Μόσχος Γιάννης: Ο Φαροφύλακας

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Διηγήματα

Άνοιξε το μοναδικό του μάτι στις έξι παρά.

Δεν κοιμόταν, τον εαυτό του κορόιδευε. Δέκα μέρες τώρα, από τότε που έγινε το κακό, κοιμάται τόσο όσο ο οργανισμός ενστικτωδώς του επιβάλλει. Σηκώθηκε, και έσυρε, χωρίς να το καταλάβει, το άσπρο σεντόνι πίσω του διαγράφοντας την πορεία προς το μπάνιο, σαν νύφη που σέρνει το νυφικό, ξεδοντιάρα και αναμαλλιασμένη. Έφτασε με δυσκολία στον νιπτήρα και στήριξε το παλιακό του σώμα στο βρωμερό μάρμαρο. Κοίταξε με αηδία τον καθρέφτη.

Που θα πάει, ζωή είναι, θα περάσει.

Αν είχε μια ευχή, αυτό θα ζητούσε. Να περάσει η ζωή του, σαν νεράκι. Πολύ δειλός να αυτοκτονήσει, πολύ τεμπέλης να ξαναφτιάξει την ζωή του, πολύ εγωιστής να ζήσει κανονικά, σαν άνθρωπος. Χρόνια τώρα, εδώ, σ’ αυτόν τον φάρο, με μοναδική υποχρέωση να σβήνει το φως το χάραμα και να το ανάβει το σούρουπο. Ένα σώμα κούφιο από μυαλό και αισθήματα, να μετακινείται από το τραπέζι στο κρεβάτι, από το μπάνιο στην αποθήκη. Να τρώει λίγο, να πίνει πολύ να καπνίζει άλλο τόσο. Ένα κούτσουρο απελέκητο, να ανοίγει το στόμα του και να πετάει φαρμάκια, ξεβρασμένος από τον κόσμο και την κοινωνία, εξόριστος να ζει σ΄ αυτό το μοναχικό μαρτύριο που μόνο αυτό τον καταδέχεται.

Έκανε πως έπλυνε τα μούτρα του, περισσότερο από συνήθεια, μειδιώντας μπροστά στο μάταιο της πράξης. Ναι, ο κόσμος τον ξέρασε εκεί, μα αυτό που τον τυράννησε πιο πολύ ήταν που τον απόκοψε η γυναίκα του. Πήρε το παιδί κι ένα παλιόρουχο κι έφυγε κρυφά, παρατώντας τον εκεί, στην ερημιά και στη μοναξιά να σαπίζει ξεχασμένος. Δεν άντεξε άλλο ξύλο και κατάρα.

Πέταξε μια κονσέρβα σε ένα πιάτο και άναψε ένα τσιγάρο κοιτώντας το. Τι ήθελε κι ερχόταν πίσω το παιδί; Τι του ‘ρθε να τον επισκεφτεί να δει τι κάνει; Καλά δεν καθόταν εκεί πέρα, μακριά του; Πώς στο διάολο ήρθε να μείνει εδώ; Έτσι κατέληξαν όπως κατέληξαν. Να μη μιλάνε μερόνυχτα ολόκληρα, να μην έχουν τι να πούνε, εκτός από βρισιές και κοφτερές κουβέντες. Να πιάνουν από ένα δωμάτιο και να παλεύουν να μην δει ο ένας τον άλλον. Κι όταν αντάμωναν, να γίνεται πόλεμος κανονικός.

«Εσύ φταις που έφυγε η μάνα!»

«Αχάριστε, έφαγα τα χέρια μου να σε ταΐσω».

«Πότε, όταν μας έδερνες και μας έδιωχνες;»

«Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Τσακίσου φύγε!»

«Θα φύγω! Δεν σ’ αντέχει κανένας, ούτε ο εαυτός σου!»

Βρόντηξε το χέρι στο σάπιο τραπέζι και το έσπασε.

«Σκάσε!»

Το παιδί να μη σταματάει, εκεί, κάτι του έλεγε τώρα ότι για όλο τον κόσμο είναι ένα απόβρασμα, ένα μίασμα, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Μόνο βουητά στα αυτιά του, λες και κουφάθηκε, λες και τα αυτιά του σταμάτησαν να ακούνε, μήπως γλιτώσουν το κακό που ερχόταν αλλά εκείνο ήδη είχε ξεκινήσει. Όρμησε στον γιο του και τον πέταξε κάτω. Το στόμα τον έβριζε και τα χέρια του τύλιξαν τον λαιμό του παιδιού και το τίναζαν πάνω κάτω. Ο μικρός να παλεύει, να προσπαθεί να επιτεθεί, να απλώνει τα χέρια του, να μπήγει το δάχτυλο στο αριστερό μάτι του ίδιου του του πατέρα και να το πετάει έξω. Εκείνος να ουρλιάζει από τον πόνο και να βροντάει το κεφάλι του γιου του στο τσιμεντένιο πάτωμα, να ουρλιάζει και να μην ακούει ούτε την ίδια του τη φωνή, να μην βλέπει τα αίματα που έτρεχαν σαν βρύση από το μάτι του στο πρόσωπο του παιδιού, να είναι σε έναν άλλο κόσμο, να μην νιώθει τίποτα μόνο να τον βροντάει στο πάτωμα μέχρι που το κεφάλι του μικρού έσπασε και άνοιξε και ο γιος του δεν μπορούσε ούτε να τον βλέπει ούτε να τον βρίζει πια.

Κοίταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο προς την ανατολή. Έφτασε η ώρα. Έσβησε το τσιγάρο στο γεμάτο τασάκι και σηκώθηκε. Πλησίασε τον μοχλό και τον κατέβασε. Ο υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε άλλη μια φορά και ο φάρος έσβησε καθώς ο ήλιος έβγαινε δειλά δειλά από απέναντι. Οι πρώτες ακτίνες τον έλουσαν σαν να τον έδειχναν μα εκείνος στράβωσε τα μούτρα του αρνούμενος να δεχθεί την νέα μέρα. Γύρισε και κοίταξε προς την κλειστή πόρτα της κάμαρας. Φαντάστηκε τι μπορεί να είναι εκεί πίσω, τι τέρατα κρύβει εκείνη η κλειστή πόρτα που την κοιτάει κάθε πρωί, δέκα μέρες τώρα. Τόσο δειλός ώστε να μην μπορεί να την ανοίξει, να μην μπορεί να σκεφτεί σε τι κατάσταση είναι ο γιος του, το βλαστάρι του, σε τι κατάσταση βρίσκεται με ανοιγμένο κεφάλι, να σαπίζει σιγά σιγά, με ένα μάτι, το δικό του μάτι, σμπαραλιασμένο στο δεξί του χέρι. Μόνο να παραμένει εδώ, απέξω, φύλακας της πόρτας, ένας φύλακας του σκότους, του κακού, μην τυχόν και ξεφύγει από τον Φάρο και ξαμοληθεί στον κόσμο. Φαροφύλακας του ίδιου του του εαυτού.

Ετικέτες: Γιάννης Μόσχος

Εκτύπωση