Χουσνή Έλενα: Την έλεγαν Φωφώ

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Την έλεγαν Φωφώ. Έτσι τουλάχιστον φώναζε εκείνη τον εαυτό της. Κι έτσι συστηνόταν στους λίγους, ελάχιστους που είχαν τα κότσια να την πλησιάσουν.

Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι υιοθέτησε το όνομα από ένα θεατρικό μπουλούκι που είχε περάσει από τα χωριά του Καρλοβάσου στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα όταν εκείνη ήταν ακόμη μικρό κορίτσι, 10-12 χρονών. Ούτε την ηλικία της ξέραν ακριβώς. Ούτε καν τους γονείς της αν και υπήρχαν πολλές ιστορίες που κυκλοφορούσαν όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η Φωφώ λοιπόν είχε ξεσηκώσει το όνομά της όταν είδε την παράσταση ενός περιφερόμενου θιάσου όπου πρωταγωνιστούσε η Φωφώ η ξελογιάστρα. Μια μοιραία γυναίκα που την έπαιζε μια ηλικιωμένη ηθοποιός. Γκροτέσκα απόδοση που ξεσήκωσε γιουχαΐσματα και σφυρίγματα που ωστόσο δεν πτόησαν την γηραλέα, πάλαι ποτέ σταρ των μπουλουκιών. Ίσως να `ταν η τόλμη της που γοήτευσε την Φωφώ κι έσπευσε να υιοθετήσει το όνομά της. Να βαπτιστεί μόνη της αφού κανένας δεν είχε φροντίσει γι` αυτό.

Το αγρίμι. Όλοι έτσι την έλεγαν. Γεννήθηκε λέει στα χωράφια όπου την παράτησε η μάνα της για να πεθάνει. Άλλοι λέγαν πως μάνα της ήταν η Νίκη, η κόρη του παπά που ξεφορτώθηκε το μούλικο που της σκάρωσε ένας ξενομπάτης φαντάρος. Άλλοι πως ήταν μια εργάτρια, περαστική από τα μέρη τους κι άλλοι πως ήταν το νόθο παιδί ενός πλούσιου βυρσοδέψη.  Πολλές ιστορίες κυκλοφορούσαν για τα γεννητούρια της Φωφώς, μα κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Όλοι συμφωνούσαν όμως ότι την βρήκε ένας τσοπάνος, την τύλιξε στην κάπα του, και την έφερε στο χωριό. Καταχείμωνο κι όμως είχε επιβιώσει, γι` αυτό την έβγαλαν αγρίμι.

Το χωριό αποφάσισε να την μεγαλώσει μια άκληρη γυναίκα που το χε καημό να κάνει παιδί. Μα ήταν η καημένη λιγάκι αλαφρή στο μυαλό και σαν ποδάρωσε η  μικρή την άφηνε να αλωνίζει μόνη της όλη μέρα, καμιά φορά κι όλη νύχτα. Από μικρό παιδί την βλέπανε να τρέχει στα ρουμάνια, να σκαρφαλώνει στα δέντρα, πάντα με τα γόνατα πληγωμένα κι ένα χαμόγελο ως τα αυτιά σαν να της χαρίστηκε ο κόσμος όλος. Δεν πολυμιλούσε μα και δεν έμοιαζε να την ενδιαφέρει η επαφή με τους άλλους. Αν στο δρόμο της απαντούσε κανένα χωριανό, χαμογελούσε κι  αμέσως έτρεχε σαν αφηνιασμένη να κρυφτεί.

Με παιδιά άλλα δεν είχε παρτίδες. Σχολείο δεν πήγε παρ` όλο που ο δάσκαλος προσπάθησε πολλές φορές να την καλοπιάσει. Μερικοί λέγανε πως της έκανε κρυφά μαθήματα κι ότι η Φωφώ έμαθε να διαβάζει και της άρεσε να κρύβεται σε σπηλιές με τα βιβλία που της έδινε ο δάσκαλος.

Η γιαγιά μου πάλι, έλεγε πως για χρόνια εξαφανίζονταν τα βιβλία από την βιβλιοθήκη που είχε φτιάξει στο κοινοτικό κατάστημα ένας μορφωμένος ξενιτεμένος του χωριού. Κι ίσως όλοι αυτοί να είχαν δίκιο γιατί κι εγώ θυμάμαι πως  πρωτοείδα την Φωφώ, μεγάλη γυναίκα πια, να κάθεται στην ακροθαλασσιά ανακούρκουδα, χαμένη στις σελίδες ενός ταλαιπωρημένου βιβλίου.

Την παραφύλαξα για ώρα, μα εκείνη χαμένη στον κόσμο της έδειχνε να μην ενδιαφέρεται για τίποτε. Με τα κουρελιασμένα ρούχα της, την μαγκούρα που είχε για στήριγμα, τα πόδια της σε κάτι παλιοπάπουτσα και τα μαλλιά της ξέπλεκα, άσπρα και μπερδεμένα ν` ανεμίζουν στον αέρα κάνοντάς την να μοιάζει με Μέδουσα.

«Η κακομοίρα η Φωφώ, δεν πείραξε κανέναν. Τι τους έφταιξε το έρμο το πλάσμα;» αναστέναζε η γιαγιά όταν την ρωτούσα να μου πει την ιστορία της. Μα έπειτα ξαφνικά σταματούσε και δεν έλεγε κουβέντα. Μόνο μια φορά που επέμεινα μου είπε: «Μην τα ρωτάς. Κρίμα μεγάλο στο χωριό μας».

Πέρασαν χρόνια και η περιέργειά μου για την Φωφώ σιγά-σιγά έσβηνε. Μπήκα στην εφηβεία κι άρχισα να έχω τα δικά της χούγια. Η βιβλιοθήκη που έφτιαξε στο χωριό ο ομογενής είχε πια μεγαλώσει, εκείνος πέθανε μα άφησε ένα γενναίο κληροδότημα για να αποκτά η βιβλιοθήκη 200 τίτλους κάθε χρόνο. Σε λίγο ο χώρος στο κοινοτικό κατάστημα δεν έφτανε, φτιάξαν ολοκαίνουριο κτίριο από ευρωπαϊκό χρήμα κι εκεί στεγάζεται πια, ίσως η πιο μεγάλη και πιο ενημερωμένη βιβλιοθήκη που υπάρχει σε κοινότητα. Οι χωριανοί δεν νοιάζονται και πολύ και η βιβλιοθηκάριος που διορίστηκε και ήρθε από την Αθήνα είναι μια ξινή που όλο λέει πώς ήρθε και θάφτηκε «στο κωλοχώρι που δεν διαβάζουν και θέλουν και βιβλιοθήκη τρομάρα τους!» Η αλήθεια είναι πως εκτός από εμένα και μερικούς δασκάλους, στο κτίριο δεν πατάει σχεδόν κανείς. Μόνο όταν έρχονται επίσημοι, τους σέρνουν να δουν το «στολίδι της κοινότητας».

Ε, λοιπόν, κι εγώ σαν τη Φωφώ, έπαιρνα τα βιβλία, τα καταβρόχθιζα για την ακρίβεια, κι έψαχνα μια γωνιά να διαβάσω με την ησυχία μου. Στο σπίτι είχε πάντα φασαρία και όλο και κάποιος θα πετούσε τη γνωστή εξυπνάδα: «Μην διαβάζεις πολύ γιατί θα τρελαθείς. Δεν ξέρεις τι έπαθε η Φωφώ;»

«Τι έπαθε η Φωφώ;» ρωτούσα κάθε φορά μα ποτέ δεν μου απάντησαν. Κι όλο φούντωνε η περιέργειά μου κι αλώνιζα τις σπηλιές και τα ρουμάνια να την πετύχω και να την ρωτήσω αλλά εκείνη ήταν  άφαντη λες και ήξερε ότι την ψάχνω και με απέφευγε.


Σκίτσο: Χρίστος Κουτσουράς

Έφτασα εικοσιπέντε, σπούδασα, πήρα πτυχίο, έκανα και ένα μεταπτυχιακό, ξεκαθάρισα ότι εγώ στο χωριό δεν θα γυρίσω, ίσως να μην παντρευτώ κιόλας, μάλωσα με τους γονείς μου γιατί είμαι αλαφροΐσκιωτη όπως λένε, βρήκα δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία, την αγαπώ την δουλειά μου και πια πήγαινα στο χωριό αραιά και που για να δω τους δικούς μου που με τον καιρό σταμάτησαν να γκρινιάζουν και μόνο κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά σαν να είχαν αποδεχθεί μια μοίρα τραγική  που με οδηγούσε στον όλεθρο.

Ήταν τέλη καλοκαιριού, εγώ πατημένα τα τριάντα πέντε, και με ένα βιβλίο στο χέρι ανηφόρησα πάνω από το χωριό, προς το δάσος. Οι μυρωδιές στη Σάμο μπορούν να σε ζαλίσουν σαν μπεις μέσα στο δάσος, γεμάτο αγριολούλουδα, πεύκα και μελισσοκομικά φυτά. Υπήρχε μια πέτρα κάτω από ένα πεύκο, γερτό από τον αέρα, ανυπάκουο δέντρο, που πολύ το αγαπούσα. Εκεί πήγαινα πάντα να ησυχάσω και να διαβάσω. Μα εκείνη τη φορά τη θέση μου την είχε πιάσει άλλος. Η Φωφώ! Επιτέλους την έβρισκα! Έμεινα να την χαζεύω. Πάλι σαν ξωτικό με τα μπλεγμένα μαλλιά της, ακίνητη, σχεδόν μαρμαρωμένη. Μα για πρώτη φορά είδα τα μάτια της, σαν στύλωσε το βλέμμα της, εξεταστικό, έξυπνο και ήρεμο πάνω μου.

Μείναμε να κοιταζόμαστε για ώρα. Εκείνη κάτι να περιμένει, εγώ να μην τολμώ, έπειτα να κάνω ένα δυό βήματα και να σταματώ. Εγώ να την κοιτώ, εκείνη να κοιτά το βιβλίο στα χέρια μου. Κάποτε αναθάρρησε και το έδειξε. Το βιβλίο.

«Τι είναι;»

«Η δίκη του Κάφκα» είπα καθώς προχωρούσα προς το μέρος της κρατώντας το βιβλίο μπροστά μου. Πλησίασα στα πέντε βήματα. Από κοντά η μορφή της ήταν ακόμη πιο ασκητική, στεγνή, ίσως λίγο απόκοσμη μα καθόλου τρομακτική. Κι εγώ στεκόμουν μπροστά στο αγρίμι των αφηγήσεων της γιαγιάς, τη Φωφώ που ήταν το φόβητρο για όλα τα κορίτσια του χωριού, την Φωφώ που τα δικά της μυαλά είχα πάρει κι εγώ όπως έλεγε με συντριβή η μάνα.

Άπλωσε το χέρι της με μια κίνηση αργή και αέρινη. Της έτεινα το βιβλίο. Άφησε το δικό της δίπλα της με αγάπη και έπιασε το δικό μου. Κοίταξε για ώρα το εξώφυλλο κι έπειτα το φυλλομέτρησε. Εδώ κι εκεί σταματούσε και διάβαζε μερικές αράδες. Έπειτα γύριζε τις σελίδες αργά και κάπου – κάπου έβαζε τη μύτη της και το μύριζε.

«Είναι παλιό» είπε χωρίς να με κοιτάζει.

«Το βρήκα σε ένα παλαιοπωλείο. Έψαχνα την πρώτη έκδοση».

«Πρώτη έκδοση» μουρμούρισε.

«Το έχεις διαβάσει;» την ρώτησα.

Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου με ένταση.

«Το έχω ζήσει» είπε και η  ματιά της χάθηκε πίσω από τον ώμο μου.

«Είναι ένας αθώος…»

«Ένας αθώος» επανέλαβε σαν ηχώ.

«Δεν έχει φταίξει σε τίποτε» συνέχισα περισσότερο για να δω τι θα μου πει.

«Δεν έφταιξε» είπε υψώνοντας τη φωνή της

«Κάποτε οι αθώοι μπορεί να πληρώσουν ακριβά την αθωότητά τους» ριψοκινδύνευσα διψώντας για μια εξομολόγηση.

«Πάντα οι αθώοι πληρώνουν ακριβά. Μα κάποτε έρχεται και η ώρα των ένοχων».

«Εσύ…» κόμπιασα «σε λένε αγρίμι».

Χαμογέλασε. «Μα είμαι, δεν είμαι; Ένα αγρίμι που διαβάζει, που δεν μιλά, που ζει μόνο του».

«Δεν θέλεις;»

«Τι;»

«Να μιλάς με τους ανθρώπους;»

«Μιλώ μαζί σου» είπε θαρρετά και κάπως προκλητικά.

«Γιατί;» ξεθάρεψα κι εγώ.

«Κρατάς βιβλίο. Δεν φοβάσαι. Έρχεσαι προς εμένα ήσυχα».

«Οι άλλοι; Δεν έρχονται ήσυχα;»

«Κάποιοι ναι. Οι περισσότεροι ήθελαν να κατασπαράξουν το αγρίμι. Κυνηγοί διψασμένοι για αίμα. Ζωσμένοι με το κακό, ήθελαν να σκοτώσουν το αγρίμι. Μα αντί να το σκοτώσουν, το γέννησαν».

«Ποιοι;» ρώτησα.

Σηκώθηκε αργά, με κοίταξε μια τελευταία φορά στα μάτια, με ένταση.

«Να προσέχεις τους κυνηγούς» είπε. «Πάντα  σκοτώνουν τα μοναχικά ζώα».

Έφυγε παίρνοντας μαζί της το βιβλίο μου. Δεν της το ζήτησα.

Είμαι πια στην ηλικία που ήταν η Φωφώ, όταν την συνάντησα εκείνη τη μέρα στο δάσος, και συχνά τη θυμάμαι περπατώντας στους έρημους δρόμους του χωριού. Ναι, γύρισα. Πάνε χρόνια που έμαθα την αλήθεια.

Κυνηγοί που είχαν βγει στο βουνό για αγριογούρουνα. Αντί για αγριογούρουνα βρήκαν τη Φωφώ. Την κύκλωσαν, την κορόιδευαν, την χτυπούσαν με τα κοντάκια από τα όπλα τους, γελούσαν κι έπαιζαν για ώρες με το τρομοκρατημένο κορίτσι. Θα ` ταν τότε  14-15 χρονών. Δεν μου `χαν πει πόσο όμορφη ήταν. Ήταν! Πολύ! Και μετά έγινε ό,τι έγινε. Την άφησαν – δεύτερη φορά που την εγκατέλειπαν για να πεθάνει- αιμόφυρτη. Μα δεν πέθανε.

Τα επόμενα χρόνια οι κυνηγοί χάθηκαν ο ένας μετά τον άλλον. Ανεξήγητο πράμα είπαν στο χωριό…

Η Φωφώ πέθανε μόνη στο δάσος. Άνοιξε με τα χέρια της ένα λάκκο, σκέπασε το σώμα της με χώμα, άφησε έξω μόνο το κεφάλι  με τα ξέπλεκα μαλλιά σαν ξωτικό και έφυγε ήσυχα. Την βρήκαν όταν άρχισε να μυρίζει. Τα άγρια ζώα είχαν κατασπαράξει την σάρκα από το κεφάλι της και το κρανίο έχασκε τρομακτικό ξεπροβάλλοντας μέσα από τον λάκκο.

Λίγες μέρες μετά τον θάνατό της έλαβα ένα φάκελο. Είχε σταλεί από το κεντρικό ταχυδρομείο Καρλοβάσου. Αποστολέας η Φωφώ Αγριμίου. Μέσα είχε την «Δίκη»…

Ετικέτες: Έλενα Χουσνή

Εκτύπωση