Χόλης Γιάννης: Δίχως αύριο

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα



Στην εταιρεία οι μνηστήρες ανυπομονούσαν, όμως δίσταζαν να εκδηλωθούν ανοικτά. Ο Λύσανδρος Γρηγορίου είχε ράμματα για τη γούνα όλων τους. Θα αντιστεκόταν μέχρι τελικής πτώσης.   

Εκείνη τη βραδιά η πτώση είχε βαρεθεί να περιμένει άλλο.

Το δείπνο στα πρότυπα γαλλικής κουζίνας πέρασε τη σκυτάλη στη μουσική ευδαιμονία. Δύο βιρτουόζοι, ο ένας του βιολιού, ο άλλος της βιόλας, σκόρπισαν στον άνεμο νότες χαρμονής. Η Μαριλένα Παπαδά είχε φροντίσει να ειδοποιήσει τους γείτονες ότι εκείνη τη Σαββατιάτικη νύχτα θα αντηχούσαν μελωδίες μέχρι τις μικρές ώρες και δεν ανησυχούσε. Κανείς δεν ανησυχούσε, μέχρι τη στιγμή που ο Λύσανδρος Γρηγορίου μαγνήτισε τα βλέμματα όλων γύρω του. Δοκίμασε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, κατάφερε με δυσκολία να σταθεί, ύστερα τρίκλισε, ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικο, πήγε να στηριχτεί από το τραπεζάκι με τον καλαμωτό σκελετό, αυτό δεν του έκανε τη χάρη και αναποδογύρισε, το ποτήρι γλίστρησε από τα δάχτυλά του κι έπεσε στο γρασίδι μεθώντας τις βελόνες με σαμπάνια. Προτού ο αφρός της προλάβει να χαθεί, η δυσφορία που τον κυρίευσε έγινε αφόρητη. Έπεσε βαριά στην πολυθρόνα, δίπλωσε στα δύο, έβαλε την παλάμη του στο στέρνο λες κι έτσι θα ανάσαινε καλύτερα, ύστερα έκανε να ισιώσει το κορμί του χωρίς να το κατορθώσει. Έγειρε στα δεξιά, αναστέναξε, γραπώθηκε από τα πλαϊνά της πολυθρόνας όμως οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Γλίστρησε σαν σακί που δεν μπορεί να ισορροπήσει πουθενά, σωριάστηκε μπρούμυτα στο υγρό γρασίδι κι έμεινε ασάλευτος.

Έτρεξαν, τον γύρισαν ανάσκελα με προσοχή. Έλυσαν τη γραβάτα, κατόπιν προσπάθησαν να ξεκουμπώσουν το πεισματάρικο κουμπί του γιακά που αντιστεκόταν μέχρι να καταφέρουν να το ξεκολλήσουν από το πουκάμισο για να κυλήσει και να κρυφτεί στο ποτισμένο με αγωνία γρασίδι. Του έφεραν νερό να πιεί, αυτό όμως προτίμησε να χαράξει τη δική του πορεία από τα χείλη μέχρι τον λαιμό κι ακόμη χαμηλότερα στο ανοιχτό στέρνο. Κάποιος έγειρε πάνω του αναζητώντας σπασμωδικά στις τσέπες του σακακιού ένα θαυματουργό κουτάκι με χάπια, ίσως για την καρδιά, πιθανόν για τη σωτηρία, χωρίς να το ανακαλύψει ποτέ. Ένας άλλος πρόσφερε στον γιατρό της ομήγυρης που μόλις είχε γονατίσει δίπλα στον Γρηγορίου τα δικά του χάπια, ελπίζοντας ότι θα έφερναν τη λύτρωση. Ο γιατρός έριξε μια γρήγορη ματιά και είπε ότι ήταν άχρηστα για την περίσταση. Έκανε μαλάξεις στον καταγής ρυθμικά, με δύναμη, όλο και πιο δυνατά, με ορμή που φόβιζε.   

Όταν το ασθενοφόρο φρέναρε έξω από την καγκελόπορτα ξεσκίζοντας με τη σειρήνα τη γαλήνη της νύχτας ήταν αργά. Ο περιστρεφόμενος πορτοκαλής προβολέας φωταγώγησε τα σπίτια ολόγυρα μαζί με τις φιγούρες γειτόνων που παρακολουθούσαν σαστισμένοι, άλλοι στα μπαλκόνια, άλλοι πίσω από τις κουρτίνες. Ύστερα έφυγε με τη σειρήνα άλαλη λες και ζητούσε συγγνώμη για την αναστάτωση. Ο Γρηγορίου, ακούσιος επιβάτης που δεν θα τον αποκαλούσαν κύριο πρόεδρο ποτέ ξανά, είχε τηρήσει τον λόγο του. Είχε παραμείνει πρόεδρος μέχρι τελικής πτώσης.

Από το υπό έκδοση μυθιστόρημα "Δίχως αύριο" (Φεβρουάριος 2023)

Ετικέτες: Γιάννης Χόλης

Εκτύπωση