά δυό ἀγαλματάκια, ἕνα πατικωμένο αὐγό ξέχυνε σιγά σιγά τήν γλοιώδη του ὑγρασία.

Καί στήν παράγκα, ἡ Κομμένη Κεφαλή ἐξακολουθοῦσε νά ἐρωτεῖ καί νά ἀπαντεῖ.

Συμπεριλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων, που κυκλοφόρησε από την ΕΣΤΙΑ (2001).
Εδώ, όπως διασκευάστηκε
για την εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι» στον 902 αριστερά στα FM  (2008-2010), 
σε σκηνοθεσία και μουσική επιμέλεια της
Αντέλας Μέρμηγκα και αφήγηση του Δημήτρη Πουλικάκου.

Ετικέτες: Αθηνά Κακούρη

Εκτύπωση