Μαργαρίτη Μαίρη: Ο τσιγγάνος με τη γαμψή μύτη

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Όταν επέστρεψα στο Τμήμα -και επέστρεψα όσο πιο γρήγορα γινόταν καθότι η υποτιθέμενη διάρρηξη που μ΄ έβγαλε έξω νυχτιάτικα και μ΄ έσυρε ως την άλλη άκρη της πόλης, αποδείχτηκε πέρα για πέρα φάρσα- αντίκρισα ένα θέαμα άνευ προηγουμένου. Ο συνάδελφος αστυνόμος Κελάφης ήταν πεσμένος μπρούμυτα, πάνω στο γραφείο του, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Άλλη μια λίμνη αίματος είχε σχηματιστεί στο πάτωμα  και πιτσιλιές στους τοίχους. Δυο άτομα είχα δει να περιμένουν στο Τμήμα πριν φύγω, ήταν ένας γεράκος που είχε έρθει να καταγγείλει μια κλοπή και μια γυναίκα που φαινόταν να τα έχει χαμένα, είχε πει πως έχασε το δρόμο για το σπίτι της. Τους βρήκα ακόμα εκεί να περιμένουν. Έντρομοι είχαν κολλήσει στον απέναντι τοίχο του γραφείου.

Με απόλυτη ψυχραιμία έσπευσα στο τηλέφωνο για να ενημερώσω τα Κεντρικά για το συμβάν, τη μεταφορά του πτώματος και τα συναφή. Έπειτα καθίσαμε και οι τρεις στην άλλη μεριά του γραφείου και περιμέναμε. Το ήξερα πως ο θάνατος του αστυνόμου Κελάφη θα αναστάτωνε τους πάντες. Εδώ, στην επαρχιακή πόλη του ακριτικού νησιού που ζούσαμε, δεν ήταν συνηθισμένοι σε δολοφονίες και μάλιστα αστυνομικών.

Σε μια ώρα περίπου έφθασαν οι αρμόδιοι. Εξετάστηκε ο τόπος δολοφονίας, πάρθηκαν φωτογραφίες και λοιπά στοιχεία κι ύστερα το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Σειρά είχαν οι ανακρίσεις. Ο γεράκος κατέθεσε ότι γύρω στη μία και μισή τη νύχτα εισέβαλε στο Τμήμα κάποιος άγνωστος που έμοιαζε να είναι τσιγγάνος και πλησίασε βιαστικά το γραφείο του Κελάφη. Μόλις ο άλλος έκανε να σηκώσει το κεφάλι, ο άγνωστος τον μαχαίρωσε με δύναμη τρεις φορές στην καρδιά και πάλι με γοργά βήματα και χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν στο παραμικρό οι παρόντες, πέρασε την εξώπορτα και χάθηκε μες το σκοτάδι. Το φονικό όπλο το πήρε μαζί του. Μάλιστα βρέθηκαν  ίχνη αίματος στο πάτωμα που μαρτυρούσαν τη διαδρομή του δράστη ως την εξώπορτα. Το περίεργο είναι ότι το τελευταίο ίχνος αίματος βρισκόταν πάνω στο κατώφλι ενώ έξω από το Τμήμα δεν υπήρχε το παραμικρό. Και ενώ την επομένη μέρα η περιοχή γύρω από το Τμήμα ερευνήθηκε εξονυχιστικά, δεν εντοπίστηκε ούτε το φονικό όπλο ούτε τίποτ΄ άλλο που να μαρτυρά την ταυτότητα του δράστη ή την κατεύθυνση που πήρε φεύγοντας.

Τα  ίδια πάνω κάτω με τον γεράκο υποστήριξε και η γυναίκα, αν και δεν είχε νόημα να δώσει κανείς προσοχή στα λεγόμενά της. Ήταν εμφανές πως ελάχιστη επαφή είχε με την πραγματικότητα. Με το σοκ που υπέστη απ΄το φονικό, η κατάστασή της είχε επιδεινωθεί. Σχεδόν παραληρούσε.

Το σημαντικό είναι πως από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων προέκυπτε ένα σίγουρο συμπέρασμα: ότι ο δράστης ήταν ή παρίστανε τον τσιγγάνο. Κάποιες πληροφορίες τις  επιβεβαίωσα και εγώ στον αστυνόμο Πελαγρή που ανέλαβε την έρευνα. Όταν επέστρεφα εκείνη τη νύχτα στο Τμήμα μετά την ανόητη φάρσα, από μακριά είδα κάποιον να βγαίνει έξω από το Τμήμα σχεδόν τρέχοντας. Δεν μπορούσα να διακρίνω καλά μες  το σκοτάδι αλλά η περιγραφή που έδωσαν οι δυο αυτόπτες για το ανάστημα, τα μαλλιά, την εξαιρετικά μεγάλη και γαμψή μύτη καθώς και το στυλ ντυσίματος του δράστη, ταίριαζε με αυτό που φευγαλέα είχα προλάβει να δω. Εγώ πάλι κλήθηκα να δώσω επιπλέον πληροφορίες για το που είχα πάει εκείνο το βράδυ, ποιος μ΄ έστειλε, τι ακριβώς συνέβη και τα σχετικά.

-Θεωρούμαι και εγώ ύποπτος; ρώτησα τον Πελαγρή χαριτολογώντας ενώ ήξερα τη διαδικασία σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο Πελαγρής αδιαφόρησε για τον εύθυμο τόνο που υπέκρυπτε το ερώτημά μου και συνέχισε βλοσυρός τις ερωτήσεις επιμένοντας ιδιαίτερα στην προφορική εντολή του Κελάφη να μεταβώ στην άλλη άκρη της πόλης, για την οποία ευτυχώς είχα μάρτυρες τον γεράκο και τη γυναίκα. Γιατί υποστήριξα πως ο Κελάφης είχε δεχτεί το τηλεφώνημα της φάρσας και αυτός με διέταξε να πάω στο μέρος που μας υπέδειξαν.

Είχα την εντύπωση ότι ο Πελαγρής δεν πολυπίστεψε στην ύπαρξη του τσιγγάνου δολοφόνου αλλά εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να είναι κάποιος απ΄ τους δυο αυτόπτες ο δράστης και ειδικά ο γεράκος που ίσως επινόησε αργότερα την ιστορία του τσιγγάνου. Την άλλη, τη γυναίκα, δεν την είχε ικανή ούτε για φόνο ούτε για τίποτ’ άλλο αφού έτρεμε σαν το ψάρι και μιλούσε ακατάληπτα. Όπως την έκοβε με το μάτι του, το μυαλό της έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Αυτά που τον προβλημάτιζαν ήταν τρία σημεία: Πρώτον, η γυναίκα είπε τα ίδια με τον γεράκο, αν και εξετάστηκε χωριστά. Άρα, δεν είχε ακούσει την ιστορία από τον προηγούμενο ώστε να την επαναλάβει ούτε φυσικά ήταν σε ψυχολογική και νοητική κατάσταση ανάλογη  που να επινοήσει μια ιστορία. Άρα, έλεγε πράγματα που είχε δει. Δεύτερον, αν ήταν ένοχος ο γεράκος, δε θα παρέμεινε στο Τμήμα αλλά θα είχε φροντίσει να απομακρυνθεί για ν΄ αποφύγει να εμπλακεί στην υπόθεση, ακόμη και ως αυτόπτης μάρτυρας. Εξάλλου, οι κηλίδες αίματος στο πάτωμα έδειχναν καθαρά ότι ο δολοφόνος βγήκε έξω και χάθηκε στο σκοτάδι.

Τρίτον, εγώ ο ίδιος διακινδυνεύοντας το επαγγελματικό μου κύρος επιβεβαίωσα περίτρανα την ιστορία των άλλων δυο αφού κατέθεσα ότι όντως είχα δει κάποιον άγνωστο να βγαίνει τρέχοντας απ΄ το Τμήμα εκείνο το βράδυ. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να ξέρω τι είχε συμβεί για να δώσω περισσότερη προσοχή προς τα που κινήθηκε ο άγνωστος ή αν κρατούσε κάποιο αντικείμενο στο χέρι του. Επιπλέον, κανένας διερχόμενος δεν είχε δει κάτι, μιας και εκείνο το βράδυ το κρύο ήταν ανυπόφορο και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Οπότε ο Πελαγρής ήταν υποχρεωμένος να εξετάσει το ενδεχόμενο του άγνωστου τσιγγάνου ως την επικρατέστερη εκδοχή.

Πράγματι, κάποιοι τσιγγάνοι βρίσκονταν εδώ και ένα μήνα στην περιοχή μας. Είχαν καταλύσει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήμα στη δυτική πλευρά της πόλης. Από τις πρώτες μέρες της διαμονής τους είχαν διατυπωθεί από διάφορους ντόπιους παράπονα για τη συμπεριφορά τους, κατηγορίες από διατάραξη κοινής ησυχίας μέχρι συμμετοχή σε διαρρήξεις. Ο αστυνόμος Κελάφης με τη συνδρομή της δημοτικής αρχής είχε βαλθεί ν’ απομακρύνει τους τσιγγάνους απ΄ την περιοχή, όχι τόσο επειδή τους θεωρούσε στ΄ αλήθεια υπεύθυνους για παράνομες πράξεις αλλά γιατί πίστευε στην «πληθυσμιακή καθαρότητα» της πόλης. Διότι ο μακαρίτης ο Κελάφης υπήρξε απροκάλυπτα ρατσιστής και σε κάθε ευκαιρία εξέφραζε τις μισανθρωπικές του απόψεις, με τη στήριξη κάποιων «αρχών του τόπου» φυσικά. Πάντοτε ήταν πολύ πρόθυμος να προβεί σε «εκκαθάριση», όπως έλεγε. Ούτε Βαλκάνιοι και λοιποί μετανάστες υπήρχαν στην επαρχιακή πόλη. Όλοι οδηγούνταν σε φυγή σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άρνηση των ντόπιων να τους εξυπηρετήσουν στο παραμικρό.

Κι αυτό γιατί οι απόψεις του Κελάφη είχαν περάσει και στον κόσμο. Πολλοί από τους κατοίκους μάλιστα ύστερα από μυστική συνεννόηση με τον αστυνόμο ερχόντουσαν στο Τμήμα και κατήγγειλαν ψευτιές για πάσης φύσεως αδικήματα που είχαν δήθεν διαπράξει οι τσιγγάνοι. Αυτά τα ήξερα από πρώτο χέρι και τα είπα στον Πελαγρή. Παρ’ ότι ήμουν νεοφερμένος, έξι μήνες μόλις, με μετάθεση στο νησί, είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου πολλά τέτοια περιστατικά. Ο ίδιος ο Κελάφης μου είχε πει ότι οι άνθρωποι που καταγγέλλουν τους τσιγγάνους για διάφορα, είναι μιλημένοι.

-Εμένα προσωπικά, κύριε Πελαγρή, δε μου κάνει καμιά εντύπωση που κάποιος απ’ τους τσιγγάνους πήρε εκδίκηση από τον διώκτη τους! είπα ευθαρσώς. Και τάχιστα, βέβαια, εγώ προσωπικά, θα φροντίσω να μετατεθώ απ΄την περιοχή σας για να μην έχω την ίδια κατάληξη με τον Κελάφη! πρόσθεσα με οργή. Γιατί εμένα έστελνε και τους μάζευα απ΄τον καταυλισμό για ανακρίσεις και τα συναφή. Και μετά τους έπαιζε, όπως η γάτα με το ποντίκι, και τους άφηνε τελικά λόγω έλλειψης στοιχείων απειλώντας τους πως την επόμενη φορά δε θα σταθούν τόσο τυχεροί.

***

Την επόμενη μέρα η είδηση της δολοφονίας του Κελάφη εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα προτού καν το γράψουν τα τοπικά ΜΜΕ κι έπεσε σαν κεραυνός πάνω στην επαρχιακή πόλη. Η πόλη  θρηνούσε τον χαμό ενός σημαίνοντος προσώπου. Συνέπεια ήταν το πλήθος να εξοργιστεί ακόμη περισσότερο με τους τσιγγάνους και να απαιτήσει την άμεση απομάκρυνσή τους.

Ο Πελαγρής νωρίς το πρωί επισκέφτηκε τον καταυλισμό για έρευνα. Όπως περίμενα, δε βρήκε ούτε δράστη με μεγάλη γαμψή μύτη σύμφωνα με τις περιγραφές ούτε φονικό όπλο. Οι τσιγγάνοι δήλωσαν άγνοια για το συμβάν και επεσήμαναν ότι, όπως πολλές φορές έχει συμβεί στο πρόσφατο παρελθόν, κατηγορούνταν άδικα για πράξεις άλλων. Απέφυγαν δε επιμελώς να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους προς το πρόσωπο του νεκρού Κελάφη μήπως και ενισχύσουν τις υποψίες ότι κάποιος από τους δικούς τους ήταν ο δολοφόνος.

Το κλίμα που δημιουργήθηκε ήταν κάτι παραπάνω από την προσδοκία εξιχνίασης μιας δολοφονίας. Είχε εξελιχτεί πολύ γρήγορα σε ένα μαζικό κύμα οργής εναντίον των ξένων που έβλαψαν έναν επιφανή ντόπιο. Αφενός οι ντόπιοι απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση των τσιγγάνων υπό την απειλή αυτοδικίας αφετέρου η έρευνα απαιτούσε την παρουσία των τσιγγάνων. Κάπου εκεί στη μέση ο Πελαγρής σκυμμένος πάνω στο γραφείο του δούλευε πυρετωδώς μελετώντας τις καταθέσεις και τα ευρήματα.

Τους αυτόπτες μάρτυρες, τον γεράκο και τη γυναίκα, τους καλέσαμε άλλη μια φορά στο Τμήμα όπου επανέλαβαν αυτά που είχαν πει και την πρώτη, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Και εγώ ξανάδωσα κατάθεση. Ο Πελαγρής μας πίεζε και τους τρεις μήπως  θυμηθούμε κάτι που αρχικά μας είχε διαφύγει αλλά η μνήμη δεν είχε συγκρατήσει κάποιο επιπλέον στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει την έρευνα. Οι περιγραφές μοιραία κατέληγαν σε έναν ανύπαρκτο, όπως αποδείχτηκε, τσιγγάνο με μεγάλη γαμψή μύτη.

Ήταν καιρός, λοιπόν, να στραφεί η έρευνα σε μια άλλη κατεύθυνση, στην εκδοχή να είναι ο δράστης κάποιος ντόπιος που για λόγους παραπλάνησης είχε μεταμφιεστεί σε τσιγγάνο. Αυτό το σενάριο θα προσκόμιζε πλήθος υποψηφίων δολοφόνων γιατί ο Κελάφης όσο φανατικούς υποστηρικτές είχε άλλο τόσο είχε και φανατικούς εχθρούς. Όλους αυτούς δηλαδή που δε συμμερίζονταν τις ρατσιστικές του διαθέσεις απέναντι στους ξένους. Αλλά και πάλι αυτή η αντίθεση απόψεων ήταν ικανή να οπλίσει το χέρι του δράστη; Μάλλον απίθανο. Γι’ αυτό, ο Πελαγρής σύντομα κατέληξε να σκαλίζει το παρελθόν του Κελάφη όπου ήλπιζε ότι θα ανακάλυπτε κάποιο μνησίκακο πρόσωπο που θα έμπαινε στον κόπο να τον εκδικηθεί ακόμη και μετά από πολλά χρόνια.

Τελικά, ο Πελαγρής κατάφερε μέσες άκρες να μάθει -πιο πολύ σαν φήμη παρά σαν θετική πληροφορία- μια ιστορία που εξηγούσε το γιατί ο Κελάφης είχε αλλάξει το όνομά του πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Τότε, ήταν πρωτοδιόριστος σε ένα χωριουδάκι της Βόρειας Ελλάδας. Λεγόταν Καλαφάτης τα χρόνια εκείνα. Είχε κρυφά ερωτικές σχέσεις με μια νεαρή κοπέλα. Η κοπέλα έμεινε έγκυος και εκείνος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποσείσει την ευθύνη από πάνω του. Αφού απέτυχε να την πείσει να κάνει έκτρωση, άρχισε να επιμένει στο ότι δεν ήταν δικό του το παιδί αλλά κάποιου άλλου. Κρατούσε στο χέρι έναν διακινητή ναρκωτικών και συμφώνησε μαζί του να τον γλιτώσει απ΄τις κατηγορίες, αν δεχόταν να αναγνωρίσει το παιδί της νεαρής. Ταυτόχρονα, απειλούσε τη νεαρή ότι, αν δε συμφωνούσε να γίνουν έτσι τα πράγματα, θα τον ανάγκαζε να την εγκαταλείψει αβοήθητη. Η κοπέλα υπό την πίεση της κατάστασης και τον φόβο διαπόμπευσης της ίδιας και της οικογένειάς της στη μικρή κοινωνία του χωριού, επέλεξε το δρόμο της αυτοκτονίας. Σε σημείωμα εξηγούσε στην οικογένειά της τι ήταν αυτό που την οδήγησε στην αυτοχειρία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η ιστορία μαθεύτηκε σ΄ όλο το χωριό και ο Καλαφάτης δεν μπορούσε να σταθεί. Τον κοίταζαν με απέχθεια, μουρμούριζαν στο πέρασμά του. Ήταν ο ηθικός αυτουργός ενός άδικου θανάτου. Το συντομότερο έφυγε από το χωριό και προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη του παρελθόντος με το ν΄αλλάξει το όνομα του.

Ο Πελαγρής ήλπιζε ότι κάτι θα μπορούσε να βγει από αυτή την παλιά ιστορία και βάλθηκε να μάθει ονόματα και συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα.  Στο μεταξύ συνέβη κάτι ανεπάντεχο. Οι δυο μάρτυρες, ο γεράκος και η γυναίκα, εξαφανίστηκαν ταυτόχρονα. Ο γεράκος έμενε σ΄ ένα νοικιασμένο δυάρι στα ανατολικά. Τη γυναίκα την είχε βάλει ο Πελαγρής να μείνει προσωρινά, μιας και ακόμα δεν είχε διαπιστωθεί η ταυτότητά της, στο ξενοδοχείο «Ανεμώνα» υπό  υποτυπώδη επιτήρηση. Δε θα έφευγαν χωρίς να ειδοποιήσουν την αστυνομία. Άρα, δεν έφυγαν με τη θέλησή τους. Ο Πελαγρής ξαφνιάστηκε με την είδηση. Προσπαθούσε να συνδυάσει στο μυαλό του τις πληροφορίες έχοντας την αίσθηση ότι το παιχνίδι παιζόταν μπρος στα μάτια του και έπρεπε να δράσει άμεσα.

-Είναι προφανές ότι κάποιος τους εξαφάνισε φοβούμενος μια αποκάλυψη, συμπέρανε ο Πελαγρής.

-Ίσως ο άγνωστος που είδα να βγαίνει από το αστυνομικό Τμήμα! του απάντησα εγώ.

-Πρέπει να τους βρούμε πάση θυσία, ελπίζω ζωντανούς... Μπορεί να ξέρουν κάτι παραπάνω και φοβήθηκαν να το πουν, πρόσθεσε ο Πελαγρής αγχωμένος.

-Το σίγουρο είναι ότι ο δολοφόνος κινείται ακόμη στην περιοχή και καλύπτει τα ίχνη του, τον διαβεβαίωσα εγώ.

Η αλήθεια είναι πως δε με πολυένοιαζε η επίλυση της υπόθεσης αφού σε λίγο καιρό που θα έβγαινε η μετάθεσή μου, θα έφευγα από τούτο το άθλιο μέρος.

Ο Πελαγρής έδωσε τις φωτογραφίες των μαρτύρων για να ενημερωθούν οι αστυνομικοί και όλοι ήταν σε επιφυλακή για τον εντοπισμό τους, ιδίως εκείνοι που διεξήγαγαν ελέγχους σε μέσα μεταφοράς, αεροπλάνα και πλοία. Ήταν σχεδόν απίθανο να βγουν απ΄ το νησί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Ταυτόχρονα, παρά τις ραγδαίες εξελίξεις στην υπόθεση, κανόνισε υπό το βάρος της λαϊκής οργής να απομακρυνθούν επιτέλους οι τσιγγάνοι απ΄την περιοχή προς αποφυγή αντιποίνων γιατί οι ντόπιοι, αν και είχαν ακούσει για τον άγνωστο ένοχο, επέμεναν στην απομάκρυνση των τσιγγάνων και καταβάθος απογοητεύτηκαν που δεν αποδείχτηκαν αυτοί οι υπεύθυνοι της δολοφονίας.

***

Ευτυχώς, σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρα μετάθεση από αυτόν τον καταραμένο τόπο με ήσυχη πλέον τη συνείδησή μου. Στην πρώτη ευκαιρία πήγα να δω τους δικούς μου στη νέα πόλη όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί. Τώρα και αυτοί ήταν πιο ήρεμοι σα να είχαν εκπληρώσει ένα χρέος που τους βάραινε καιρό. Τους είπα ότι θα δήλωνα παραίτηση απ΄ το σώμα. Δεν έκανα γι΄αυτήν τη δουλειά, ήταν εμφανές. Είχα προ καιρού αναγνωρίσει στον εαυτό μου μια έντονη ροπή προς τα καλλιτεχνικά πράγματα, όπως ακριβώς η αδερφή μου. Η εικόνα της είναι θολή στο μυαλό μου. Είχε πεθάνει νέα και σχεδόν δε θυμάμαι τη μορφή της. Από τους γονείς μου έμαθα τα περισσότερα γι΄αυτήν. Είδα και τους πίνακες που ζωγράφιζε. Στην εφηβεία μου έμαθα για την αυτοκτονία της και γι΄αυτόν τον Καλαφάτη και όλα όσα μου έκρυβαν όταν ήμουν παιδί. Και τότε ορκίστηκα ότι μια μέρα θα σταθώ εγώ ο νόμος που δεν τον άγγιξε τότε. Και το έκανα παρότι δυσκολεύτηκα να τον εντοπίσω γιατί είχε αλλάξει το όνομά του.

Τρεις μαχαιριές στην καρδιά. Καμιά σκέψη, κανένας δισταγμός. Τον σκότωσα και έφυγα δίχως ίχνος ενοχής. Είχα σκεφτεί τόσο πολύ για τόσα πολλά χρόνια αυτή τη στιγμή που ένιωσα σα να την ξαναζούσα την ώρα που πρώτη φορά τη ζούσα. Το μαχαίρι το έχτισα επιμελώς σ΄ ένα τοίχο σε σημείο που είχα διαλέξει τις προηγούμενες μέρες μαζί με τα λερωμένα μου ρούχα στην άλλη άκρη της πόλης όπου  με πήγε η υποτιθέμενη νυχτερινή φάρσα.

Γύρισα στο Τμήμα γρήγορα. Εκεί με περίμεναν οι γονείς μου. Θυμάμαι ότι μόλις έκανα το τηλεφώνημα στα Κεντρικά και καθίσαμε όλοι μαζί να περιμένουμε, πρότεινα εγώ να προσθέσουμε στην περιγραφή μας ότι ο δράστης είχε μεγάλη γαμψή μύτη γιατί είχε τύχει να πάω πολλές φορές στον καταυλισμό των τσιγγάνων και ήξερα ότι δεν υπήρχε κανένας τσιγγάνος που να ταιριάζει στην περιγραφή ώστε να κατηγορηθεί άδικα. Και μετά που ξέθαψε ο Πελαγρής την ιστορία με την αυτοκτονία της νεαρής, φρόντισα άμεσα να εξαφανίσω τους γονείς μου που θεωρήθηκαν αγνοούμενοι και τους αναζητούσαν σε όλες τις εξόδους του νησιού. Όμως εκείνοι ταξίδευαν άνετα ανάμεσα στους  τσιγγάνους που διώχτηκαν απ΄την περιοχή άρον άρον, όπως είχα προβλέψει εξαρχής ότι θα συμβεί.

Γιατί φρόντισα προπάντων οι εχθροί του Κελάφη να είναι δικοί μου φίλοι. Γιατί φρόντισα ν’ αλλάξω επώνυμο πριν μπω στο σώμα και οι γονείς μου να παρουσιαστούν με αλλαγμένη εμφάνιση. Γιατί φρόντισα να φορέσω αδιάβροχο πανωφόρι που να κρύβει τα ματωμένα ρούχα και να προσέξω μη με δει κανένας μέχρι να χωθώ στο αμάξι που είχα παρκάρει ακριβώς μπροστά στο Τμήμα. Γιατί εν τέλει φρόντισα ο τσιγγάνος με τη γαμψή μύτη να μη συλληφθεί ποτέ...

Ετικέτες: Μαίρη Μαργαρίτη

Εκτύπωση