Παυλιώτης Αργύρης: "Τύχη ή αναγκαιότητα;"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Εκείνος αποφάσισε να δολοφονήσει τη γυναίκα του και το γαμπρό του και εκείνη τον άντρα της και τη μητριά της. Συνολικά θα είχαμε δύο συν δύο ίσον δύο θύματα. Σοβαρά. Αυτή δεν είναι εξίσωση υπουργού οικονομικών όταν αναφέρεται στις μειώσεις αποδοχών, αλλά μια πραγματική εξίσωση. Και τούτο γιατί ο γαμπρός εκείνου ήταν άντρας εκείνης και η μητριά εκείνης ήταν γυναίκα εκείνου. Με άλλα λόγια, τους δυο επίδοξους δολοφόνους τους συνέδεε συγγενική σχέση πατέρα-κόρης.

Εκείνος ήταν σπουδαίος άνθρωπος, μετρημένος με τις διαχρονικές μονάδες  αξιών. Άγγελος Μεταληνός το όνομά του, καθηγητής πρώτης βαθμίδας του Πολυτεχνείου, γιος πρεσβευτή και εγγονός στρατηγού, με σημαντικό ρόλο στα στρατιωτικά κινήματα των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα.

Από τους προγόνους του κληρονόμησε εκτός από χρυσές και αξιόλογα ακίνητα που του απέδιδαν σημαντικά έσοδα,  ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, και του επέτρεπαν να διάγει βίο πολυτελή. Γύρω στα εξήντα, ψηλός, στητός και καμαρωτός,  με πλούσια άσπρα μαλλιά και αρχοντική φυσιογνωμία.

Ο τρόπος της εκφοράς του λόγου του φανέρωνε  πως είχε ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Πώς λοιπόν αυτός ο άνθρωπος αποφάσισε να γίνει δολοφόνος, και μάλιστα με θύματα τη γυναίκα του και το γαμπρό του;

Τους τελευταίους έξη μήνες έλειπε στην Αμερική. Το ταξίδι του είχε επιστημονικό χαρακτήρα. Ήθελε να ολοκληρώσει μια μελέτη του σχετική με τις οπτικές ίνες. Άφησε πίσω την υπόλοιπη οικογένεια που την αποτελούσαν η κατά είκοσι πέντε χρόνια μικρότερή του γυναίκα του, η σχεδόν συνομήλικη με τη γυναίκα κόρη του, χημικός, που εργαζόταν στο Χημείο του Κράτους, και ο γαμπρός του, αναπληρωτής καθηγητής στον ίδιο με τον πεθερό τομέα.

Όταν ο καθηγητής επέστρεψε από την Αμερική,  κάθισαν και τα είπαν πατέρας και κόρη, που τους ένωνε ισχυρός δεσμός αγάπης με φροϋδικά στοιχεία. Η κόρη παραπονέθηκε στον πατέρα πως ο άντρας της την παραμελεί, μερικές φορές είναι σκληρός μαζί της, την ειρωνεύεται για τα περίσσια κιλά της και δεν τηρεί τις  συζυγικές του υποχρεώσεις.

«Είπες πως σου φώναξε σκάσε φώκια;»

«Ναι μπαμπά. Σκάσε φώκια».

«Και δεν είναι συνεπής στις συζυγικές του υποχρεώσεις;»

«Από τότε που έφυγες  για την Αμερική, κοιμάται σε άλλο δωμάτιο».

Και μετά πρόσθεσε:

«Έχει ερωμένη, μπαμπά. Σίγουρα έχει ερωμένη».

«Μην το κάνεις θέμα. Θα το εξετάσω εγώ και θα σε ενημερώσω».

Ο καθηγητής  μεθοδικός καθώς ήταν, την άλλη κιόλας μέρα κάλεσε ιδιωτικό ντετέκτιβ και του ζήτησε να παρακολουθήσει τον γαμπρό του.  Και ο τελευταίος μετά από λίγες  μέρες του παρέδωσε έναν φάκελο που περιείχε φωτογραφίες και ένα DVD. Τα περιεχόμενα του φακέλου επιβεβαίωναν με το πάρα πάνω  τους φόβους της κόρης του. Οι φωτογραφίες απεικόνιζαν τον γαμπρό του και την ερωμένη του και  τον έκαναν, αυτόν, προσωποποίηση της ψυχραιμίας, να φρίξει. Όχι μόνο για την τολμηρότητά τους, αλλά γιατί στο πρόσωπο της ερωμένης του γαμπρού του αναγνώρισε τη γυναίκα του. Και μάλιστα κάποιες συναντήσεις είχαν πραγματοποιηθεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι, προφανώς όταν αυτός έλειπε.

Όταν συνήλθε κάπως από το σοκ, τοποθέτησε το  DVD  στον υπολογιστή του και είδε το περιεχόμενο. Φοβερό. Οι μοιχοί σε δυο τρεις συναντήσεις τους σε απόμερα μέρη να πίνουν τον καφέ τους και να συζητούν. Ο ήχος δεν ήταν τέλειος, αλλά από κάποιες λέξεις και φράσεις που ξεχώρισε, έβγαλε το συμπέρασμα πως μάλλον, τι μάλλον, σίγουρα, σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν.

Άνθρωπος ισχυρότατης θέλησης, επέβαλε αυτοκυριαρχία στον εαυτό του, είδε την υπόθεση σαν ένα ακόμα πρόβλημα, από τα άπειρα που είχε λύσει στη ζωή του, και άρχισε να μεθοδεύει και αυτού τη λύση. Πρώτα διαβεβαίωσε την κόρη του πως οι φόβοι της είναι αδικαιολόγητοι. Ο άντρας της έχει προβλήματα με τη δουλειά του που, εξαιτίας της πολύμηνης απουσίας του ιδίου, έγιναν πιο δύσκολα. Και μετά άρχισε να εξετάζει διάφορα σενάρια αντιμετώπισης  των μοιχών. Και αποφάσισε: Θα τους προλάβει. Θα τους εξοντώσει πρώτος αυτός,  αλλά με τέτοιον τρόπο, που να ξεφύγει από τις συνέπειες του νόμου. Και άρχισε να σχεδιάζει το τέλειο έγκλημα. Και όσο προχωρούσε ο σχεδιασμός, τόσο τον συνάρπαζε η ιδέα.

Ο καθηγητής είχε ένα είδος μεσσιανικής αντίληψης για τον εαυτό του. Πίστευε δηλαδή πως διέφερε από τους υπολοίπους και ήρθε σε τούτον  τον κόσμο με υψηλό προορισμό. Ίσως σε αυτή του την αντίληψη να έπαιξαν ρόλο ο πλούτος και τα μεγαλεία μέσα στα οποία μεγάλωσε, οι υπηρέτες και οι κόλακες που τον περιέβαλαν, η εξαίρετη φυσική του παρουσία, η ανώτερη ευφυΐα του, η υπερβολική του μόρφωση. Έτσι εξελίχτηκε και αναδείχτηκε σε έναν πρώτης τάξης αλαζόνα, εγωπαθή και υπερόπτη. Στις σχέσεις του με τους άλλους έδινε πάντα εντολές, που οι άλλοι γενικά εκτελούσαν.

Πριν από κάποια χρόνια πέθανε η πρώτη γυναίκα του. Λίγους μήνες αργότερα έδωσε εντολή στη νεαρή και όμορφη γραμματέα του να τον παντρευτεί. Και αυτή υπάκουσε, παρόλο που άλλα επιθυμούσε, ονειρευόταν και σχεδίαζε. Στη συνέχεια διέταξε τον επίκουρο καθηγητή Αριστείδη Ζιάκα να ενώσει τη ζωή του με τη θρησκόληπτη και με έντονα ψυχολογικά προβλήματα  θυγατέρα του. Και αυτός υπάκουσε, παρόλο που τα ίδια με την γραμματέα επιθυμούσε, ονειρευόταν και σχεδίαζε. Βέβαια ο γαμπρός έλαβε ως γαμήλιο δώρο μία προαγωγή. Έγινε αναπληρωτής καθηγητής, υποσκελίζοντας τρεις αρχαιότερους και κατά κοινή ομολογία κατά πολύ αξιότερους συναδέλφους του.

Οι δυο συμπιεσμένοι και καταπιεσμένοι, πριν πάρουν τις εντολές από τον δυνάστη, έδειχναν ενδιαφέρον ο άντρας για τη γυναίκα  και αντιστρόφως. Αλλά προτίμησαν το βόλεμα από την ελευθερία. Τέτοια τύχη δεν την κλωτσάς εύκολα, έστω κι αν σου επιβάλλεται. Όταν όμως η σκιά της τυραννίδας απομακρύνθηκε, έστω και πρόσκαιρα, και ένιωσαν κάποια ελευθερία, κάθισαν και τα είπαν, έβγαλαν τα απωθημένα τους και σπρωγμένοι και από τα στερημένα τους, βρήκαν ο ένας παρηγοριά στην αγκαλιά του άλλου.  Και απόχτησε τέτοια ένταση το πάθος τους, που δεν μπορούσε πια να το  ελέγξει η λογική τους. Η ιεράρχηση των αξιών τους προσδιορίστηκε ξανά με τα νέα δεδομένα. Και συνεχίστηκαν οι συναντήσεις και οι συνευρέσεις τους και μετά την επιστροφή του αφέντη.

Ο τελευταίος, που ήταν απαλλαγμένος και στερημένος από συναισθήματα για τους άλλους, εκτός ίσως από την προβληματική θυγατέρα, αντιμετώπισε το γεγονός της μοιχείας, της προδοσίας  και της απειλής της ζωής του με μολύβι και χαρτί, σαν να επρόκειτο για πρόβλημα της δουλειάς του, και βρήκε τη λύση. Μια λύση που και τους ενόχους τιμωρούσε, και τον εαυτό του όχι μόνον έσωζε, αλλά απάλλασσε και από κάθε υποψία.  Βασίστηκε σε μια αδυναμία και συνήθεια της γυναίκας του, που αυτός της είχε μεταδώσει. Έπινε πάντα ένα κονιάκ πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι της για οποιονδήποτε λόγο. Αν έκανε σεξ, έπινε άλλο ένα μετά την ολοκλήρωση. Αν με τη σειρά της αυτή είχε μεταδώσει τη συνήθεια και στον γαμπρό του, πάει καλά. Αν όχι, πάει καλύτερα. Στη δεύτερη περίπτωση, εκτός των άλλων θα του φόρτωναν και το φόνο.

Έψαξε στο internet,  βρήκε και παρήγγειλε ένα εξαιρετικό δηλητήριο που διαλυόταν εύκολα στο αλκοόλ, δεν αλλοίωνε τη γεύση και το χρώμα του διαλύτη, και ήταν εξόχως αποτελεσματικό. Αγόρασε ένα μπουκάλι κονιάκ της μάρκας που χρησιμοποιούσαν, το άνοιξε με επιμέλεια, έριξε μέσα δόση διπλάσια από την θανατηφόρα, το εμφιάλωσε πάλι με καινούριο φελλό,  προγραμμάτισε ένα ταξίδι για την Αθήνα, και την παραμονή του ταξιδιού το ανήγγειλε στους δικούς του. Είχε να κάνει μια παρουσίαση της τελευταίας δουλειάς του στην Ακαδημία.

«Μα, μπαμπά, αύριο έχω τα γενέθλιά μου».

«Έννοια σου, κόρη μου. Το βράδυ θα επιστρέψω. Και θα τα γιορτάσουμε με λαμπρότητα. Λοιπόν, αύριο ραντεβού στο σπίτι σου στις εννιά, αλλά με έναν όρο. Θα μας μαγειρέψεις το περίφημο στιφάδο σου».

Το ίδιο βράδυ κατέβασαν με τη γυναίκα του από το παλιό μπουκάλι από δύο ποτά, ένα πριν και ένα μετά, με αποτέλεσμα σχεδόν να το αδειάσουν, και το πρωί, πριν φύγει για το ταξίδι, αντικατέστησε το γεμάτο  μπουκάλι που είχαν παρακαταθήκη με το δηλητηριασμένο.

Το ίδιο πρωί στο σπίτι της κόρης, ο γαμπρός έδειχνε μια ασυνήθιστη νευρικότητα. Η γυναίκα του του ζήτησε να πάει να ψωνίσει για τη γιορτή, και αυτός της απάντησε πως έχει πολλή δουλειά. Αλλά η προετοιμασία του δεν ήταν προετοιμασία ανθρώπου που θα πάει στο Πανεπιστήμιο. Αφρόλουτρα, αρώματα και προπαντός αδημονία. Χτύπησε το κινητό του που το είχε μαζί του στο μπάνιο. Έβαλε αυτί στην πόρτα και άκουσε ένα «σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί».

Του φώναξε πως πάει για ψώνια, κατέβηκε και κρύφτηκε στην πρασιά της οικοδομής. Σε λίγο αυτός κατέβηκε άνετος και ανυποψίαστος. Βγήκε στην παραλία. Από κοντά αυτή. Το πρώτο σοκ το πήρε όταν μετά από λίγο τον είδε να μπαίνει στην οικοδομή που ζούσε ο πατέρας της και το δεύτερο όταν  διαπίστωσε πως το ασανσέρ σταμάτησε στον  έβδομο όροφο, εκεί που ήταν το διαμέρισμα του γονιού της. Και τότε τα κατάλαβε όλα. Και θεώρησε ιερό καθήκον να τιμωρήσει τους άπιστους που πρόσβαλαν και πρόδωσαν τον επί γης θεό της.

Είχε μεγάλη δόση από την ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία του πατέρα της. Επίσης είχε στο σπίτι της αρσενικό. Το είχε πάρει από την υπηρεσία της για να αντιμετωπίσουν τα άπειρα ποντίκια που είχαν φωλιάσει και πολλαπλασιαστεί στην αποθήκη του εξοχικού τους, στην Πιερία. Ψώνισε λοιπόν με περίσσεια επιμέλεια και βάλθηκε να φτιάξει το καλύτερο στιφάδο της ζωής της. Και όταν το ολοκλήρωσε, το μοίρασε σε δυο κατσαρόλες. Στη μεγάλη, που προοριζόταν για τον πατέρα της και εκείνη, και στη μικρή, που προοριζόταν για τους μοιχούς. Το δηλητήριο το έβαλε φυσικά στη μικρή κατσαρόλα.   Ήταν ανεξήγητα ιδιαίτερα χαρούμενη. ΟΙ σχεδιασμοί της και οι φαντασιώσεις της έφταναν μέχρι τη στιγμή της τιμωρίας των ενόχων. Με αγαλλίαση τους φανταζόταν να σφαδάζουν από τους πόνους πριν αφήσουν την τελευταία πνοή τους, και τότε αυτή θα αποκάλυπτε στον πατέρα τον ένοχο δεσμό τους. Μετά; Αδιάφορο. Αν και είχε μια ελπίδα πως ο επί γης θεός της ίσως έκανε κάποιο θαύμα και  την γλύτωνε από την τιμωρία.

Ο καθηγητής επέστρεψε από το ταξίδι στην ώρα του. Πήρε ένα ταξί και πήγε ευθεία στο σπίτι του γαμπρού του. Απόρησε τάχα για την απουσία των άλλων, τηλεφώνησε σπίτι του και παραξενεύτηκε –επίσης τάχα-  που δεν πήρε απάντηση.

«Πήγαινε κόρη μου να δεις τι συμβαίνει.  Πάρε και τα κλειδιά του σπιτιού μαζί σου». Σε πέντε λεπτά εκείνη ήταν εκεί. Χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι, μα απόκριση καμιά. Άνοιξε, μπήκε και τους βρήκε, μοιχό και μοιχαλίδα, γυμνούς, πεσμένους στο δάπεδο σε φριχτές πόζες και νεκρούς. Την πλημύρισαν διάφορα έντονα και αντικρουόμενα συναισθήματα. Και φόβος, και σαστιμάρα, και απορία, αλλά και ικανοποίηση και άγρια χαρά. Πήγε στο τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό. Αλλά πώς θα του το πει; Καλύτερα να πάει σπίτι και να σκεφτεί στο δρόμο πώς θα του το σερβίρει.

Ανάμεσα στις δύο οικοδομές, του πατέρα και της κόρης,  παρεμβάλλεται η εκκλησία Κυρίλλου και Μεθοδίου. Μπήκε σε αυτή, γονάτισε μπροστά στις εικόνες των αγίων και τους ευχαρίστησε που την τιμωρία ανέλαβαν οι ίδιοι και δεν την άφησαν σε κείνη. Τους θερμοπαρακάλεσε  όμως να δώσουν δύναμη στον πατέρα για να μην τον τσακίσει το γεγονός. Και μετά πήγε σπίτι έχοντας στο μεταξύ φτιάξει ένα σενάριο για το πώς θα του το παρουσιάσει.

Τον βρήκε στα τελευταία του. Παρόλη την απόλυτη αυτοκυριαρχία του, θες η πείνα, θες η έντονη μυρουδιά του στιφάδου, θες η προοπτική να αργήσει να βάλει μπουκιά στο στόμα του, μπήκε στον πειρασμό και δοκίμασε από το στιφάδο. Αλλά για ανεξήγητους λόγους, επέλεξε την μικρή κατσαρόλα.

Χαλκιδική, Καλούτσικο, Νοέμβρης του 2010

Ετικέτες: Αργύρης Παυλιώτης

Εκτύπωση