Γαλανόπουλος Nεοκλής: "Unfair Play"

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

1

«Θα με σκοτώσουν!»

Τη φοβερή αυτή φράση διατυμπάνιζε το αλαφιασμένο ύφος που είχε ο Βασίλης Κανέλλης, καθώς στεκόταν σιωπηλός, με μια βαλιτσούλα στο χέρι, στο τέρμα ενός απόμερου και σκοτεινού, εκείνη την αφέγγαρη αυγουστιάτικη νύχτα, δρόμου των Αφιδνών, μπροστά σε μια φωταγωγημένη καγκελόπορτα· τη φράση την οποία είχε επαναλάβει κάμποσες φορές στην τελευταία τηλεφωνική συνομιλία του με τον παλιό του φίλο Γιάννη Φράγκο· τη φράση που λίγες ώρες αργότερα έμελλε, δυστυχώς, να βγει αληθινή, με τρόπο εντελώς ανεξήγητο!

«Σαν κυνηγημένο ελάφι!» σκέφτηκε ο Γιάννης βλέποντάς τον, αλλά την επόμενη στιγμή αντελήφθη ότι η παρομοίωση ήταν ατυχής.

«Έλα, Βασίλη, καλώς όρισες!» είπε, και του άνοιξε την αυλόπορτα και την αγκαλιά του.

Οι δυο δημοσιογράφοι αντάλλαξαν φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και σταυρωτά φιλιά.

«Από το Πάσχα έχουμε να σε δούμε», τον «μάλωσε» στη συνέχεια.

«Χάθηκες! …Αλήθεια, το βρήκες εύκολα το σπίτι;» «Ναι», απάντησε πολύ πιο χαμηλόφωνα ο Βασίλης, τεντώνοντας συγχρόνως τούς πονεμένους από το προηγηθέν ατσαλένιο σφίξιμο ώμους του, «μ’ έπιασε η νύχτα, γιατί ήρθα μέσω Λαμίας, για να ’μαι σίγουρος πως δεν με ακολούθησε κανείς. Μέχρι να βάλω και την κουκούλα στ’ αμάξι…»

«Πού τ’ άφησες; Δεν το βλέπω!»

«Δυο δρόμους παρακάτω».

Ο σαρανταπεντάχρονος Γιάννης κοίταξε εξεταστικά τον πάλαι ποτέ «μαθητή» του.

«Μη γίνεσαι παρανοϊκός!» τον «ξαναμάλωσε», σοβαρότερα τώρα.

Αντί απάντησης, ο κατά δεκαπέντε έτη νεότερος Βασίλης απέφυγε το βλέμμα τού πάλαι ποτέ «μέντορά» του και άρχισε να ξύνει το καστανοκόκκινο μούσι του, όπως κάθε φορά που τον έπιανε αμηχανία.

Ο άλλος δεν έδωσε συνέχεια.

«Καλά, εννιάμιση είναι ακόμα», είπε, αφού έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Δώσ’ μου τα πράματά σου να μην κουράζεσαι, μετά από τέτοιο ταξίδι…» πρόσθεσε σε εύθυμο τόνο αρπάζοντας τη βαλίτσα από το χέρι του Βασίλη, ο οποίος έσωσε τον καρπό του αφήνοντάς την εγκαίρως.

Παρά τα όσα ουδόλως εντυπωσιακά μπόρεσε να δει ο νεοφερμένος, χάρη στα φώτα της βεράντας και της αυλόπορτας, από τον μικρό κήπο – κοντοκουρεμένους θάμνους δεξιά κι αριστερά από τις γκρίζες πλάκες που σταματούσαν στα σκαλάκια της βεράντας, πιο πέρα πεύκα με στρεβλούς κορμούς, πατημένο χώμα, ένα τραπέζι του πινγκ-πονγκ χωρίς δίχτυ -, θεώρησε υποχρέωσή του να τον παινέψει.

«Ωραίο κήπο έχετε!»

«Μήπως θες να φάμε έξω;»

Ο Βασίλης κοκκάλωσε.

«Όχι, όχι, δεν…» έκανε έντρομος.

Ο Γιάννης ξέσπασε σε βροντερά γέλια.

«Συγγνώμη, δεν μπόρεσα να κρατηθώ!» έσπευσε ν’ απολογηθεί. «Για πλάκα σ’το ’πα, για να χαλαρώσεις λίγο!»

«Το αντίθετο κατάφερες!» θύμωσε ο άλλος.

«Μα πώς κάνεις έτσι; Ποιος φοβάσαι μη σε δει, τα τριζόνια; Έλα, προχώρα».

«Ελπίζω να μην έχεις πει τίποτα στην Αναστασία!» είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Βασίλης, προτού ανεβούν τα σκαλάκια.

«Τρελός είμαι; Για να ’χω μετά να νταντεύω και τους δυο σας;»

Ο οικοδεσπότης έστριψε το κλειδί που ήταν πάνω στην εξώπορτα, και παραμέρισε για να περάσει πρώτος ο φιλοξενούμενος.

Το θερμό χαμόγελο της οικοδέσποινας έκανε τον Βασίλη να νιώσει αμέσως καλύτερα. Η Αναστασία Βαξεβάνη, μια ψηλόλιγνη γυναίκα με γυαλιά, στην ηλικία πάνω κάτω του άντρα της, έκανε ένα βήμα μπροστά, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο.

«Καλώς ήρθες! Όλα καλά;»

«Ναι… ναι», ξεροκατάπιε ο Βασίλης.

«Τι αστεία έλεγες πάλι;»

«Α, μας άκουσες που γελούσαμε;» πετάχτηκε ο άντρας της.

«Όλο το χωριό σ’ άκουσε, Γιάννη!»

«Έχω γερά πνευμόνια, τι να κάνουμε;» είπε εκείνος και χτύπησε το στήθος του αλά Ταρζάν.

Η γυναίκα του τον κοίταξε, όπως θα κοίταζε μια μάνα τον άτακτο γιο της.

«Μη θες να τα μαθαίνεις κι όλα!» συνέχισε ο Γιάννης. «Αντρικές κουβέντες, αντρικά αστεία!»

Η Αναστασία γύρισε στον μουσαφίρη· με το ίδιο «μητρικό» ύφος τον ρώτησε:

«Θέλεις λίγο νερό; Έχεις ιδρώσει».

Ήταν αλήθεια, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή ο ίδιος δεν το είχε συνειδητοποιήσει.

«Θα σου φέρω εγώ!» προσφέρθηκε ο νοικοκύρης.

Όταν γύρισε από την κουζίνα, έδωσε το ποτήρι στον Βασίλη, που είχε καθίσει εντωμεταξύ σε μια πολυθρόνα, έριξε μια απαλή ξυλιά στον πισινό της γυναίκας του και της είπε:

«Θα τα κάψεις τα παϊδάκια!»

Η νοικοκυρά, φανερά αιφνιδιασμένη, έφυγε βιαστικά από το σαλόνι. Όταν είχε βγει πια από το οπτικό τους πεδίο, ο άντρας της φώναξε:

«Ο Βασίλης προτιμά να φάμε στην τραπεζαρία, φοβάται τα κουνούπια, ο γλυκοαίματος!»

«Εντάξει!» ακούστηκε από το βάθος αγχωμένη η φωνή της Αναστασίας.

Ο Βασίλης σηκώθηκε όρθιος έδειχνε εξουθενωμένος.

«Κουράγιο», του είπε ο άλλος και πήρε από κάτω τη βαλίτσα, «με γεμάτο στομάχι θα τα δεις αλλιώς τα πράγματα. Κοιλία ὁρᾷ καὶ κοιλία ἀκούει!»

«Τι ’ναι αυτό, αρχαίο ρητό;» ρώτησε ο ανελλήνιστος οικονομικός συντάκτης.

«Τουναντίον, νεότατο!» απάντησε με καμάρι ο αρχαιογνώστης ιστοριογράφος. Βλέποντας τον Βασίλη να έχει χάσει τον μπούσουλα, συμπλήρωσε: «Ξέχνα το! Έλα, προχώρα. Πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου».

Βγήκαν από το σαλόνι κι έστριψαν δεξιά σ’ ένα στενό, μισοσκότεινο διάδρομο με πόρτες στον αριστερό τοίχο. Το δωμάτιο του φιλοξενουμένου βρισκόταν πίσω από την τελευταία πόρτα. Ο οικοδεσπότης έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα κλειδί, ξεκλείδωσε, και με τον ώμο του έσπρωξε δυνατά την πόρτα, που σκλήρισε ανατριχιαστικά· μόνον ο Βασίλης ανατρίχιασε όμως.

«Θα μας χαλάσει το πάτωμα αυτή η παλιόπορτα, έχει σκεβρώσει τελείως…» έκανε τσατισμένος ο Γιάννης και μπήκε στο δωμάτιο. «Έλα, τι στέκεσαι απ’ έξω;» φώναξε, μόλις άναψε το φως.

Αυτό ακριβώς περίμενε κι ο Βασίλης για να διαβεί το κατώφλι.

Αμέσως μετά κοντοστάθηκε και περιέφερε το βλέμμα του στον χώρο. Όχι πως υπήρχαν και πολλά να δει: ένα μονό κρεβάτι – το κεφαλάρι ακουμπούσε στον αριστερό τοίχο – ένα κομοδίνο, μια ψηλή ντουλάπα, ένα σβηστό και πεντακάθαρο τζάκι με μια κουνιστή πολυθρόνα μπροστά του, δύο παράθυρα με τις κουρτίνες κλεισμένες, ένα χαμηλό τραπεζάκι με δύο καρέκλες, ένας πίνακας για διακόσμηση και μια γυμνή λάμπα για φωτισμό – ανεπαρκής ο μεν, επαρκέστατη η δε.

«Λοιπόν, πώς σου φαίνεται ο ξενώνας μας;» τον ρώτησε ο σπιτονοικοκύρης. «Δεν είναι σαν τις σουίτες που έχεις συνηθίσει, αλλά για λίγες μέρες…»

Τα λόγια του έκαναν τον Βασίλη να σκάσει ένα χαμόγελο.

«Έτσι ντε!» τον ενθάρρυνε κατόπιν.

«Είναι πολύ ωραίος».

«Κι εσύ πολύ ευγενικός», ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση ο Γιάννης και πρόσθεσε, δείχνοντας στον φιλοξενούμενό του την εσωτερική πλευρά της πόρτας: «Από ομορφιά δεν ξέρω, από ασφάλεια όμως…»

Ο Βασίλης είδε ότι η πόρτα διέθετε σύρτη· αυτό όμως, αντίθετα με τις προβλέψεις του Γιάννη, φάνηκε να τον προβληματίζει.

«Τι χρειάζεται ο σύρτης;»

«Ρώτα τον προηγούμενο ιδιοκτήτη!» απάντησε ο τωρινός. «Μόνο που θέλει να βάλεις δύναμη, γιατί από την αχρησία…»

Έκλεισε την πόρτα για να αποδείξει τού λόγου το αληθές. Όταν οι εργώδεις προσπάθειές του να κουνήσει τον σύρτη στέφθηκαν τελικώς από επιτυχία, είπε αναστενάζοντας:

«Δεν τελειώνουν οι δουλειές σ’ αυτό το σπίτι! Το ’χε αφήσει να ρημάξει ο άλλος! Όλη την άνοιξη εδώ την πέρασα, με τους μαστόρους, κι ακόμα…»

«Ναι, μου το ’χες πει», θυμήθηκε ο Βασίλης.

«Τέλος πάντων», έκανε ο Γιάννης, κι ύστερα πλησίασε το παράθυρο που βρισκόταν στη μέση του δεξιού, ως προς την είσοδο, τοίχου. Τράβηξε την μπεζ κουρτίνα: το συρόμενο παντζούρι ήταν κλειστό, το τζάμι ορθάνοιχτο.

«Έχει και καταπληκτική θέα το δωμάτιό σου! Θα δεις, είναι σαν να βρίσκεσαι στο δάσος».

«Μην τ’ ανοίξεις!» φώναξε αίφνης ο άλλος.

Ο Γιάννης γύρισε και τον κοίταξε με απορία, η οποία έδωσε γρήγορα τη θέση της στη θυμηδία.

«Δεν θα τ’ άνοιγα, ρε φοβιτσιάρη, τώρα είναι νύχτα!» του εξήγησε το αυτονόητο. «Άλλο θέλω να σου δείξω, όχι τη θέα».

Αυτό το «άλλο» ήταν δύο μεταλλικοί πείροι με κοντή αλυσίδα, ο ένας στο πάνω κι ο άλλος στο κάτω συρόμενο αλουμινένιο πλαίσιο του τζαμιού, και δύο τρύπες στους αντίστοιχους σταθερούς «οδηγούς».

«Άμα θες, βάζεις και τους πείρους, για ακόμη περισσότερη ασφάλεια», συνέχισε, και σε λιγότερο σοβαρό τόνο: «Εγώ, πάντως, με τέτοια ζέστη, δεν θα τολμούσα να κλείσω τα τζάμια!»

«Δεν παθαίνω τίποτα», αντέλεξε ο Βασίλης.

«Συμφωνώ απολύτως!» αντέτεινε ο Γιάννης.

Ο φιλοξενούμενος βουβάθηκε. Έβγαλε το κινητό και το πορτοφόλι του από τις τσέπες του, το ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, και το βλέμμα – όχι τον νου – προσηλωμένο στο αμφιβόλου αισθητικής αξίας εαρινό ηλιοβασίλεμα, που ήταν κρεμασμένο μπροστά του.

«Έλα, πάμε να φάμε τώρα!» τον κάλεσε επιτακτικά ο οικοδεσπότης.

Ο Βασίλης, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την ελαιογραφία, απάντησε:

«Κάτσε να βάλω πρώτα…»

«Άσ’ τα τα ρούχα», τον διέκοψε ο άλλος, «τα φτιάχνεις μετά! Δεν πείνασες; Εγώ πεινάω σαν λύκος. Έλα τώρα που ’ναι ζεστά!»

Ο Βασίλης ενέδωσε, ως συνήθως, στη γαστριμαργία του. Όσο ο Γιάννης πάλευε να ξεσυρτώσει την πόρτα και δεν τον έβλεπε, πήγε κοντά στο άλλο παράθυρο, στη δεξιά μεριά τού αντικρινού της τοίχου, και σιγουρεύτηκε ότι το παντζούρι ήταν ασφαλισμένο. Αφού έκανε τον ίδιο έλεγχο και στο πρωτοαναφερθέν παράθυρο, κινήθηκε προς την πόρτα, η οποία δεν έλεγε ακόμα ν’ ανοίξει.

«Στην αστυνομία πήγες τελικά;» στράφηκε προς το μέρος του ο αναψοκοκκινισμένος ελκυστής, αφήνοντας τον σύρτη.

Ο Βασίλης δίστασε προς στιγμήν, προτού απαντήσει αρνητικά.

«Τα ’χουμε συζητήσει αυτά», δικαιολογήθηκε έπειτα, βλέποντας τον μορφασμό αποδοκιμασίας στο πρόσωπο του Γιάννη.

«Μήπως κάπου μέσα σου ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις πραγματικά και γι’ αυτό…;»

«Κινδυνεύω!»

«Καλά, μη φωνάζεις! Μ’ έχεις πείσει: όντως νομίζεις ότι κινδυνεύεις».

Ο Βασίλης τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Τι θες να πεις;» έκανε με έντονο ύφος. «Ότι προσπαθώ να σε πείσω;»

«Όχι, απλώς… βλέπω πόσο ταραγμένος είσαι και… σε πιστεύω!»

«Επειδή είμαι καλός ηθοποιός;»

«Μα τι ’ν’ αυτά που λες; Εγώ δεν σου ’πα να ’ρθεις εδώ, να βρεις την υγειά σου;»

«Α, δηλαδή με περνάς για τρελό!»

«Ρε Βασίλη, χαλάρωσε λίγο, δεν γίνεται συνεννόηση έτσι! Σχήμα λόγου ήτανε εννοούσα ότι εδώ είσαι ασφαλής!»

«Άκου, Γιάννη, σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία, αλλά αν είναι να μου τη βγάλεις ξινή…»

«Να βοηθήσω θέλω», είπε ο άλλος κατευναστικά, «μην αρπάζεσαι! Ξέχνα το, πάμε να φάμε». Ξανάπιασε τον σύρτη και συμπλήρωσε χαριτολογώντας: «Δεν βλέπεις ότι μ’ έχει πιάσει αδυναμία;»

Ο Βασίλης όμως παρέμεινε ασυγκίνητος, με τα μούτρα κατεβασμένα.

* * *

Το ύφος του άλλαξε άρδην όταν κάθησαν στο τραπέζι, υπό την ευεργετική επίδραση της πρόσχαρης οικοδέσποινας και του λουκούλλειου δείπνου. Με το καλό φαΐ, το καλό κρασί και την καλή παρέα, ηρέμησε και σιγά σιγά ξαναβρήκε το κέφι του, προς μεγάλη ικανοποίηση του οικοδεσπότη.

Μίλησαν για τον μοναχογιό του ζευγαριού, που βρισκόταν σε κοντινή κατασκήνωση, κουτσομπόλεψαν κοινούς φίλους και γνωστούς, γκρίνιαξαν για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας, αμπελοφιλοσόφησαν για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, θυμήθηκαν την ηρωϊκή εποχή τής συνεργασίας των δύο δημοσιογράφων, είπαν ανέκδοτα – τα περισσότερα ο Γιάννης –, ιστορίες και άλλα πολλά, ατάκτως ερριμμένα, που έκαναν τη βραδιά να κυλήσει ανώδυνα, ανεπαίσθητα, ειρηνικά.

Το τέλος της, όμως, ήταν το άκρως αντίθετο. Να τι συνέβη:

Σε μια στιγμή η Αναστασία είπε στον Βασίλη, που διαμαρτυρόταν επειδή μόλις του είχε γεμίσει για πολλοστή φορά το ποτήρι του:

«Για να κοιμηθείς καλά!» «

Σιγά μην κοιμηθεί!» πετάχτηκε τότε ο Γιάννης χαχανίζοντας.

Οι άλλοι δύο αποσβολώθηκαν.

Ο υπαίτιος έκανε: «Ουπς! Συγγνώμη, Μπίλυ!» και δάγκασε τα χείλη του, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα γέλια του.

«Γιατί να μην κοιμηθεί;» απόρησε η γυναίκα του, βάζοντας την καράφα πάνω στο τραπέζι.

Ο άλλος έκλεισε το μάτι στον Βασίλη.

«Να το πω;»

«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε η Αναστασία.

Ο φιλοξενούμενος, φανερά εκνευρισμένος, άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά δεν πρόλαβε.

«Ο Βασίλης φοβάται ότι κάποιοι θέλουν να τον βγάλουν απ’ τη μέση», ξεφούρνισε ο οικοδεσπότης το μυστικό, αφήνοντας άναυδη τη γυναίκα του. «Γιάννη!» φώναξε ο άλλος.

«Ποιοι;» έκανε αναστατωμένη η Αναστασία, γυρνώντας προς τον Βασίλη.

Εκείνος χαμήλωσε τα μάτια.

«Ας μιλήσει κάποιος!» απαίτησε εκείνη.

«Δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα», την πληροφόρησε ο άντρας της, «εδώ και… δυο μήνες δεν είναι περίπου;»

Ο ερωτηθείς παρέμεινε σιωπηλός.

«Εσύ το ήξερες;»

«Μου το είχε πει μια φορά στο τηλέφωνο. Και σήμερα το πρωί άλλη μία».

Η Αναστασία απευθύνθηκε πάλι στον Βασίλη: «Τα ηχογράφησες τα τηλεφωνήματα; Πήρες στον ΟΤΕ να βρουν από πού γίνονται οι κλήσεις;»

Ο Βασίλης δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει την εξυπνάδα της, όσο κι αν ένιωθε σαν να περνούσε από ανάκριση.

«Ναι, τα ’γραψα σε κασέτα. Κασέτα ήταν ούτως ή άλλως, από σήριαλ κι ελληνικές ταινίες».

Ο Γιάννης δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο έσκασε στα γέλια.

Η γυναίκα του τον κεραυνοβόλησε με τα μάτια.

«Οι κλήσεις γίνονταν από διάφορα καρτοτηλέφωνα», συνέχισε ο Βασίλης.

«Απ’ την αστυνομία τι σου είπανε;» έκανε την επόμενη λογική ερώτηση η Αναστασία.

«Δεν πήγα…»

«Γιατί;» συνοφρυώθηκε η «ανακρίτρια».

«Τι να πάω να τους πω; Ότι με απειλεί ο Σπύρος Καλογήρου κι ο Ανέστης Βλάχος;» αντέδρασε έντονα ο «ανακρινόμενος»· κατόπιν πρόσθεσε ηπιότερα: «Κι εγώ στην αρχή, για φάρσα το πήρα. Από ένα σημείο και μετά όμως, σκέφτηκα… οι τύποι πρέπει να ’ναι επαγγελματίες και δεν θέλουν να καταγραφεί η φωνή τους, ούτε καν αλλοιωμένη. Με τα σημερινά μηχανήματα η αναγνώριση φωνής είναι παιχνιδάκι το ’χω δει στο Σι Ες Άι».

«Τότε γιατί δεν πήγες στην αστυνομία;» επέμεινε η Αναστασία.

«Μήπως για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους εγκατέλειψες το αστυνομικό ρεπορτάζ;» παρενέβη σκωπτικά ο άντρας της.

«Δεν είναι ιδεολογικό το θέμα!» του αντιγύρισε ο Βασίλης. «Δεν θα έβγαινε τίποτα είναι ειδική περίπτωση».

«Δηλαδή; Πού πάει το μυαλό σου; Πες μας!»

Ο Βασίλης έξυσε το μούσι του σκεφτικός.

«Δεν είναι δύσκολο να μαντέψω ποιοι κρύβονται από πίσω», απάντησε τελικά. «Τα τηλεφωνήματα άρχισαν μετά από ένα άρθρο που έγραψα για κάποιες μεγάλες εταιρίες που ρυπαίνουν συστηματικά και ατιμώρητα το περιβάλλον. Εκτός απ’ αυτούς τους… αρχιβρομιάρηδες, δεν έχω άλλους εχθρούς. Κι όπως όλοι ξέρουμε, κάτι τέτοιους οι μπάτσοι δεν τους αγγίζουν – μη τυχόν και λερωθούν!»

Οι σύζυγοι κοιτάχτηκαν με νόημα.

«Ὅπερ ἔδει δεῖξαι!» κάγχασε ο σύζυγος.

«Σταμάτα…» του ψιθύρισε από δίπλα η σύζυγος.

Ο φιλοξενούμενος δήλωσε με ελαφρά συστολή και απλανές βλέμμα:

«Δεν χρειάζομαι κρατική βοήθεια μπορώ και μόνος μου να προστατέψω τον εαυτό μου!»

Η Αναστασία διάλεξε προσεκτικά τα λόγια της:

«Αν και είναι μάλλον βέβαιο πως πρόκειται για κακόγουστη φάρσα, κατά τη γνώμη μου θα μπορούσες να το χειριστείς καλύτερα».

«Απολύτως βέβαιο είναι!» υπερθεμάτισε ο άντρας της.

«Μπορούμε ν’ αλλάξουμε κουβέντα, Αναστασία;» την παρακάλεσε με μελαγχολικό ύφος ο Βασίλης.

Εκείνη τον κοίταξε με τρυφερότητα και του χάιδεψε το μάγουλο.

«Φυσικά όπως θες».

Η ατμόσφαιρα όμως είχε βαρύνει το ίδιο και τα βλέφαρα της οικοδέσποινας, η οποία δεν άργησε να καληνυχτίσει τους δυο άντρες και να πάει για ύπνο. Εκείνοι έμειναν στην τραπεζαρία λίγο ακόμα, μέχρι τις δωδεκάμιση, οπότε ο φιλοξενούμενος σηκώθηκε για να πάει στο δωμάτιό του – πιο σωστά, στο WC δίπλα από το δωμάτιό του – ενώ ο οικοδεσπότης έμεινε να μαζέψει το τραπέζι.

2

Το επόμενο πρωί, γύρω στις έντεκα παρά τέταρτο, ο Γιάννης μπήκε στην κουζίνα, όπου είχε αφήσει προ ολίγου τη γυναίκα του, και με ύφος προβληματισμένο της είπε:

«Δεν απαντάει ο Βασίλης!»

Η Αναστασία έβαλε στο στραγγιστήρι το πιάτο που κρατούσε, έκλεισε τη βρύση κι έκανε:

«Τι; Δεν άκουσα».

«Είπες θα μου φτιάξεις καφέ», στραβομουτσούνιασε απότομα ο άλλος.

«Να τ’ άφηνα έτσι τα πιάτα; Θα σ’τον φτιάξω αμέσως. Αυτό ήτανε;»

Ο Γιάννης απάντησε αρνητικά και επανέλαβε την πρώτη φράση του.

«Κοιμάται βαριά φαίνεται», υπέθεσε η Αναστασία.

«Δεν μπορεί, κόντεψα να σπάσω την πόρτα!»

«Καλέ, στο μπάνιο θα ’ναι».

«Κοίταξα. Ούτε έξω είναι. Μήπως ξύπνησε νωρίτερα κι από σένα; Δεν τον είδες καθόλου;»

«Όχι. Με ρώτησες και πριν».

«Α ναι…» είπε ο Γιάννης, σουφρώνοντας τα φρύδια του. «Ε, χωρίς καφέ… και με τόσο κρασί χτες…!»

«Και πού είναι τότε;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Αναστασία.

«Λες να ’φυγε, ο παλαβός, χωρίς να μας πει τίποτα; Κάτσε να τον πάρω στο κινητό».

Ο Γιάννης βγήκε από την κουζίνα και ξανάρθε μετά από δυο λεπτά κρατώντας το κινητό του.

«Δεν το σηκώνει», είπε.

«Μήπως έπαθε τίποτα;» θορυβήθηκε η γυναίκα του.

Εκείνος ξεφύσηξε δυνατά.

«Για πάμε κι από πίσω να ρίξουμε μια ματιά», πρότεινε, αφού το σκέφτηκε λίγο.

«Πάμε…» έκανε ανέκφραστη η Αναστασία.

Από την εξώπορτα της κουζίνας το ανδρόγυνο βγήκε στην πίσω αυλή και περπατώντας πλάι πλάι – μόλις και χωρούσαν στη στενή πλακόστρωτη λουρίδα ανάμεσα στον τοίχο του σπιτιού και τον εγκαταλελειμμένο λαχανόκηπο – κατευθύνθηκαν προς τον ξενώνα.

Ξαφνικά κοκκάλωσαν. Το παράθυρο του Βασίλη ήταν ανοιχτό, διαρρηγμένο! Δίπλα στην ασφάλεια του παντζουριού έχασκε μια μεγάλη τρύπα και το τζάμι ήταν σπασμένο.

«Θεέ μου!» φώναξε κάτωχρη η Αναστασία και κοίταξε μέσα στο δωμάτιο.

Δύο πράγματα κατέγραψε αμέσως το μυαλό της: το αναμμένο φως και το στρωμένο κρεβάτι. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα προτού προσέξει τι υπήρχε μπροστά από την κλειστή πόρτα.

Τότε σκοτείνιασαν όλα.

Ο άντρας της, αν και σαστισμένος, την έπιασε εγκαίρως. Την έβαλε να καθήσει στο πεζούλι του λαχανόκηπου και προσπάθησε να τη συνεφέρει με ελαφρά χαστούκια.

«Έλα, καλό μου κορίτσι, μίλα μου!»

Η Αναστασία άνοιξε τα βλέφαρά της.

«Τι…; Είναι… είναι νεκρός;»

«Πάω να δω», έκανε ο Γιάννης και πήδηξε μέσα πατώντας στο περβάζι.

Η Αναστασία, παρότι είχαν λυθεί τα γόνατά της, κατάφερε να σηκωθεί και να κάνει ένα βήμα μπροστά.

Ο Γιάννης έσκυψε πάνω από τον ντυμένο όπως το προηγούμενο βράδυ Βασίλη, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα, με τη λαβή ενός μαχαιριού να εξέχει από την πλάτη του, πίεσε την καρωτίδα του και διαπίστωσε ό,τι γνώριζε ήδη: η καρδιά του παλιού του φίλου είχε σταματήσει.

Η δική του, αντίθετα, χτυπούσε σαν τρελή, όταν σήκωσε τα μάτια και είπε στη γυναίκα του, που παρακολουθούσε απ’ έξω:

«Τον σκότωσαν! Πρέπει να ειδοποιήσουμε την αστυνομία…»

         * * *

Το παρουσιαστικό τού ντυμένου με πολιτικά γκριζομάλλη, αξύριστου και διοπτροφόρου επικεφαλής του κλιμακίου, το οποίο έφθασε επί τόπου, μάλλον καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης θύμιζε, παρά αστυνομικό. Αυτήν ακριβώς την εντύπωση έδωσε στην Αναστασία ο αστυνόμος Μιχαήλ ο άντρας της τον παρομοίασε ενδόμυχα με τον μπαμπα-Στρουμφ.

Όταν ο αστυνόμος εξήντλησε τις ερωτήσεις του προς το ανδρόγυνο, τους άφησε στο σαλόνι – όχι μόνους ασφαλώς – και πήγε να εξετάσει ενδελεχέστερα το δωμάτιο όπου είχε βρεθεί το ήδη μεταφερθέν πτώμα.

Καθώς στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του ξενώνα και κοίταζε συλλογισμένος το παραβιασμένο παράθυρο στον απέναντι τοίχο, είδε να περνάει απ’ έξω σκυφτός, σαν ευσυνείδητο στέλεχος της εγκληματολογικής υπηρεσίας που ήταν, ο Κώστας Μαζαράκης.

«Κώστα!» φώναξε στον ιχνηλάτη, κι εκείνος γύρισε απότομα και με την κούραση ζωγραφισμένη στο μακρουλό πρόσωπό του του ανακοίνωσε: «Τελειώσαμε, κ. αστυνόμε».

«Ωραία», είπε ο Μιχαήλ, όχι όμως και το ύφος του. «Έλα μέσα».

Πριν να περάσει ένα λεπτό, βρίσκονταν κι οι δύο μέσα στο δωμάτιο.

«Τίποτα ενδιαφέρον στον κήπο;»

«Δυστυχώς, όχι», απάντησε ο σαραντάρης πραγματογνώμων.

«Δεν βρήκες, δηλαδή, από ποιο σημείο της περίφραξης μπήκε ο δράστης».

«Δεν άφησε ίχνη… αν όντως σκαρφάλωσε στα κάγκελα».

«Εδώ μέσα άφησε;» ρώτησε ο αστυνόμος, χωρίς να σχολιάσει την αμφιβολία του συνομιλητή του.

«Τίποτα το αξιοποιήσιμο», κατσούφιασε εκείνος.

«Το αμάξι του θύματος;»

«Κλειδωμένο κανονικά. Πήραμε αποτυπώματα καλού κακού από τις πόρτες και το ντουλαπάκι».

«Γι’ αυτήν εδώ την πόρτα έβγαλες τελικά συμπέρασμα;»

«Νομίζω ναι το αποτύπωμα τού δεξιού αντίχειρα του θύματος είναι ευκρινέστατο και στο κλειδί που βρέθηκε στην τσέπη του, και στον σύρτη».

«Υπάρχει πιθανότητα ο δολοφόνος να πίεσε απλώς το δάχτυλο του νεκρού πάνω στον σύρτη και στο κλειδί;»

«Αποκλείεται! Το δάχτυλο είχε αίματα επάνω – έπιασε την πλάτη του, φαίνεται, μετά το χτύπημα».

«Τους πείρους ποιος τους έβαλε;»

«Δεν είμαι σίγουρος…» έκανε ο επιστήμων, ζαρώνοντας το μέτωπό του. «Είναι μερικά τ’ αποτυπώματα· πρέπει να τα εξετάσουμε στο εργαστήριο».

Ο Μιχαήλ έδειξε το ξύλινο πάτωμα μπροστά από το σπασμένο παράθυρο.

«Βρήκες καθόλου αίμα εκεί;» ρώτησε.

«Όχι – και, δυστυχώς, πουθενά αλλού, εκτός από το σημείο όπου ήταν το πτώμα. Άρα, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε πού ακριβώς στεκόταν όταν τον χτύπησαν… αφού ο κ. Γκέκας γνωμάτευσε πως ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος…» είπε ο άλλος με οφθαλμοφανή σεβασμό προς το πρόσωπο του ιατροδικαστή.

«Ούτε γυαλιά είχε στα παπούτσια του».

«Όχι».

«Το πιστόλι στη βαλίτσα είχε αποτυπώματα; Η βαλίτσα;»

«Η βαλίτσα κάπως μπερδεμένα. Πρέπει να…»

«Το πιστόλι;»

«Νομίζω, μόνο τα δικά του», απάντησε ο Μαζαράκης και κατόπιν πρόσθεσε συνειρμικά: «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κατάφεραν και τον αιφνιδίασαν!» «Αυτό είναι το ερώτημα…» συμφώνησε αμλετικά ο αστυνόμος. «Εδώ είσαι, Αντρέα;» έκανε άξαφνα, βλέποντας τον αδικαιολογήτως χαμογελαστό βοηθό του στο κατώφλι της πόρτας.

«Ήρθα για να βοηθήσω, κ. διοικητά», είπε ο τριαντάχρονος υπαστυνόμος.

«Οι ένοικοι;»

«Όλα υπό έλεγχο!» δήλωσε με αυτοπεποίθηση ο άλλος και πέρασε μέσα.

Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στον Μαζαράκη.

«Εντάξει, Κώστα, θα τα πούμε αργότερα».

«Α, κάτι ξέχασα!» αναφώνησε τότε εκείνος και έδειξε ένα σημείο στο ταβάνι, πολύ κοντά στο σπασμένο παράθυρο, απ’ όπου έλειπε λίγος σοβάς.

«Το βλέπετε αυτό; Πρέπει να ’ναι πρόσφατο, γιατί βρήκαμε σοβά στο πάτωμα».

«Η Βαξεβάνη μάς είπε ότι καθάρισε το δωμάτιο χτες το πρωί για τον μουσαφίρη!» επεσήμανε ο νεότερος αξιωματικός.

«Θα προτιμούσα να μην το ’χε κάνει…» σχολίασε ο ανιχνευτής.

«Χρήσιμη η σκόνη, ε;»

«Ήταν και το περβάζι καθαρό;» παρενέβη ο αρχαιότερος αξιωματικός.

«Δεν είχε πατημασιές;»

«Μόνο από τις σαγιονάρες του ιδιοκτήτη».

«Ωραία!» είπε, εμφανώς ειρωνικά τώρα, ο Μιχαήλ.

Ο Μαζαράκης χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα κι έφυγε.

«Τι κάνω τώρα, κ. αστυνόμε;» ρώτησε ο βοηθός του.

«Μεταβολή», απάντησε ξερά εκείνος.

Ο υπαστυνόμος εκτέλεσε τη διαταγή, εσωτερικά παραπονούμενος.

Η μοναξιά βοήθησε τον Μιχαήλ να συγκεντρωθεί, αλλά όχι και να «επιλύσει το πρόβλημα», όπως ήλπιζε. Σε αυτό συνέτεινε και η άκαρπη έρευνά του στο δωμάτιο. Όσο σχολαστικά και αν έλεγξε τις ασφάλειες στα παράθυρα, τον σύρτη, την κλειδαριά και τα πράγματα του νεκρού, δηλαδή τη γεμάτη ρούχα βαλίτσα, το άδειο από χρήματα πορτοφόλι και το ενεργοποιημένο μεν, αθόρυβο δε, κινητό του, δεν κατάφερε να ανακαλύψει κάποια ένδειξη για την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να προσανατολίσει τις υποψίες του, με συνέπεια ένας χείμαρρος σκέψεων να περιδινίζεται μέσα στο κεφάλι του, χωρίς να εκβάλλει πουθενά. Πολλές ερωτήσεις, πολλαπλάσιες απαντήσεις, συμπέρασμα μηδέν.

Ποιο ήταν το κίνητρο του φόνου; Τα λεφτά στο πορτοφόλι; Απίθανο! Η συγκάλυψη οικολογικών εγκλημάτων; Απίστευτο! Του είχαν πει, άραγε, αλήθεια οι Φράγκοι για τις απειλές εναντίον του Κανέλλη; Και αν ναι, τους είχε πει αλήθεια εκείνος; Αλλιώς, τι το ήθελε το πιστόλι μαζί; Τι άλλο μπορεί να φοβόταν; Ή μήπως δεν φοβόταν; Κι αν δεν ήταν εκείνος ο απειλούμενος, αλλά το αντίθετο; Μήπως δεν επρόκειτο για δολοφονία, αλλά για ανθρωποκτονία σε νόμιμη άμυνα; Έστεκε αυτή η εκδοχή; Αμυντικά τραύματα, πάντως, δεν είχε το θύμα. Ούτε επιθετικά όμως…

Του είχαν πει όλη την αλήθεια οι Φράγκοι; Δεν είχαν ακούσει πράγματι κανένα θόρυβο τη νύχτα; Πώς ήταν δυνατόν; Ήταν ναρκωμένοι; Ο Κανέλλης, σύμφωνα με τον Γκέκα, είχε τις αισθήσεις του όταν τον μαχαίρωσαν πισώπλατα. Αλλά τότε, πώς έγινε και τον πιάσαν απροετοίμαστο, με το πιστόλι ακόμα στη βαλίτσα; Η διάρρηξη δεν μπορεί να έγινε αθόρυβα ούτε αστραπιαία. Γιατί αιφνιδιάστηκε;

Ο αστυνόμος δεν μπορούσε να ξεφύγει από το συγκεκριμένο ερώτημα, που σαν μαύρη τρύπα τον τραβούσε με τη βαρύτητά του· διαισθανόταν πως αν έβρισκε την απάντηση σε αυτό, θα λύνονταν όλα τα μυστήρια.

Η μόνη λογική εξήγηση ήταν ότι η διάρρηξη είχε σκηνοθετηθεί εκ των υστέρων. Επομένως, τρία ενδεχόμενα υπήρχαν: είτε ο Κανέλλης είχε ανοίξει το παράθυρο – ή την πόρτα! – στον δράστη, είτε τα είχε ανοίξει για άλλο λόγο, είτε τα είχε ανοίξει κρυφά ο δράστης απ’ έξω.

Το τελευταίο ενδεχόμενο του έφερε στον νου εκείνες τις εξωπραγματικές ιστορίες με τα κλειδωμένα δωμάτια, για τις οποίες τρελαινόταν – και τρέλαινε και τους συναδέλφους του – ο Αντρέας, και το απέκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες.

Και τ’ άλλα δύο, ωστόσο, γεννούσαν πολλές απορίες. Ποιον θα έβαζε μέσα στο δωμάτιό του το θύμα νυχτιάτικα; Ιδίως απ’ το παράθυρο; Αν του είχαν χτυπήσει την πόρτα, γιατί είχε βάλει τον σύρτη μετά την είσοδο του δράστη; Ομοίως, αν ο δράστης είχε βρει την πόρτα ανοιχτή. Αν είχε βρει το παράθυρο ανοιχτό… Αλλά, αν ο Κανέλλης ήθελε να πάρει αέρα, δεν θ’ άνοιγε μόνο το τζάμι; Μήπως το είχε ορθάνοιχτο, επειδή δεν φοβόταν στ’ αλήθεια; Ή μήπως τον ανάγκασαν να τ’ ανοίξει, ρίχνοντας ένα ασφυξιογόνο από την καμινάδα; Το τζάκι όμως ήταν ολοκάθαρο και, επιπλέον, ο χώρος δεν μύριζε ύποπτα.

Η ώρα περνούσε και ο Μιχαήλ γινόταν ολοένα και πιο σκυθρωπός. Εν τέλει, αποκαμωμένος από την ορθοστασία και την επαναλαμβανόμενη αλληλουχία των κολοβών συλλογισμών, βγήκε από το δωμάτιο, ακούμπησε στον τοίχο του διαδρόμου κι έτριψε τους κροτάφους του. Προτιμούσε να παραμείνει όρθιος, παρά να καθήσει να ξεκουραστεί εκεί όπου ένας άνθρωπος είχε χάσει τη ζωή του με βίαιο τρόπο, μέσα σε ένα δωμάτιο που απέπνεε θάνατο – όχι μόνο το περίγραμμα από κιμωλία, τα αίματα και τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, αλλά κάθε άψυχο αντικείμενο, ακόμη κι η ζωγραφισμένη φύση στον τοίχο. Ήταν φαντασιόπληκτος; Καθόλου· συνδύαζε λογική και ευαισθησία.

Γνωρίσματα τα οποία υποχώρησαν ατάκτως μπροστά στον θυμό του, όταν είδε τον βοηθό του να ’ρχεται, σχεδόν τρέχοντας, προς το μέρος του.

«Δεν σου είπα, παιδάκι μου, να μην αφήσεις το ζευγάρι απ’ τα μάτια σου;» έκανε με βλοσυρό ύφος.

«Πρέπει κάτι να σας πω!» απάντησε απτόητος ο υπαστυνόμος. «Κάτι πολύ σημαντικό!»

3

Η απουσία φιλοπερίεργων περιοίκων επέτρεψε στον Γιάννη να βγει στον δρόμο και να χαζέψει τα αυτοκίνητα της αστυνομίας να απομακρύνονται στην κατηφοριά.

Έδειχνε ταλαιπωρημένος. Φυσικό ήταν. Η ώρα που έτρωγαν συνήθως μεσημεριανό είχε περάσει προ πολλού, κι εκείνος δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του όλη μέρα – ούτε καφέ δεν είχε πιεί. Επιπλέον, ο βοηθός του αστυνόμου τον είχε βάλει να του δείξει ολόκληρο το οικόπεδο, το υπόγειο του σπιτιού και την ταράτσα. Και σαν να μην έφτανε το περπάτημα, είχε υποστεί και την πολυλογία του υπαστυνόμου για κάθε πιθανό και απίθανο θέμα, από τον αττικό ουρανό μέχρι τα γιαπωνέζικα μάνγκα! Εξ ου και η περιφρονητική γκριμάτσα του Γιάννη καθώς ξανάμπαινε με αργά βήματα στο σπίτι, ανυποψίαστος για την παγίδα που του είχε στήσει η ανθρωποκτόνος.

«Αναστασία! Θα φτιάξεις τίποτα να φάμε;» φώναξε, αλλά απάντηση δεν πήρε.

Η κουζίνα, είδε, ήταν άδεια.

Πλησίασε τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους. Έκανε να την ανοίξει, όμως εκείνη τη στιγμή άκουσε το ψιθύρισμα της Αναστασίας από μέσα:

«Ναι, Δημήτρη μου… si… anche io… πολύ πολύ…»

Εμπρηστικές εικόνες πυρπόλησαν τον νου του. Το χέρι του έσπρωξε με δύναμη την πόρτα.

Η Αναστασία, που καθόταν μπροστά στον καθρέφτη τής τουαλέτας της, πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη την άλλη στιγμή πάτησε ένα κουμπί στο κινητό της.

«Με ποιον μιλούσες;» την αγριοκοίταξε ο άντρας της.

«Με την Τιτίνα. Γιατί;»

«Με την Τιτίνα; Με δουλεύεις; Αφού σ’ άκουσα να μιλάς με τον Νταλούκα!»

«Ποιον Νταλούκα;»

«Τον Δημήτρη! Εκείνον τον ελληνοϊταλό με τη Μαζεράτι, που καθόσασταν πλάι πλάι στη γιορτή μου και τα λέγατε σαν να γνωριζόσαστε από παλιά…»

«Τον συγγραφέα; Πού τον θυμήθηκες τώρα;»

«Φέρ’ το κινητό εδώ…» έκανε ο Γιάννης και της το πήρε απ’ τα χέρια.

Ήταν κλειστό.

Άφρισε απ’ το κακό του. Άρχισε να βρίζει χυδαία τη γυναίκα του χειρονομώντας απειλητικά. Εκείνη ζάρωσε κι έβαλε τα χέρια μπροστά στο σώμα της για να προστατευτεί. Μάταια όμως: ο Γιάννης έπιασε τους καρπούς της με το ένα χέρι και με το άλλο τής άστραψε δυο ηχηρά χαστούκια, που την έριξαν στο κρεβάτι χωρίς τα γυαλιά της.

«Όχι, Γιάννη, μη… σε παρακαλώ», τον ικέτεψε.

Το κλαψούρισμά της τον ερέθισε ακόμη περισσότερο.

«Θες και να σε λυπηθώ, που μ’ έχεις κερατώσει μ’ όλους τους φίλους μου;»

Δάκρυα έβρεξαν τα μάγουλά της.

«Ποτέ δεν…»

«Σκάσε, ψεύτρα! Σκάσε!» ούρλιαξε ο Γιάννης τα δυνατά του χέρια τύλιξαν τον λεπτό λαιμό της. «Νόμιζες πως δεν είχα πάρει είδηση τι έκανες με τον Βασίλη, όσο εγώ έφτιαχνα αυτό το ερείπιο; Ε; Για τόσο ηλίθιο μ’ έχεις; Νόμιζες, δεν θα καταλάβαινα πως είχες ξαναρχίσει να οδηγάς;»

Πίεσε τον λαιμό της. Η Αναστασία πάλεψε να ελευθερωθεί, αλλά εκείνος την καθήλωσε με το βάρος του, βάζοντας το γόνατό του πάνω στην κοιλιά της. Έσφιξε κι άλλο την τρυφερή σάρκα… Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε, τα μάτια της γούρλωσαν. «Τι άσχημη που είναι!» σκέφτηκε με χαιρεκακία, κι αυτοστιγμεί πήρε την απόφασή του: θα την κατέστρεφε αυτή τη μισητή ομορφιά· το καλλίγραμμο σώμα, που τιναζόταν απελπισμένα από κάτω του, θα σάπιζε μες στην ακινησία· θα τη σκότωνε! Το μυαλό του, γαλβανισμένο από τη μανία, συνέλαβε με ασύλληπτη ταχύτητα το τέλειο σχέδιο: όταν νύχτωνε, θα την έριχνε στη θάλασσα, κάπου μακριά, μαζί με τ’ αμάξι του. Κανείς δεν θα ’βρισκε το πτώμα. Οι μπάτσοι θα νόμιζαν πως η Αναστασία το ’χε σκάσει, επειδή είχε δολοφονήσει τον εραστή της. Φοβόταν να οδηγήσει μετά το θανατηφόρο τροχαίο που είχε προκαλέσει το περασμένο καλοκαίρι – μόνο για χάρη του γκόμενου έπαιρνε το αυτοκίνητό της -, αλλά πώς θα τη μάθαιναν αυτή τη λεπτομέρεια; Η υπόθεση θα ’κλεινε. Κι αν κάποτε ανακάλυπταν το πτώμα, θ’ απέδιδαν τον θάνατό της σε δυστύχημα ή αυτοκτονία.

«Εσένα έπρεπε να σκοτώσω απ’ την αρχή», φώναξε παρανοϊκά, «κι όχι τον γκόμενό σου! Πού να ’ξερα ότι τον είχες αντικαταστήσει! Ή τους έπαιρνες και τους δύο μαζί; Ε;»

Η Αναστασία δεν ήταν σε θέση ν’ απαντήσει από το λαρύγγι της έβγαιναν μόνο άναρθροι ήχοι.

Ξαφνικά ο Γιάννης ένιωσε μια δύναμη ανώτερη από τη δική του να τον τραβάει προς τα πίσω.

Ήταν δύο αστυνομικοί με στολή. Είδε, κατάπληκτος, ότι μέσα στο δωμάτιο βρισκόταν επίσης ο ιαπωνόφιλος υπαστυνόμος με το πιστόλι του προτεταμένο, και στο κατώφλι ένας ακόμη ένοπλος με πολιτικά μαζί με τον μπαμπα-Στρουμφ.

«Ακίνητος!» χούγιαξε ο εγγύτερος οπλοφόρος.

Ο Γιάννης απευθύνθηκε στον αρχηγό των εισβολέων, προσπαθώντας να μη δείχνει σαν θήραμα πιασμένο στο δόκανο: «Τι συμβαίνει; Με ποιο δικαίωμα μπήκατε μέσα στο σπίτι μου;»

«Είστε καλά;» ρώτησε αγχωμένος ο άλλος την Αναστασία, αγνοώντας τον άντρα της.

«Ναι…» είπε εκείνη ξεψυχισμένα και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Μιχαήλ πήγε κοντά της, σήκωσε από το πάτωμα τα γυαλιά της και της τα έδωσε, μουρμουρίζοντας κάτι που το άκουσαν μόνον οι δυο τους. Η Αναστασία πήρε τα γυαλιά, αλλά δεν τα φόρεσε.

«Είναι παράνομο αυτό που κάνετε!» διαμαρτυρήθηκε πάλι ο δολοφόνος.

«Βούλωσ’ το!» έκανε κοφτά ο αστυνόμος. «Συλλαμβάνεσαι για απόπειρα ανθρωποκτονίας και ανθρωποκτονία από πρόθεση. Βάλτε του χειροπέδες!»

«Ένας συζυγικός καυγάς έγινε απόπειρα ανθρωποκτονίας;» αμύνθηκε λεκτικά ο άλλος, ενώ ο ένας ένστολος του περνούσε τις χειροπέδες. «Τρελαθήκατε;»

«Εσύ είσ’ ο τρελός!» ακούστηκε βραχνή η φωνή της Αναστασίας.

Γύρισε ζεματισμένος προς το μέρος της· εκείνη, όμως, είχε το βλέμμα στραμμένο στον αστυνόμο.

«Δεν είμαι τρελός», δήλωσε ο δεσμώτης με πολύ σοβαρό ύφος.

Ο Μιχαήλ απάντησε μορφάζοντας απαξιωτικά:

«Δεν έχεις κανένα ελαφρυντικό λοιπόν».

«Δεν σκότωσα κανέναν, μ’ ακούτε; Είμαι αθώος!»

«Έννοια σου και τ’ ακούσαμε όλα! Εδώ απ’ έξω στεκόμασταν».

«Ψέματα! Λέτε ψέματα!» έχασε την ψυχραιμία του ο Γιάννης. «Τι παιχνίδι παίζετε; Είστε αστυνομικοί εσείς; Δείξτε μου τις ταυτότητες σας!»

«Προηγουμένως δεν είπες πως δεν είσαι τρελός; Γιατί μας πουλάς τρέλα τώρα;» έκανε ατάραχος ο Μιχαήλ κι έπειτα έβγαλε μέσα από το ανοιχτό νεσεσέρ της Αναστασίας ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι. «Έχουμε την ομολογία σου σε κασέτα!» πρόσθεσε με ύφος ταχυδακτυλουργού και πάτησε το κουμπί για να σταματήσει η εγγραφή.

Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του Γιάννη στη θέα του μαγνητοφώνου, που ο ίδιος είχε χαρίσει προ ετών στη γερμανομαθή γυναίκα του, για να το χρησιμοποιεί στη δουλειά της στο φροντιστήριο.

«Φοβάσαι;» διέγνωσε ορθά ο άλλος. «Είναι η σειρά σου! …Ο φόβος είναι δίκοπο μαχαίρι».

Η τελευταία, ανακόλουθη πρόταση του Μιχαήλ έκανε τον κρατούμενο να τον κοιτάξει ερωτηματικά.

«Ο φόβος του Κανέλλη λειτούργησε υπέρ σου», διευκρίνισε ο πρώτος. «Όπως ακριβώς το ’χες σχεδιάσει για να τον παρασύρεις στην παγίδα σου. Ο φόβος της συζύγου σου όμως… η οποία διαισθάνθηκε αμέσως πως εσύ ήσουν ο ένοχος, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν δεν σε φοβόταν, δεν θα μας είχε μιλήσει για τις υποψίες της και…»

«Τι σημασία έχει τι είπα;» άλλαξε αίφνης τακτική ο Γιάννης. «Ό,τι μου κατέβαινε έλεγα πάνω στα νεύρα μου!» «Δημοσιογράφος είσ’ εσύ ή σεναριογράφος;» σάρκασε ο αστυνόμος, χωρίς να γνωρίζει εκείνη τη στιγμή πόσο ευθύβολο ήταν το αρχιλόχειον βέλος του, αφού ο στόχος του κατείχε και τις δύο προαναφερθείσες ιδιότητες.

«Και πώς τον σκότωσα, δηλαδή;» επέμεινε ο τελευταίος. «Μπήκα απ’ την καμινάδα;»

«Θα το βουλώσεις επιτέλους;» έχασε την υπομονή του ο Μιχαήλ. «Θα πεις ό,τι θέλεις στην απολογία σου!»

«Μήνυση θα ’ναι, όχι απολογία!» βροντοφώναξε ο Γιάννης, καθώς οι ένστολοι αστυνομικοί, υπακούοντας στο νεύμα του οργίλου προϊσταμένου τους, τον τραβούσαν έξω από το δωμάτιο.

«Θες να σου πω πώς τον σκότωσες;» έκανε τότε ο Μιχαήλ εξίσου μεγαλόφωνα.

Οι δύο ένστολοι και ο κρατούμενός τους ακινητοποιήθηκαν.

«Σιγά το δύσκολο!» συνέχισε με περισσότερη αυτοκυριαρχία ο αστυνόμος. «Μπήκες με κάποιο πρόσχημα στο δωμάτιο του Κανέλλη, τον ανάγκασες με την απειλή του μαχαιριού να κλειδώσει πόρτες και παράθυρα – όχι εκείνο που σκόπευες να παραβιάσεις –, τον μαχαίρωσες, κι ύστερα σκηνοθέτησες τη διάρρηξη με την ησυχία σου απ’ την πίσω μεριά του οικοπέδου δεν υπάρχουν σπίτια κι η σύζυγός σου κοιμόταν βαθιά, επειδή της είχες ρίξει υπνωτικό την ώρα που τρώγατε. Το ενοχοποιητικό ποτήρι ή πιάτο πρέπει να το αντικατέστησες, γιατί δεν ήξερες αν θα έπλενε τα πιάτα πριν έρθουμε εμείς».

Ένα περιφρονητικό χαμόγελο τέντωσε τα χείλη του Γιάννη.

«Πολύ ζωηρή φαντασία έχεις, αστυνόμε!» είπε με σιγουριά, μιας και μόνο το τελευταίο και πλέον επουσιώδες κομμάτι της προβληθείσας θεωρίας ήταν σωστό, και πέρασε στην αντεπίθεση: «Με τι πρόσχημα μπήκα στο δωμάτιο; Για να πω στον Βασίλη κάτι επείγον, που μου ’χε διαφύγει τις τρεις προηγούμενες ώρες; Ή πήγα και του χτύπησα το παράθυρο, δήθεν για να του κάνω φάρσα, ώστε να τσατιστεί μαζί μου και να τ’ ανοίξει; Σε ποιο αστυνομικό μυθιστόρημα το ’χω διαβάσει αυτό, να δεις… Και στην υποτιθέμενη απειλή μου, γιατί δεν αντέδρασε; Γιατί δεν αμύνθηκε; Βρήκατε ίχνη πάλης στο δωμάτιο ή στο σώμα του; Ή μήπως το ’χα κρύψει επάνω μου εκείνο το τεράστιο μαχαίρι και το ’βγαλα όταν μου γύρισε την πλάτη; Είναι γελοίο!»

«Τον απείλησες με πιστόλι», απάντησε με ξαφνική έμπνευση ο Μιχαήλ.

«Δεν έχω πιστόλι!» «Είχες, αλλά δεν το χρησιμοποίησες, για να μη βρούμε υπολείμματα πυρίτιδος στα χέρια σου! Μετά τον φόνο το πέταξες».

«Δεν έχω πιάσει ποτέ πιστόλι στη ζωή μου!» εξανέστη ειλικρινώς ο Γιάννης. «Έχετε αποδείξεις ότι λέω ψέματα;»

«Εσύ μπορείς ν’ αποδείξεις ότι λες αλήθεια;» αντέστρεψε την ερώτηση ο άλλος.

«Εσείς πρέπει ν’ αποδείξετε την ενοχή μου… μέχρι τότε, είμαι αθώος!»

«Εμείς έχουμε την ομολογία σου», είπε ο Μιχαήλ, κραδαίνοντας το μαγνητοφωνάκι και χαμογελώντας υπεροπτικά. «Νομίζεις πως αυτές οι λεπτομέρειες θα σε σώσουν; Πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα διαβάζεις! Η θεωρία μου στέκει κι αυτό αρκεί!»

Ο Γιάννης ο φονιάς έχασε το χρώμα του.

Αν και είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι το καλομελετημένο σχέδιό του είχε πάει στράφι, βρήκε τη δύναμη να φωνάξει, ενώ τον έβγαζαν έξω οι αστυνομικοί: «Το παράθυρο το διέρρηξαν όταν εμείς ήμασταν στην τραπεζαρία… ήταν επαγγελματίες, γι’ αυτό δεν ακούσαμε τίποτα! Έχω άλλοθι! Με ποιο δικαίωμα με συλλαμβάνετε; Θέλω τον δικηγόρο μου!»

Η φωνή του έσβησε μόλις έκλεισε η εξώπορτα.

Ο Μιχαήλ δεν ακολούθησε τους άλλους. Έμεινε εκεί, μαζί με την Αναστασία, ασάλευτος, βυθισμένος στη σιωπή, όπως κι εκείνη σιωπή που δεν είχε τίποτε το γαλήνιο, κι ας συνοδευόταν από τη γλυκόηχη υπόκρουση της Φύσης. Θα ’θελε να της πει κάτι παρηγορητικό, αλλά δεν ήξερε τι, ώς τη στιγμή που εκείνη σήκωσε τα μάτια – είχε φορέσει εντωμεταξύ τα γυαλιά της – και αντίκρισε το συμπονετικό του βλέμμα.

«Ήσαστε πολύ θαρραλέα», της είπε μες στην αμηχανία του.

«Δεν είμαι ο φόβος μ’ έκανε», ψέλλισε εκείνη.

Πήρε το κινητό της από κάτω και πίεσε το κουμπί για να το ανοίξει.

«Τώρα δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε», τη διαβεβαίωσε στοργικά ο Μιχαήλ.

«Σας ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σας».

«Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείτε», έκανε ο Μιχαήλ. «Δώστε χρόνο στον εαυτό σας και είμαι βέβαιος πως θα ξεπεράσετε το σοκ», συμπλήρωσε μετά από μια μεγάλη παύση, προσπαθώντας να δώσει την εντύπωση ότι μιλούσε εξ ιδίας πείρας.

Η Αναστασία κούνησε το κεφάλι της αριστερά δεξιά· είπε:

«Ο Βασίλης όμως δεν θα το ξεπεράσει ποτέ». Η φωνή της έτρεμε λίγο.

«Ούτε ο Βλαδίμηρος…»

«Ο Βλαδίμηρος;»

«Ο γιος μου».

Τα κοκκινισμένα μάτια της στράφηκαν στην οθόνη του κινητού, στη φωτογραφία του μικρού παιδιού που χαμογελούσε ανέμελα σε μια παλιά, χαρούμενη εκδοχή της μαμάς του.

Ο Μιχαήλ δεν μίλησε. Ύστερα από λίγο, σαν να ντρεπόταν για την ενόχληση, βγήκε από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι.

Έκλεισε απαλά την πόρτα. Ανασήκωσε την πλάτη και απόσεισε τους μαύρους λογισμούς του. Έβγαλε τα γυαλιά του και ένα μαντήλι από την τσέπη του.

Δεν ήθελε να δουν οι άλλοι πως είχε βουρκώσει.

Εκτός από τον «unfair» χαρακτηρισμό της Αναστασίας ως ανθρωποκτόνου (εξ αμελείας κατά την οδήγηση, όχι εν αμύνη), του Γιάννη ως «παλιού φίλου» του Βασίλη και του Βασίλη ως «παλιού φίλου» του Γιάννη (ήταν «πάλαι ποτέ» φίλοι και όχι «έκπαλαι» φίλοι, όπως νόμιζε ο Βασίλης), υπάρχει και άλλο ένα, κρυμμένο «unfair», που υποδεικνύει με ποιον τρόπο έγινε η δολοφονία. Αυτόν καλείστε να ανακαλύψετε, λαμβάνοντας ως επιπλέον δεδομένο ότι η τοξικολογική εξέταση, την οποία διενήργησε ο ιατροδικαστής Σέργιος Γκέκας, δεν αποκάλυψε καμία τοξική ουσία στον οργανισμό του θύματος πλην της αιθυλικής αλκοόλης, και ότι τη στιγμή του φόνου ο Βασίλης διατηρούσε και τις αισθήσεις του και την εγρήγορσή του. Στείλτε την απάντησή σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. Τα ονόματα όσων απαντήσουν σωστά θα αναρτηθούν στο blog της Λέσχης. Ο νικητής θα ανακηρυχθεί με κλήρωση, η οποία θα διεξαχθεί κατά την επόμενη συνεδρίαση της Γραμματείας, και θα κερδίσει δύο βιβλία του συγγραφέα Γιάννη Ράγκου και ένα βιβλίο του συγγραφέα Βασίλη Δανέλλη, ή (μέχρι) τρία αστυνομικά μυθιστορήματα της αρεσκείας του/της, εάν έχει ήδη στην κατοχή του/της κάποιο ή κάποια από τα βιβλία των ανωτέρω συγγραφέων.

Ετικέτες: Νεοκλής Γαλανόπουλος

Εκτύπωση